Γεννημένη στην Αθήνα, αλλά δουλεύοντας πλέον κατά κύριο λόγο στη Γαλλία, η Ευαγγελία Κρανιώτη είχε προλάβει να αναγνωριστεί ως μια εξαιρετική φωτογράφος πριν καν ξεκινήσει τα γυρίσματα της πρώτης της ταινίας «Exotica, Erotica, Etc.» που γεννήθηκε ως φυσική συνέχεια της φωτογραφικής της ενασχόλησης με τους ανθρώπους της Μεσογείου και της οργανικής τους σχέσης με τη θάλασσα.
Το ντοκιμαντέρ της, ένα βαθιά ποιητικό essay film ορίζει την θάλασσα ως έναν τόπο νοσταλγίας κι επιθυμίας και κοιτάζει τις ζωές των ναυτικών αλλά και των γυναικών που τους περιμένουν στα λιμάνια, με την αφαίρεση και την διορατικότητα ενός σημαντικού έργου τέχνης.
Ενα φιλμ γεμάτο εικόνες εξαιρετικής αισθητικής και συναισθηματικής γοητείας που υπήρξε για την δημιουργό του ένα κυριολεκτικό και μεταφορικό ταξίδι. Τους σταθμούς και τις αναμνήσεις του οποίου της ζητήσαμε να μοιραστεί μαζί μας..
Πριν ασχοληθείτε με το ντοκιμαντέρ υπήρξατε (και είστε φωτογράφος) αλλά αντιλαμβάνομαι ότι το ενδιαφέρον σας για τον κόσμο της θάλασσας, των ναυτικών ήταν εκεί από την αρχή. Από που πηγάζει;
Απ' όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, η ναυτική παράδοση της χώρας μου υπήρξε μια πηγή έμπνευσης για μένα. Ως Ελληνίδα ήταν η θάλασσα αυτό που πάντα θεωρούσα ως εικόνα της πατρίδας μου, δημιουργώντας μια σειρά από θεματικές που πάντα συνδέονταν στενά με την ιδέα της περιπλάνησης και της επιθυμίας. Εν τούτοις δεν κατάγομαι από οικογένεια ναυτικών. Είναι η συνθήκη μου ως εικαστικού καλλιτέχνη που ζει και εργάζεται εκτός της Ελλάδας η οποία με ωθεί σε έναν συνεχή διάλογο με τον τόπο καταγωγής μου. Ετσι το 2006 αποφάσισα να ξεκινήσω μια καλλιτεχνική και ανθρωπολογική δουλειά με επίκεντρο την ζωή, τα ταξίδια και τους έρωτες των ναυτικών της Μεσογείου στις θάλασσες και τα λιμάνια του κόσμου.
Μια από τις πιο αναγνωρίσιμες αναφορές για κάθε Ελληνα που θα δει την ταινία, θα έλεγε κανείς πως είναι το έργο του Νίκου Καββαδία. Θα λέγατε ότι η ματιά του στον κόσμο των ναυτικών επηρέασε τη δική σας; Και κατά πόσο αυτό το σύμπαν που περιέγραψε στο έργο του θα λέγατε ότι είναι ακόμη ζωντανό στον ναυτικό κόσμο του σήμερα;
Για την ταινία αυτή, σχεδόν από ένστικτο κατέφυγα στην Ελληνική μυθολογία για να βρω παραλληλισμούς ανάμεσα στους ήρωες του παρελθόντος και τους σημερινούς καθημερινούς ανθρώπους. Η ζωή και τα κατορθώματα του Οδυσσέα με γοήτευαν από παιδί, αλλά αναμφίβολα ήταν η φιγούρα του ναυτικού στο έργο του Καββαδία που είχε την πιο σημαντική επιρροή πάνω μου. Τα γραπτά του, κάπου ανάμεσα στην μυθοπλασία και την ανθρωπολογία, μιλούν για το ατέλειωτο ανθρώπινο ταξίδι και συμβάλλουν στη δημιουργία μιας σύγχρονης εκδοχής του νομαδικού μύθου. Πέρα από τον Καββαδία, υπήρξαν κι άλλοι ποιητές και λογοτέχνες που είχαν αντίστοιχα σημαντική επίδραση πάνω μου – ο Κόνραντ, ο Πεσόα, ο Μποντλέρ κι ο Μπουβιέ για να αναφέρω μόνο μερικούς – και ήμουν πάντα ευαισθητοποιημένη στις ιστορίες των παλιών ναυτικών της Μεσογείου που συνέλεγα όλα αυτά τα χρόνια. Ολες αυτές οι αναφορές ήταν αποφασιστικές για τα ταξίδια μου εν πλω, όχι σε ένα τεχνικό επίπεδο, μα σε ένα άλλο βαθύτερο και πιο ουσιαστικό. Η άχρονη φύση της θάλασσας μας φέρνει αντιμέτωπους με την εφήμερη πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Η εμπορική ναυτιλία έχει αναμφίβολα αλλάξει από τις μέρες του Καββαδία, αλλά πέρα από την διακίνηση των φορτίων, τα πλοία ακόμη κουβαλάνε ανθρώπους. Μπορεί όλος ο κόσμος να έχει χαρτογραφηθεί από άκρη σε άκρη μα η ερωτική επιθυμία παραμένει μία terra incognita. Υπό αυτή την έννοια, οι λέξεις των ποιητών θα είναι πάντα επίκαιρες.
Πόσο δύσκολο ή εύκολο ήταν να κάνετε αυτό το φιλμ. Από πρακτικής άποψης μα και θεματικά. Πόσες μέρες περάσατε εν πλω για παράδειγμα, μα και πόσο εύκολο ήταν να δώσετε σχήμα σε ένα ντοκιμαντέρ ταξιδιών και συναντήσεων με τους ανθρώπους που εμφανίζονται στο φιλμ;
Ηταν ένα κοπιαστικό project που πήρε εννιά χρόνια για να ολοκληρωθεί μέσα από μια διαδικασία τριών περιόδων : Η περίοδος της Μεσογείου (2006-2009), η περίοδος της Λατινικής Αμερικής (2010-2011) και η περίοδος των ταξιδιών μου εν πλω (2011-2014). Κάθε μια από αυτές τις περιόδους αντιπροσωπεύει μια διαφορετική φάση στη δουλειά μου, μα όλες μαζί σχηματίζουν ένα οργανικό σύνολο. Χάρη σε διάφορες υποτροφίες που πήρα στο ξεκίνημα της ερευνάς μου, είχα την δυνατότητα να φωτογραφίσω εκτεταμένα και καταγράψω ιστορίες που μου διηγήθηκαν διαφορετικές γενιές ναυτικών στην Μεσόγειο. Αργότερα, στην Λατινική Αμερική χρησιμοποίησα κυρίως video για να εξερευνήσω τις φαντασιώσεις των ναυτών για τις πόρνες των λιμανιών και μέσω αυτών, τον ερωτισμό και την γοητεία που ασκούν οι μακρινοί τόποι. Τέλος, όταν αποφάσισα να ταξιδέψω σαν ναύτης εγώ η ίδια είχα ήδη αφοσιωθεί συνειδητά στην κινηματογράφηση. Ως η μόνη γυναίκα πάνω σε τάνκερ, φορτηγά και κονϊνεραδικα διέσχισα την Μεσόγειο και την Μαύρη Θάλασσα, ταξίδεψα στον Ατλαντικό, στα Στενά του Μαγγελάνου και στον Ειρηνικό, από τον Παναμά στην Βαλτική και απο εκεί μέχρι τον Βόρειο Πόλο και την Ασία. Το έργο που πάραξα σε αυτή την περίοδο συμπεριλαμβάνει ένα σημαντικό σε όγκο φωτογραφικό σώμα και 450 ώρες κινηματογραφημένου υλικού από το οποίο δημιούργησα την πρώτη μου ταινία «Exotica, Erotica, Etc.»
Η διαχείριση του χρόνου ήταν ένα πολύ απαιτητικό κεφάλαιο αυτού του project. Το να επιβιβάζομαι σε βαπόρια δίχως να ξέρω ακριβώς το πότε και απο πού θα αποβιβαστώ απαιτούσε προετοιμασία, αντανακλαστικά και μεγάλη δόση ευελιξίας. Αλλά το να πραγματοποιήσω αυτό το έργο μόνη, μου έδωσε απόλυτη ελευθερία, κάτι που ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για τις επιλογές μου, είτε αυτές ήταν πρακτικές είτε αισθητικές. Συγκεκριμένα, ταξίδεψα σε 20 χώρες, μπάρκαρα 12 φορές και το μεγαλύτερο ταξίδι μου εν πλω διήρκεσε 45 μέρες. Ταυτόχρονα πέρασα σημαντικές περιόδους στα λιμάνια, που διήρκεσαν από μερικές μέρες έως μερικούς μήνες σε κάποιες περιπτώσεις. Έτσι έμαθα άπταιστα διάφορες γλώσσες κι αυτό με βοήθησε στο να κατανοήσω την ιστορία των εκάστοτε συνομιλητών μου. Το πιο δύσκολο κομμάτι του όλου project, ήταν δίχως αμφιβολία το μοντάζ και το post production. Ήταν πολύ σημαντικό για μένα να δημιουργήσω κατ᾽αρχήν μια ταινία με γραμμική αφήγηση μέσα από αυτό το τεράστιο αρχείο, παρά μια οπτικοακουστική εγκατάσταση, κάτι που με ενδιέφερε μόνο ως μεταγενέστερο έργο. Βυθίστηκα λοιπόν σε ένα υλικό που έμοιαζε να τείνει κυριολεκτικά προς το άπειρο, αλλά που στην ουσία είχε πολύ συγκεκριμένους περιορισμούς. Το να καταγράψω την φωνή του καπετάνιου μέσα από μια σειρά συνομιλίες που είχαμε στο Skype ενόσω μόνταρα την πρώτη εκδοχή του φιλμ, ήταν επίσης μια σημαντική πρόκληση. Στην πραγματικότητα συνάντησα δυσκολίες ως το τέλος αλλά αυτό ήταν που έκανε την διαδικασία να αξίζει. Και χρωστάω πολλά στους πολύτιμους συνεργάτες μου, στον μοντέρ Γιώργο Λαμπρινό και τον μοντέρ ήχου Ζερόμ Γκοντιέ για την έξοχη δουλειά που έκαναν.
Μια γυναίκα σε έναν κόσμο ανδρών. Ήταν κάτι που έκανε τα πράγματα ευκολότερα, δυσκολότερα, πιο ενδιαφέροντα; Πόσο εύκολα ανοίχτηκαν αυτοί οι άντρες σε σας;
Έχω την αίσθηση ότι ταξιδεύοντας μόνη, δίχως συνεργείο και βοηθούς, έκανε την επαφή με τους συνομιλητές μου πολύ πιο εύκολη, είτε ήταν γυναίκες είτε άντρες. Σήμερα υπάρχουν γυναίκες που δουλεύουν σε πλοία ως καπετάνιοι, αρχιμηχανικοί ή αξιωματικοί αλλά δεν είχα την ευκαιρία να ταξιδέψω με μία από αυτές. Οπότε, όντως ήμουν μια γυναίκα μόνη σε έναν κόσμο ανδρών, συμβολικά και πρακτικά. Αλλά αν κάτι τέτοιο ακούγεται σαν ρίσκο, μου έδωσε την πιο ασφαλή και προνομιούχα θέση στο πεδίο της ερευνάς μου. Φυσικά υπήρξαν δυσκολίες τόσο εν πλω όσο και στη ξηρά, αλλά πάντα καλωσόριζα την πολυπλοκότητα σαν μια ενδιαφέρουσα προοπτική.
Αναφέρατε τις γυναίκες στην ξηρά. Πως βρήκατε την Σάντι, την γυναίκα που αποτελεί έναν από τους βασικούς άξονες της αφήγησης. Είχε δισταγμούς στο να μοιραστεί ένα βασικό κομμάτι της ζωής της και της ύπαρξης της μαζί σας;
Το «Exotica, Erotica, Etc.» είναι μια δήλωση αγάπης σ᾽εκείνους τους ξεχασμένους, κρυμμένους κι αγνοημένους άνδρες και γυναίκες, των οποίων η παραμονή σε ξένους τόπους, τα μακρινά επικίνδυνα ταξίδια αλλά και η ίδια η μοναξιά τους, συμβάλλουν παραδόξως ουσιαστικά, στην λειτουργία των κοινωνιών μας. Μια από αυτές τις γυναίκες είναι αναμφίβολα η Σάντι.Την γνώρισα το 2012 όταν ξεμπαρκάρισα σε ένα μικρό λιμάνι στην περιοχή του Βαλπαραϊσο της Χιλής. Ξεχώρισε αμέσως ανάμεσα στους ανθρώπους με τους οποίους συνομίλησα. Με εντυπωσίασε η προσωπικότητα της, το ήθος της και ο μοναδικός τρόπος της αφήγησης της που την ανυψώνει στα όρια ενός ρομαντικού, σχεδόν μυθοπλαστικού χαρακτήρα. Η αγάπη της για τους ναύτες δίνει ένα απροσδόκητο νόημα στις περιπλανήσεις τους και μια σχεδόν ευγενή υφή στο κοινωνικό ταμπού της πορνείας, που είναι με την σειρά του μια ακόμη μορφή περιπλάνησης. Η Σάντι με προσέγγισε με την συνειδητή επιθυμία να μοιραστεί την ιστορία της. Ο στενός δεσμός της με τους Έλληνες ναυτικούς, μας έκανε αυτόματα να νιώσουμε οικειότητα. Σύντομα αντιλήφθηκα ότι είχα μπροστά μου μια γυναίκα που ενσάρκωνε όλες τις Σειρήνες και τις Πηνελόπες της εποχής μας που προσπαθούσα να εξερευνήσω μέσα από τη δουλειά μου. Αφού τελείωσα την ταινία, έχω ήδη ξεκινήσει να δουλεύω σε ένα βιβλίο που επικεντρώνεται στη ζωή της.
Και τώρα που βρίσκεστε ξανά στην ξηρά, τι θα λέγατε ότι σας λείπει περισσότερο από τη θάλασσα;
Μου λείπουν οι ήρεμες, μονότονες στιγμές εν πλω, όταν το καράβι είχε ακόμη μέρες πριν φτάσει στο επόμενο λιμάνι. Μου λείπει επίσης η προσμονή, αυτός ο αναβρασμός που καταλαμβάνει το σώμα στο τέλος ενός ταξιδιού, όταν ο άνεμος φέρνει νέες μυρωδιές στο κατάστρωμα από τις κοντινές στεριές.Μα πάνω απ᾽όλα, αυτό που μου λείπει περισσότερο είναι αυτή η ανεξήγητη αίσθηση ασφάλειας, η μακαριότητα που με καταλάμβανε όταν ανέβαινα σε ένα άγνωστο βαπόρι με ένα άγνωστο πλήρωμα, λίγο πριν σαλπάρουμε στη μέση της νύχτας. Ένιωθα σαν να ξεγλιστράω, άπιαστη, σε μια παράλληλη διάσταση όπου η πραγματικότητα δεν είχε πια καμιά δύναμη πάνω στα πράγματα. Τα πάντα ήταν προστατευμένα και σε αναστολή. Αυτό είναι κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ.