Γνωρίσαμε τον Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν το 2000, όταν με το «George Washington» μπήκε στο χάρτη των πιο δυνατών αμερικανικών ανεξάρτητων φωνών, παρουσία που επιβεβαίωσε τρία χρόνια αργότερα με το «All the Real Girls». Σύντομα ο Γκριν άλλαξε ύφος και δοκίμασε τις δυνατότητές του στην εμπορική κωμωδία, με ταινίες σαν το «Pineapple Express» και το «The Sitter», κάνοντας τους πρώτους θαυμαστές του να δυσανασχετούν, γελώντας βέβαια ταυτόχρονα με την καρδιά τους. Φέτος, ο Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν επανήλθε στη μικρή, χειροποίητη ταινία με το «Prince Avalanche» και μίλησε στο Flix για την κοσμοθεωρία του, στην επίσημη πρεμιέρα του φιλμ στο Φεστιβάλ Βερολίνου. Από τότε μέχρι σήμερα, έχει ολοκληρώσει άλλη μια ταινία, το «Joe» με τον Νίκολας Κέιτζ (διαβάστε περισσότερα εδώ), πάλι στο ίδιο ύφος, αλλά τίποτε δε μας διαβεβαιώνει ότι στο κοντινό μέλλον ο Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν δε μας επιφυλάσσει μια έκπληξη. Αντίθετα, το προσμένουμε με χαρά!
Ο,τι κάνω έχει μια δόση εγωισμού. Συνηθίζω να δείχνω μεγάλη επιείκεια στον εαυτό μου. Το ίδιο και στα σενάρια που γράφω, που διασκευάζω, ή που γράφει κάποιος άλλος, ή για ένα διαφημιστικό. Νιώθω ότι πρέπει να δημιουργήσω μια σφραγίδα ιδιοκτησίας σε όλες μου τις δουλειές. Το ότι έκανα το ριμέικ μιας ταινίας (το «Prince Avalanche» είναι ριμέικ της ισλανδικής ταινίας «Ετσι κι Αλλιώς» - διαβάστε περισσότερα εδώ), δεν το θεωρώ πρόκληση, αλλά μια ευκαιρία να χρησιμοποιήσω ένα πλαίσιο και να το αλλάξω με τρόπο που εκφράζει εμένα και τους ηθοποιούς μου. Μου άρεσε τρομερά η ταινία τους, η δική μου έχει αρκετά διαφορετικό ύφος, η δική τους είναι εκπληκτικά φωτογραφημένη αλλά και αρκετά σκληρή, η δική μου έχει νομίζω μεγαλύτερη ζεστασιά, αλλά είναι και λιγότερο συναισθηματικά σύνθετη, πιο τσαπατσούλικη. Χρησιμοποίησα κάποιες από τις δικές τους ιδέες, αλλά προσέθεσα δικά μου στοιχεία, μια ολόκληρη ηρωίδα που δεν υπάρχει καθόλου στην πρώτη ταινία, για την ακρίβεια δεν υπήρχε καν στο σενάριο, τη συναντήσαμε μέσα στο δάσος, όταν ψάχναμε για τους χώρους του γυρίσματος. Το σενάριο ήταν 60 σελίδες και το γύρισμα κράτησε 16 μέρες κι έγινε με μεγάλη δημιουργική ελευθερία.
Ο τίτλος προέκυψε εντελώς τυχαία. Σε μια σκηνή προς το τέλος της ταινίας, οι δυο ήρωες κάνουν ένα λογοπαίγνιο με τα ονόματά τους, Αλβιν και Λανς, κι έτσι ήρθε το Αβαλανς, αλλά αυτό δεν έχει πολλή σημασία. Σκέφτηκα, ας έχουμε έναν τίτλο στην ταινία που δε βγάζει κανένα απολύτως νόημα, θα έχει πλάκα.
Η μοναχικότητα που παρουσιάζει η ταινία, είναι η ιστορία της ζωής μου: πάντα βρισκόμουν απομονωμένος μέσα στη φύση. Είχα τρεις αδελφές, αλλά βρισκόμουν πάντα μόνος. Ζούσα στο δικό μου κόσμο. Μεγαλώνοντας πήγαινα συνέχεια και καθόμουν δίπλα στο ποταμάκι κοντά στο σπίτι μας, μόνος μου. Τώρα ζω σε μια ερημιά έξω από το Οστιν, στο Τέξας, ταΐζω τα ελάφια και τις αλεπούδες, πάντα έτσι ήμουν. Υπάρχει μια ατάκα στην ταινία, «είναι διαφορετικό να έχεις μοναξιά και να είσαι μόνος», εμένα μ’ αρέσουν και τα δύο.
Τα μέρη όπου κάναμε το γύρισμα, μέσα στο καμένο δάσος, δεν ήταν βιώσιμα, ήταν σκεπασμένα με στάχτη, μετά από μια μέρα γυρίσματος ήμαστε θεοβρώμικοι. Ετσι μέναμε σ’ ένα κοντινό μοτέλ, κάναμε ντους, συναντούσαμε για λίγο τον πολιτισμό, πίναμε μια μπύρα και τρώγαμε ένα χάμπουργκερ στο τέλος της μέρας. Ούτως ή άλλως, γυρίζαμε μόνο με το φως της μέρας, οπότε με κάθε ηλιοβασίλεμα έπρεπε να τα μαζέψουμε και να φύγουμε. Εσωτερικά πλάνα δεν είχαμε, παρά μόνο τη σκηνή κι έτσι τελειώναμε νωρίς. Αφήσαμε τη φύση να μας περιποιηθεί: ξημέρωνε, σηκωνόμαστε νωρίς, δουλεύαμε και τελειώναμε εγκαίρως ώστε να έχουμε μπροστά μας ένα όμορφο, ξεκούραστο βράδυ. Ημασταν κι απομονωμένοι, ως συνεργείο, γιατί βρισκόμαστε στη μέση του πουθενά, δεν είχαμε κάπου να πάμε, δεν είχαμε ούτε τις ευθύνες της οικογένειας, ή τις προσωπικές μας, απλώς πηγαίναμε κάθε απόγευμα σ’ ένα μοτέλ του κώλου και διασκεδάζαμε με τους φίλους μας – είναι φανταστικός τρόπος να κάνεις μια ταινία αυτός!
Με τον Πολ Ραντ και τον Εμίλ Χερς
Επέλεξα ηθοποιούς που ήξερα ότι ήταν πολύ προσβάσιμοι στο κοινό. Αυτήν την πλευρά του Εμίλ Χερς τη βλέπεις και στο «Into the Wild», επιπλέον γνωριζόμαστε και ήξερα τι έχει μέσα του. Σκέφτηκα ότι ήταν καλή ευκαιρία, σε αντίθεση με το «Into the Wild», να τον βάλω να παίξει κάποιον που απεχθάνεται τη φύση και θέλει μόνο να βρει κάποια να πηδήξει, οπότε συνδυάσαμε το προφίλ του που γνωρίζει ο κόσμος και το προφίλ του που γνωρίζω εγώ. Με τον Πολ έγινε το ίδιο πράγμα, πήρα τα στοιχεία που αγαπά το κοινό σ’αυτόν, είναι πνευματώδης, χαριτωμένος, με έντονη προσωπικότητα, αλλά έχει και κάτι το ευάλωτο που όταν το αναπτύσσει, φέρνει δάκρυα στα μάτια. Οσο για τον Λανς ΛεΓκοτ, που παίζει ένα μικρό αλλά αξιομνημόνευτο ρόλο, τον γνώρισα σ’ ένα διαφημιστικό που έκανα στην έρημο της Καλιφόρνια, τον άκουγα να μιλάει και του λέω, έχεις εκπληκτική φωνή, έχεις κάνει ραδιόφωνο; Και μου λέει, όχι, αλλά ήμουν τραγουδιστής και κιθαρίστας με τον Ελβις. Επαιζε με τον Ελβις 15 χρόνια, στις τουρνέ, αλλά και στις ταινίες του, ήταν ένας χαρισματικός, θεότρελος γέροντας, πέθανε λίγο μετά το γύρισμα. Απίστευτος τύπος.
Εκανα ανεξάρτητες ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού που τις επέλεγαν τα φεστιβάλ κι έπαιρναν καλές κριτικές, αλλά δεν τις έβλεπε άνθρωπος. Οπότε ο ενθουσιασμός παρέμενε μόνο στα κείμενα, πουθενά αλλού. Και μετά άρχισα να κάνω ταινίες που έφερναν εκατομμύρια δολάρια σε εισπράξεις και ο κόσμος μου μιλούσε στο δρόμο, μου έλεγε ότι είχε τις αφίσες των ταινιών μου στον τοίχο, στις εστίες των κολλεγίων, κι έτσι γνώρισα μια εντελώς διαφορετική αρένα επιτυχίας. Και οι δύο φέρνουν μεγάλες δόσεις ικανοποίησης, εγώ δε θεωρώ ότι η μία υπερέχει της άλλης. Η δική μου ευθύνη απέναντι στον εαυτό μου είναι να δουλέψω με όλες τις πλευρές που έχει η προσωπικότητά μου και να κάνω ταινίες που τις αντικατοπτρίζουν όλες. Παραδόξως όλες οι ταινίες που έκανα ως τώρα είναι ανεξάρτητες, κανείς δε μου είπε ποτέ ότι δεν μπορώ να κάνω κάτι. Απλώς κάποιες ήταν πολύ ακριβές κι εγώ πληρώθηκα πάρα πολύ καλά, άλλες ήταν πολύ φτηνές και δεν πληρώθηκα καθόλου. Αλλά όλες είναι μέρος του ποιος είμαι κι έχω ακόμα κι άλλες πλευρές που ανυπομονώ να εξερευνήσω. Κάποιες θ’ αρέσουν περισσότερο στους κριτικούς, κάποιες θ’ αρέσουν περισσότερο στο κοινό κι ίσως μια μέρα μπορέσω να κάνω μία που να καταφέρνει και τα δύο ταυτόχρονα. Αλλά ο στόχος μου δεν είναι αυτός. Είναι να εξασκήσω τον εαυτό μου, να πω αυτό που θέλω να πω και ν’ ακολουθήσω τα ένστικτά μου.
Η κωμωδία με δίδαξε πώς να γίνω καλύτερος σκηνοθέτης. Το «Prince Avalanche» νομίζω ότι χρησιμοποιεί όσα έμαθα σε όλες τις ταινίες μου ως τώρα, δουλεύοντας στην κωμωδία νομίζω έμαθα να καθοδηγώ καλύτερα τους ηθοποιούς μου, απ’ ό,τι στις πρώτες ταινίες μου. Δούλεψα πρόσφατα με τον Νίκολας Κέιτζ, στο «Joe» και τον οδήγησα σ’ ένα ταξίδι υποκριτικής που δεν είχε ξανακάνει. Κι εκείνος με οδήγησε κάπου, ως σκηνοθέτη, όπου δεν είχα ξαναπάει. Είναι ένα καθαρό δράμα κι ανακάλυψα ότι έχω αποκτήσει μεγαλύτερη δύναμη σ’ αυτό, αφότου δούλεψα τόσο στην κωμωδία. Στην κωμωδία πρέπει να είσαι διαρκώς σε εγρήγορση, να δίνεις σημασία στην κάθε λεπτομέρεια, τον κάθε αυτοσχεδιασμό, είναι το δυσκολότερο είδος να σκηνοθετήσεις γιατί προσπαθείς να εκμαιεύσεις κάτι σωματικό από το θεατή. Στο δράμα, αν δεν είσαι υπερβολικά επιτηδευμένος, οι ήρωες λένε τους διαλόγους τους και είτε θα ταυτιστείς είτε όχι, κανείς δεν το ξέρει. Αλλά όταν κάνεις κωμωδία και βλέπεις 1000 άτομα να γελάνε, ξέρεις ότι τα κατάφερες κι αν βλέπεις 1000 άτομα να μη γελάνε καθόλου, ξέρεις ότι δεν ήταν και πολύ αστεία. Γιατί αν εγώ πιστεύω ότι κάτι είναι αστείο και 1000 άτομα μπροστά μου πιστεύουν ότι δεν είναι, κερδίζουν εκείνοι. Πρέπει να βουτήξεις στην άγνοια, πριν μπορέσεις να πεις ότι είσαι έξυπνος.
Στο γύρισμα του «Prince Avalanche»
Βρίσκω ότι η σκηνοθεσία είναι ένα μαγικό επάγγελμα. Οταν η κάμερα ξεκινά να τραβά κι εγώ κάνω τον Θεό κι όλοι κάνουν ησυχία και οι μόνοι που επιτρέπεται να μιλήσουν είναι οι ηθοποιοί, που κάνουν αυτό που εγώ τους έχω πει να κάνουν, και μόνο εγώ μπορώ να τους μιλήσω κι όλοι οι άλλοι δουλεύουν γι’ αυτή τη στιγμή της σιωπής, την οποία όλοι σέβονται και μόλις κάποιος πει «action» το βουλώνουν κι εγώ έχω τον απόλυτο έλεγχο, αυτό είναι κάτι το εκπληκτικό. Είναι σα να είμαι ντομινατρίξ.
Δε νομίζω ότι η Suspiria θα συμβεί τελικά. Θα το ήθελα πολύ, είναι το ριμέικ που ονειρεύομαι πάντα να κάνω. Αλλά κανείς δε μου δίνει τα λεφτά να την κάνω, τουλάχιστον όχι τα λεφτά που θεωρώ ότι χρειάζομαι για να την κάνω.
Δουλεύω ένα σενάριο με γυναίκα ηρωίδα, το γράφω εδώ κι ένα χρόνο και προσπαθώ να καταλάβω πώς πρέπει να λειτουργήσει. Ταυτίζομαι τόσο πολύ με τους ήρωές μου κι αποτελούν τόσο μεγάλο κομμάτι του εαυτού μου, που το να γράψω για μια γυναίκα ηρωίδα μου είναι πολύ δύσκολο, γι’ αυτό και μου παίρνει τόσο καιρό. Στην κυριολεξία ηχογραφώ συζητήσεις ανθρώπων και προσπαθώ να μπω μέσα στον τρόπο σκέψης τους γιατί νομίζω ότι οι γυναίκες έχουν διαφορετική διανόηση και συναισθηματική ικανότητα. Και δε θέλω να προβάλλω τον εαυτό μου σ’ αυτήν την ηρωίδα, θέλω ν’ αναδείξω την αυθεντικότητά της. Θέλω να βρω μια εκπληκτική ηθοποιό που να μου δανείσει, στην ταινία, τη δική της αυθεντικότητα, τη δική της φωνή και να είναι επιθετική και δημιουργική και να μη μ’ αφήνει να της λέω τι να κάνει, αλλά να με καθοδηγήσει ώστε να τη σκηνοθετήσω, αν βγάζει νόημα αυτό. Στο «Joe» υπάρχουν περαστικές γυναικείες ματιές αλλά είναι πάλι μια πολύ αντρική ταινία. Πάντως αυτό είναι ένα από τα πράγματα που θέλω πολύ να καταφέρω να κάνω. Θα μπορούσα να κάνω ξανά ριμέικ του «Prince Avalanche» με την Ελεν Μίρεν και τη Μάγκι Σμιθ. Σ’ ένα χωράφι στην Ολλανδία. Θα ήταν εκπληκτικό! Εχω μια μαμά με πολύ δυνατή προσωπικότητα και τρεις αδελφές, κι ίσως αυτό είναι που με τρομάζει στο να προσεγγίσω τις γυναίκες ηρωίδες, αν τα κάνω λάθος θα έχω τέσσερις απειλητικές γυναίκες να χτυπούν την πόρτα μου. Και να χτυπούν κι εμένα.
Διαβάστε εδώ τη συνέντευξη του Πολ Ραντ και του Εμιλ Χερς στο Flix.
Ο «Γελαστός Πρίγκιπας» (διαβάστε εδώ τη γνώμη του Flix) παίζεται στις ελληνικές αίθουσες από την Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου.