Συνέντευξη

Ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι θεωρούσε επικίνδυνο να μετανιώνεις για ό,τι έγινε στο παρελθόν

of 10

Ηταν 2012, όταν ο Ρόμπυ Εκσιέλ είχε μιλήσει στον Ιταλό θρύλο στις Κάννες με αφορμή την τελευταία του ταινία «Εγώ κι Εσύ». Σε μια αποκλειστική συνέντευξη που, ειδικά μετά την είδηση του θανάτου του, έχει λόγο να διαβαστεί ξανά και ξανά.

Ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι θεωρούσε επικίνδυνο να μετανιώνεις για ό,τι έγινε στο παρελθόν

Από εκεί που νόμιζε πως δε θα έκανε ποτέ ξανά ταινίες, ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι είχε βγει ξαφνικά από το καβούκι του, παρακινημένος από το πεζογράφημα του Νικολό Αμανίτι «Εγώ κι Εσύ» (Io e Te). Ο θρύλος του ιταλικού σινεμά, ο δημιουργός του «Κομφορμίστα», του «Τελευταίου Τανγκό στο Παρίσι» και του «Τελευταίου Αυτοκράτορα», θυμάται από την αναπηρική του καρέκλα εναλλασσόμενες στιγμές σκλαβιάς και απελευθέρωσης από τα τότε 73 χρόνια της ζωής του.

Διαβάστε ακόμη: Τελευταίο αντίο στον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι

Bertolucci Ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι με τον πρωταγωνιστή του Τζάκοπο Ολμο Αντινόρι

Σε ένα αφιέρωμα στο έργο σας που είχε κάποτε οργανώσει το ΜΟΜΑ, στη Νέα Υόρκη, είπατε πως κάθε σας ταινία αντιπροσωπεύει την εποχή που βιώνετε. Τι αντιπροσωπεύει η νέα σας, το «Εσύ κι Εγώ», που μιλά για δυο έφηβα ετεροθαλή αδέλφια ταμπουρωμένα στο υπόγειο του σπιτιού τους;

Μιλά πάνω κάτω για μένα που ζούσα τόσον καιρό σε μια σπηλιά. [Ο Μπερτολούτσι μας μιλά από αναπηρικό καροτσάκι, όπου έχει καθηλωθεί εδώ και χρόνια από σοβαρό ορθοπεδικό πρόβλημα]. Και επιτέλους βγήκα απ’ αυτήν. Είδα το φως της αυγής. Φοβερή απελευθέρωση. Απόδειξη, επίσης, πως μπορώ ακόμη να κάνω ταινίες. 3-4 χρόνια πριν θεωρούσα πως είναι σχεδόν αδύνατο. Νόμιζα πως όλα τέλειωσαν, πως η κάμερά μου θα σκουριάσει σε μια ξεχασμένη γωνιά. Αλλά κατάφερα να την ξαναβγάλω έξω.

Η αμέσως προηγούμενη ταινία σας, «Οι Ονειροπόλοι», που γυρίσατε το 2003, αφορούσε τα ταραγμένα παριζιάνικα νιάτα του Μάη του’68. Ως σκηνοθέτης ανέκαθεν πολιτικοποιημένος, πιστεύετε πως μας λείπει σήμερα εκείνο το πνεύμα;

Το πνεύμα των χρόνων του ’60, και κυρίως του 1968, είναι κάτι μοναδικό. Δεν το έχω βιώσει ποτέ άλλοτε. Ενα πνεύμα πολύ συγκεκριμένο. Γαλούχηση με τις ταινίες του Γκοντάρ, τα δοκίμια του Ρολάν Μπαρτ… Υπήρχε χώρος για κάθε ουτοπιστικό όνειρο.

Σήμερα;

Νομίζω πως είναι εξαιρετικά δύσκολο σήμερα να καλλιεργήσεις εκείνο το πνεύμα. Στα τέλη του ’60, το να κάνεις έρωτα ήταν μια πολιτική χειρονομία, ακόμα και να τρως σπαγγέτι ήταν μια πολιτική χειρονομία. Αν πας να μιλήσεις για πολιτική στους σημερινούς νέους, δε θα ξέρουν σε τι αναφέρεσαι.

bertolucci Με τους πρωταγωνιστές του, Τέα Φάλκο και Τζάκοπο Ολμο Αντινόρι

Αρα λέτε πως βρίσκονται έξω από την πολιτική;

Κατά κανόνα. Όμως κι αυτό τελικά, το να βρίσκεσαι έξω από την πολιτική, δεν είναι μια πολιτική στάση από μόνη της;

Τι πιστεύετε πως φταίει γι’ αυτή την αποχή; Η παιδεία; Τα λάθη των προηγούμενων γενεών ίσως;

Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να υψώσεις ομίχλη μπροστά στη φλόγα είναι να σκοτώσεις τη μνήμη. Νομίζω πως αυτό γίνεται συστηματικά εδώ και μερικά χρόνια. Είναι ένας σίγουρος τρόπος για να αναχαιτίζεις πιθανές πολιτικές λύσεις, να ακυρώνεις ιδέες πριν ακόμα γεννηθούν, όπως και να επιδράς και στην τέχνη. Όταν κάναμε ταινίες πολιτικοποιημένες τότε, ήταν γιατί η πολιτική βρισκόταν παντού γύρω μας, θαρρείς μας επιτίθετο! Ημασταν περικυκλωμένοι από πολιτικά ρεύματα και τάσεις. Και φυσικά, όταν αποφασίζεις να κάνεις μια ταινία δεν μπορείς παρά να κοιτάξεις πρώτα την πραγματικότητα που σε περιβάλλει. Η πραγματικότητα τώρα, ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν είναι μολυσμένη από την πολιτική… Και πάλι… [παύση] …δεν ξέρω. Ισως να φοβάμαι να πω κάτι παραπάνω για τον κόσμο σήμερα, γιατί έχω μια συγκεκριμένη οπτική. Δε βγαίνω πολύ. Μπορεί να μη ζω πλέον κλεισμένος σε σπηλιά, αλλά είμαι αρκετά αυτοπροστατευμένος.

Κοιτώντας πίσω την καριέρα σας, σας έχει ποτέ συμβεί να νιώσετε μετανιωμένος με κάποια επιλογή σας, κάτι που θα θέλατε να είχατε κάνει αλλιώς;

Είναι επικίνδυνο αυτό που λέτε. Ο,τι έγινε, έγινε.

bertolucci

Στα τέλη του ’60, το να κάνεις έρωτα ήταν μια πολιτική χειρονομία, ακόμα και να τρως σπαγγέτι ήταν μια πολιτική χειρονομία. Αν πας να μιλήσεις για πολιτική στους σημερινούς νέους, δε θα ξέρουν σε τι αναφέρεσαι.»

bertolucci

Πόσο συναισθηματικό είναι για σας να επανέρχεστε στα παλιά σας φιλμ;

Δεν τις ξαναβλέπω τις ταινίες μου. Δε μου αρέσουν πια.

Δε σας λείπουν, όμως, οι προκλήσεις του τότε; Της εποχής του «Τελευταίου Τανγκό στο Παρίσι», ας πούμε;

Η πρόκληση ήταν ίσως πιο εύκολη τότε. Γιατί ο κόσμος ήταν πιο μοραλιστικός. Οσο περισσότερα τα ταμπού, τόσο πιο αυτονόητη η αντίσταση. Το να κάνεις την υπέρβαση ήταν ένα must τα χρόνια του ’60 και του ’70. Ήταν μια από τις δέκα εντολές.

Στους νέους που ανακαλύπτουν σήμερα το έργο σας, τι θα λέγατε;

Δεν ξέρω καν αν το ανακαλύπτουν. Αμφιβάλλω αν νέοι 18-19 χρονών σήμερα έχουν δει ποτέ ταινία μου, εκτός φυσικά κι αν κάποιος τους οδήγησε στοχευμένα σε κάποια αίθουσα. Και ούτε έχω προσδοκίες από τα νιάτα να ξέρουν το σινεμά μου ή το παλιό σινεμά εν γένει. Εξάλλου, υπάρχει ακόμα σινεμά όπως το ξέραμε; Ολα είναι τώρα κινούμενες εικόνες μέσα στην παλάμη σου. Και τα κινηματογραφικά φεστιβάλ μοιάζουν με νεκροταφεία ελεφάντων.

Προσπαθώ να καταλάβω αν τα όσα λέτε κρύβουν μια νοσταλγία για το παρελθόν ή το αντίθετο…

Η μόνη νοσταλγία που νιώθω είναι για τη νεαρή μου ηλικία, όπως θα ένιωθε κάθε γέρος άνθρωπος. Αλλά προτιμώ πάντα το παρόν από το παρελθόν.

Χρησιμοποιείτε καθόλου υπολογιστές, το ίντερνετ, την κοινωνική δικτύωση;

Με μέτρο, ναι. Η γυναίκα μου ασχολείται πολύ περισσότερο. Βλέπω ταινίες. Μέχρι πρότινος, αρνούμουν να παρακολουθήσω ταινίες σ’ αυτές τις οθόνες, αλλά τελικά έκανα μια προσπάθεια, έβαλα τα ακουστικά μου και είδα ότι δεν τρέχει και τίποτα. Γιατί όχι, σκέφτηκα. Στην ιστορία της τέχνης υπήρξε η Καπέλα Σιστίνα, υπήρξαν όμως και οι περσικές μινιατούρες. Διαπίστωσα πως μπορώ να δω ταινία ακόμα κι αν είναι σε μινιατούρα.

[Αποκλειστική συνέντευξη του 2012 με αφορμή το «Εγώ κι Εσύ» που δημοσιεύτηκε το Νοέμβριο του 2013, πριν βγει η ταινία στις αίθουσες στο ένθετο περιοδικό Homme του Κυριακάτικου Εθνους.]

Bertolucci

Διαβάστε ακόμη: Ας μιλήσουμε πάλι λίγο για τη σκηνή με το βούτυρο στο «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι»