Το σενάριο του «Νυχτερινού Ανταποκριτή», δεν ήταν τυχαία υποψήφιο για Οσκαρ στην τελευταία απονομή των βραβείων της Ακαδημίας. Δεν είχε να κάνει μόνο με το πόσο καλογραμμένο ήταν, με τον τρόπο που σκιαγραφούσε έναν χαρακτήρα που είχε πολλές περισσότερες σκιάσεις από το άσπρο και το μαύρο, με τις τις τεχνικές ή αφηγηματικές του αρετές. Η ιστορία του «Νυχτερινού Ανταποκριτή», αυτή ενός ανθρώπου αποφασισμένου να επιβιώσει που θα κάνει σχεδόν οτιδήποτε, δεν είναι απλά το συναρπαστικό πορτρέτο ενός ανθρώπου, μα μια μεταφορά για την σύγχρονη πραγματικότητα γύρω μας. Και μπορεί ο Λου Μπλουμ του Τζέικ Τζίλενχαλ να κινείται στον χώρο του νυχτερινού, αστυνομικού τηλεοπτικού ρεπορτάζ, εκεί όπου μια σταγόνα αίμα δεν λέει πολλά, αλλά όπου το πλάνο ενός κομμένου λαιμού ακριβοπληρώνεται, αλλά πέρα από μια πικρή σάτιρα για τα media και τον αμοραλισμό τους στις μέρες μας η τηλεόραση δεν ήταν παρά μόνο η αρχή όπως μας εξηγεί ο Νταν Γκιλρόι. Δεν χρειάζεται να ψάξεις βαθιά για να αντιληφθείς πως η πρώτη μεγάλου μήκους που σκηνοθετεί μετά από μια πετυχημένη καριέρα ως σεναριογράφος είναι βαθιά πολιτική. Και είναι μια ευχάριστη έκπληξη όταν αργότερα μιλώντας μαζί του, ο ίδιος όχι μόνο δεν δοκιμάζει να απαλύνει αυτή την αίσθηση, μα δεν διστάζει να γίνει ακόμη περισσότερο πολιτικός.
Διαβάστε την κριτική του Flix για τον «Νυχτερινό Ανταποκριτή»
Είχα για χρόνια στο μυαλό μου την σκέψη να κάνω μια ταινία για τους ανθρώπους, που γυρίζουν την νύχτα ψάχνοντας «θεαματικά»πλάνα για την τηλεόραση, αλλά δεν είχα βρει τον τρόπο να τους χρησιμοποιήσω στο πλαίσιο μιας ιστορίας. Μέχρι την στιγμή που συνέλαβα τον χαρακτήρα του Λου, έναν χαρακτήρα που την ίδια στιγμή είναι ο ήρωας κι ο κακός της ταινίας. Ο Λου έγινε για μένα ένα όχημα για να εκφράσω μια σειρά από προσωπικές ιδέες και συναισθήματα για το πως βλέπω τον κόσμο. Η πιο βασική είναι ίσως ότι η ταινία παίρνει έναν ήρωα που είναι κακός, σατανικός θα μπορούσες να πεις και μεταμορφώνει την πορεία του σε ένα success story. Ένιωθα ότι χαρακτήρες σαν αυτόν του Λου είναι αυτοί που κερδίζουν στον κόσμο μας σήμερα. Αν επιστρέφαμε στον Λου δέκα χρόνια μετά το σημείο όπου τελειώνει η ταινία ο Λου θα ήταν ο επικεφαλής μιας τεράστιας επιχείρησης. Αν δεν νοιάζεσαι για τους ανθρώπους γύρω σου, αν νοιάζεσαι μόνο για τον εαυτό σου και αν δεν σε νοιάζει τι μπορεί να χρειαστεί να κάνεις για να πετύχεις, τότε ναι θα τα καταφέρεις. Αυτός είναι ο κόσμος που ζούμε. Και η ταινία είναι μια μεταφορά ακριβώς γι αυτό.
Οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο αντιλαμβάνονται ότι η ζωή γίνεται δυσκολότερη. Οτι είναι πολύ πιο δύσκολο να πετύχεις τα πράγματα που θα πετύχαινες με λιγότερη προσπάθεια, με λιγότερες θυσίες είκοσι χρόνια πριν. Και σε αυτό το πλαίσιο ενός απόλυτα ανταγωνιστικού κόσμου που δεν δίνει ευκαιρίες, προκειμένου να πας μπροστά, δεν διστάζεις να διασχίσεις γραμμές που υπό άλλες συνθήκες θα έμοιαζαν ως αξεπέραστα όρια. Οι κανόνες του παιχνιδιού δεν είναι δίκαιοι αυτή τη στιγμή. Η οικονομική ανισότητα, η απόσταση ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς έχει μεγαλώσει τόσο πολύ που είναι πολύ δύσκολο για μια μεγάλη μερίδα, ειδικά νέων ανθρώπων που κάποτε θα είχαν μια αξιοπρεπή ζωή, να την αποκτήσουν σήμερα. Κι αυτοί οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να υποστούν πολλά περισσότερα, απ όσα η γενιά των γονιών τους. Και υπάρχουν πολλά αφεντικά σαν τον Λου που ξέρουν πως να εκμεταλλευτούν την απόγνωση του και την θέλησή τους όχι απαραίτητα να πετύχουν, μα να επιβιώσουν.
Διαβάστε ακόμη: Ο Τζέικ Τζίλενχαλ αγκαλιάζει την παράνοια στο «Nightcrawler»
Δεν είμαι σίγουρος αν ξέρω ένα καλύτερο σύστημα από τον καπιταλισμό, αλλά δυστυχώς ο καπιταλισμός στις μέρες μας έχει γίνει ένα μόρφωμα, έχει εξελιχθεί σε έναν υπερ-καπιταλισμό που μου θυμίζει τον νόμο της ζούγκλας. Εκει όπου οι ισχυροί επιβιώνουν και οι αδύναμοι κατασπαρασσονται. Ναι η κατάσταση έχει σίγουρα γίνει χειρότερη από αυτή την σκοπιά. Αλλά και σε ότι αφορά τις επιθυμίες και τα όνειρα του κόσμου, νομίζω ότι ο τρόπος που τα media εξαρτώνται από την διαφήμιση για να επιβιώσουν και η διαφήμιση προωθεί συστηματικά πολυτελή υλικά αγαθά, αγαθά που μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό του πληθυσμού έχει την ικανότητα να αποκτήσει, να οδηγεί σε κάτι πολύ επικίνδυνο. Σε μια εσωτερική σύγκρουση, σε μια βαθιά προσωπική κρίση της αυτοεκτίμησης των ανθρώπων που δεν μπορούν να έχουν αυτό το κομμάτι του ονείρου και την ίδια στιγμή σε μια κατάσταση όπου πολλοί άνθρωποι είναι προετοιμασμένοι να κάνουν πολλά για να το αποκτήσουν. Και πλέον νομίζω ότι ζούμε σε δύο διαφορετικούς κόσμους. Υπάρχει ο κόσμος των εχόντων και των μη εχόντων. Υπήρχε ανέκαθεν βεβαίως, αλλά πλέον αυτοί οι δυο κόσμοι δεν συναντιούνται πουθενά. Έχουν αποκοπεί ολοκληρωτικά ο ένας από τον άλλο.
Αν θέλετε να κοιτάξουμε μπροστά, η μόνη έξοδος από αυτό το αδιέξοδο δεν μπορεί παρά να είναι η σύγκρουση. Η πολιτική και η ιστορία μας έχει διδάξει πως τις περισσότερες φορές δεν οδηγείσαι σε μια κοινωνική επανάσταση όσο σε μια κοινωνία υπάρχει μέση τάξη. Η μέση τάξη είναι αυτή που σταματά την έκρηξη. Δεν προβλέπω ότι θα υπάρξει μια κοινωνική επανάσταση άμεσα, αλλά βλέπω ότι η μέση τάξη βρίσκεται υπό συνεχή πίεση παγκοσμίως, μικραίνει συνεχώς, οδηγείται στην εξαφάνιση κι αυτό είναι κάτι τρομερά επικίνδυνο. Είναι σκληρό να αρνείσαι σε μια τεράστια μερίδα ανθρώπων την δυνατότητα να έχουν πλέον μια ζωή στην οποία ήταν συνηθισμένοι, μια ζωή που είναι δυνατή. Ενας δίκαιος, ικανός μισθός που θα επιτρέπει στους ανθρώπους να ζήσουν με αξιοπρέπεια. Δεν είναι πολλά να ζητάς. Είναι απλά το αυτονόητο...