Συνέντευξη

Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη: Το «Harvest» είναι μία ταινία punk

of 10

To Flix συναντά την Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη για μία περιπλάνηση στα αδάμαστα τοπία της Σκωτίας και την ακόμα πιο άγρια ανθρώπινη φύση που παραμένει ίδια μέσα στους αιώνες. Για αυτό και το «Harvest» είναι μία κατάθεση άχρονη κι αναρχική.

Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη: Το «Harvest» είναι μία ταινία punk

Ενα βιβλίο σχεδόν αδύνατον να μεταφερθεί στο σινεμά - το βραβευμένο «Harvest» του Τζιμ Κρέις, ένας μονόλογος ουσιαστικά του βασικού ήρωα που παρατηρεί τη διάλυση της ζωής του όπως την ήξερε, όταν η μικρή αγροτική φάρμα της επαρχιακής Σκωτίας των αρχών του αιώνα, στην οποία ζει και δουλεύει μαζί με μία κοινότητα αγροτών, αλλάζει αφεντικό.

Αυτή την πρόκληση επέλεξε η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη ως την νέα ταινία της, με αυτήν επέστρεψε - δέκα χρόνια μετά το [«Chevalier» (https://flix.gr/cinema/chevalier-review.html).

Τη συναντήσαμε δύο φορές (γιατί μία συζήτηση μαζί της, ποτέ δεν φτάνει) - τόσο στη Βενετία όπου η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο διαγωνιστικό τμήμα του 2024, αλλά και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης που ήρθε για την ελληνική της πρώτη προβολή.

Αθηνά Τσαγγάρη Πλαισιωμένη από το καστ της στο photocall του 81ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας

Αθηνά το «Harvest» βασίζεται στον ομότιτλο μυθιστόρημα του Τζίμ Κρέις, που εκδόθηκε το 2013 και ήταν υποψήφιο για βραβείο Booker. Ποτέ στο παρελθόν δεν βασίζεσαι σε άλλη πρώτη ύλη, τα σενάρια ήταν πάντα πρωτότυπα και δικά σου. Τι σε άγγιξε σ’ αυτό το βιβλίο;

Πράγματι, δεν είναι το στιλ μου να διασκευάζω ξένα κείμενα, όλες οι ταινίες μου μέχρι τώρα βασίζονται σε σενάρια που έχω γράψει εγώ η ίδια. Αυτό το μυθιστόρημα μού το πρότειναν οι παραγωγοί μου- μάλλον υποψιάζονταν ότι θα ανακάλυπτα κάτι πολύ προσωπικό σ’ αυτή την ιστορία. Το διάβασα και το δούλεψα μέσα στην πανδημία, κι αυτό ήταν ένα πολύ μεγάλο δώρο. Μου έδωσε δημιουργική τροφή όταν όλα σταμάτησαν. Ήμουν με τον σύντροφο μου σ’ ένα μικρό νησί στην Ελλάδα, σ’ έναν βράχο στη μέση του Αιγαίου. Κάπως ταίριαξε αυτό που διάβαζα με αυτό που ζούσα. Σκέφτηκα τι σημαίνει να ζεις σε μια ερημιά στη Σκωτία, αποκομμένος από τον έξω κόσμο. Και να έρχεται μία εξωτερική επιρροή, να εμφανίζονται ξαφνικά κάποιοι ξένοι και όλα να ανατρέπονται.

Είναι ένα μυθιστόρημα παλίμψηστο. Ο Τζίμ δεν επικεντρώνεται σε μία θεματική. Εξετάζει τα πρώτα βήματα του Καπιταλισμού, αλλά ταυτόχρονα την κλοπή της γης, το πρώτο μεταναστευτικό κίνημα στο δυτικό κόσμο, το προνόμιο του λευκού αποικιοκράτη που τώρα παίρνουμε ως κανονικότητα - ρατσισμός, ξενοφοβία, σεξισμός, είναι όλα μαζί.»

Τσαγγάρη Κρέις Με τον Τζιμ Κρέις στο London Film Festival

Είναι ένα μυθιστόρημα παλίμψηστο και για αυτό ήταν εξαιρετικά δύσκολη η κινηματογραφική του μεταφορά. Ο ίδιος ο Τζίμ δεν επικεντρώνεται σε μία θεματική, έχει τόσο πλούσιο λόγο και επίπεδα το έργο του. Μπορείς να πεις ότι εξετάζει τα πρώτα βήματα του Καπιταλισμού, αλλά ταυτόχρονα την κλοπή της γης, το πρώτο μεταναστευτικό κίνημα στο δυτικό κόσμο, το προνόμιο του λευκού αποικιοκράτη που τώρα παίρνουμε ως κανονικότητα - ρατσισμός, ξενοφοβία, σεξισμός, είναι όλα μαζί. Με ενδιέφερε πολύ όμως και κάτι ακόμα. Πώς δείχνει να αντιμετωπίζουμε όλα αυτά. Η απάθεια μας ως πολίτες. Η έλλειψη αντίστασης, η παθητικότητα, η δειλία.

Προσπαθήσαμε, με όλους τους συντελεστές, να σεβαστούμε αυτή την πολυπλοκότητα των θεμάτων και να το δούμε ολιστικά όπως του αξίζει. Αλλά με έναν τρόπο δικό μας, κάπως punk- δεν είναι ένα μόνο επίπεδο, δεν είναι ένα μόνο είδος - δεν με ενδιέφερε να κάνω μία ταινία εποχής. Γιατί είναι μία ιστορία που επαναλαμβάνεται ακόμα και σήμερα. Δεν έχει αλλάξει τίποτα.

Τσαγγάρη

Άλλαξες κάτι;

Πήρα κάποιες ελευθερίες, κυρίως όσον αφορά τους γυναικείους χαρακτήρες. Στο μυθιστόρημα, οι γυναίκες γίνονται θύματα αυτού του πατριαρχικού κόσμου και της βίας του. Ήθελα να είναι μαχητικές και σκληρές σε αυτή την κοινότητα δειλών. Και πολλά άλλαξαν ξανά όταν είχα το καστ και τους χώρους γυρισμάτων και ζήσαμε μαζί για ενάμιση μήνα, κάναμε πρόβες και αναπτύξαμε τους χαρακτήρες.

Στην ταινία, οι γυναίκες είναι οι μόνες που αγωνίζονται. Ηταν εξαιρετικά σημαντικό για μένα και τον Τζος, τον συνσεναριογράφο μου, να αναδείξουμε ότι οι μόνες που αγωνίζονται, αντιδρούν, μάχονται είναι οι γυναίκες. Η «Κίτι» για παράδειγμα αντιπροσωπεύει κάποια μορφή αντίστασης σε μία παθητική κοινωνία.

Λατρεύω τη φύση στη Σκωτία - είναι αδάμαστη, άγρια. Κι επειδή η φύση είναι ο κυρίαρχος χαρακτήρας στην ταινία ήθελα να αποτυπώσω αυτή η αγριότητα. Με μάγευε αυτή η αντίθεση: μία φύση ζωντανή, όσο οι άνθρωποι παραμένουν δειλοί κι άπραγοι.»

Τσαγγάρη

Γιατί μετέφερες την πλοκή στη Σκωτία;

Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στην Αγγλία, αλλά εμείς το μεταφέραμε στην Δυτική Σκωτία. Δεν ήθελα ένα αγγλικό τοπίο όπως στο μυθιστόρημα, αλλά κάτι πιο αυθεντικό, πιο τραχύ. Δεν πρέπει να είναι ξεκάθαρο αν η ταινία διαδραματίζεται τον 17ο αιώνα ή αν οι χωρικοί είναι σημερινοί αποστάτες. Με τον σκηνογράφο, τον ενδυματολόγο και τον κάμεραμαν μας, ήταν αμέσως σαφές ότι δεν θα ήταν μια ιστορική ταινία, αλλά ότι θα την αντιμετωπίζαμε ως έναν σύγχρονο κόσμο. Είναι μια διαχρονική ιστορία που επαναλαμβάνεται συνεχώς, στην Ελλάδα, στην Αλαμπάμα ή αλλού.




Επίσης λατρεύω τη φύση στη Σκωτία - είναι αδάμαστη, άγρια. Κι επειδή η φύση είναι ο κυρίαρχος χαρακτήρας στην ταινία ήθελα να αποτυπώσω αυτή η αγριότητα - βέβαια έβρεχε συνέχεια (γελάει) κι εμείς είχαμε περιορισμένες ώρες για γύρισμα. Όμως, με μάγευε αυτή η αντίθεση: ήταν μία φύση ζωντανή, όσο οι άνθρωποι παρέμεναν άπραγοι. Αυτή η αντίστιξη δημιούργησε τη βασική θερμοκρασία, την τονικότητα στην ταινία.

Ψάξαμε και βρήκαμε την περιοχή που ονειρεύτηκα - στο δυτικό τμήμα της χώρας, στην Αρτζιλσαϊρ, κοντά στο Ομπαν. Οδηγούσαμε με την Ρεμπέκα Ο Μπράιαν (την παραγωγό μου), οι δυο μας, πάνω κάτω, ακούγοντας την μουσική που είχα επιλέξει γιατί με ενέπνεε για το γύρισμα του «Harvest», ανεβήκαμε και κατεβήκαμε λόφους και τη βρήκαμε. Εκεί ζούσαμε, εκεί κάναμε πρόβες, εκεί γύρισμα. Δεν υπήρχε απόσταση μεταξύ ζωής και ταινίας. Κάνω ταινίες με μεγάλα διαστήματα ενδιάμεσα γιατί η διαδικασία για μένα είναι πολύ σημαντική - θέλω να ζω τις ταινίες μου, χωρίς όρια μεταξύ ηθοποιών, συνεργείου, δημιουργού. Κι αυτό είναι πολύ απαιτητικό.




Κάλεμπ Λόντρι Τζόουνς

Όλοι οι ηθοποιοί σου είναι εξαιρετικοί, αλλά τι εξωτικό πλάσμα που είναι ο Κάλεμπ Λόντρι Τζοόυνς! Μίλησε μας για τη μέθοδο του. Ήταν πρόκληση να τον σκηνοθετεί κανείς;

Ο Κάλεμπ είναι ο μόνος που θα μπορούσα να φανταστώ εξ αρχής ως Γουόλτ. Τον επισκέφτηκα στο σπίτι του στο Λος Άντζελες και του πρότεινα το ρόλο. Δεν συζητήσαμε για την ταινία - άλλωστε εγώ ποτέ δεν συζητάω αναλυτικά για τους χαρακτήρες, θέλω να τους πλησιάσουν οι ηθοποιοί μου με ό,τι υπάρχει στο σενάριο κι ό,τι ανακαλύψουμε μαζί κατά τη διάρκεια των προβών. Μιλούσαμε για άλλα πράγματα που αγαπάμε - στην τέχνη, την μουσική. Στην ουσία κάναμε οντισιόν ο ένας στον άλλον για να δούμε αν μπορούμε να συνεργαστούμε.

Ο Κάλεμπ μπήκε αμέσως στο ρόλο σωματικά, ως ηθοποιός Μεθόδου. Πάντα αυτό κάνει σε όλες του τις ταινίες. Ξεκινά προετοιμασία μόνος, για πολύ καιρό πριν πάει για γύρισμα. Κατάλαβα ότι δέχτηκε να παίξει, γιατί δεν μου το είπε ποτέ ξεκάθαρα (γελάει), όταν μου ζήτησε καθηγητή διαλέκτου. Με το που έφτασε στις πρόβες μιλούσε Σκωτσέζικα και δεν σταμάτησε ποτέ. Κανένας από το καστ ή το συνεργείο δεν άκουσε την πραγματική, τεξανή προφορά του Κάλεμπ παρά μόνο στο wrap party.

Ο Κάλεμπ μπήκε αμέσως στο ρόλο σωματικά, ως ηθοποιός Μεθόδου. Εγινε φίλος με τους αγρότες της περιοχής, βοήθησε στο μάντρωμα των προβάτων, έμαθε τις ονομασίες των αγριόχορτων και των δέντρων, έφτιαξε τα δικά του ξύλινα μαχαιροπίρουνα. Μιλούσε Σκωτσέζικα και δεν σταμάτησε ποτέ. Κανένας από το καστ ή το συνεργείο δεν άκουσε την πραγματική, τεξανή προφορά του, παρά μόνο στο wrap party.»

Κάλεμπ Λόντρι Τζόουνς

Αφού του έστειλα το σενάριο, το μόνο που είπε ήταν: «Αθήνα, πήγαινέ με εκεί όσο το δυνατόν νωρίτερα. Θέλω να έχω χώμα κάτω από τα νύχια μου». Ήθελε να βυθιστεί βαθιά, να ζήσει στο χωριό που χτίσαμε στα Σκωτσέζικα Χάιλαντς για την ταινία. Εγινε αμέσως φίλος με τους αγρότες της περιοχής, βοήθησε στο μάντρωμα των προβάτων, έμαθε τις ονομασίες των αγριόχορτων και των δέντρων, έφτιαξε τα δικά του ξύλινα μαχαιροπίρουνα, έγινε ένα με αυτό το τοπίο.

Βέβαια να τον σκηνοθετείς είναι μία πρόκληση. Ήταν εντελώς ανεξέλεγκτος! Δεν έκανε ποτέ δύο φορές το ίδιο πράγμα. Γνωρίζαμε εκ των προτέρων ότι θα αφοσιωνόταν με κάθε κύτταρο του σώματός του σε αυτή τη μέθοδο, αλλά παρόλα αυτά τσακωνόμασταν συνεχώς. Αυτές οι διαμάχες ήταν πολύ εποικοδομητικές και για τους δυο μας. Μπορείς να τσακωθείς πραγματικά μόνο με κάποιον που σέβεται αυτό που κάνεις.

Το «Harvest» είναι μια punk ταινία. Μεγάλωσα ως αναρχική. Προωθώ το δημιουργικό χάος και την αναρχία και νιώθω πολύ άνετα σε αυτό το περιβάλλον.»

Τσαγγάρη

Γυρίσματα στις ερημιές της Σκωτίας λοιπόν, φυσικοί φωτισμοί, πολυπληθές καστ. Μεγάλες και πολλές οι προκλήσεις. Τι σε ενθουσίασε στην όλη διαδικασία, τι σε τρόμαξε;

Ο ενθουσιασμός ταυτόχρονα συνοδευόταν με τον τρόμο σε όλα τα στάδια αυτής της περιπέτειας - από την ανάγνωση του βιβλίου μέχρι και το μοντάζ (γελάει). Κοιτά, ήταν πολύ δύσκολη ταινία να γίνει. Και μία ταινία που παίζει με τα είδη και παραμένει αχαρτογράφητη - υπάρχουν θραύσματα ιστορίας εποχής, ψυχολογικού δράματος, folk horror, western, ακόμα και κωμωδίας. Όλα μαζί.

Διάλεξα φυσικούς φωτισμούς γιατί αισθάνθηκα δέος μπροστά στο φυσικό τοπίο, δεν ήθελα να επέμβω. Μαζί με τον Σον (σ.σ. τον DP της, Σον Πράις Γουίλιαμς) αποφασίσαμε ότι δε θέλουμε να παρέμβουμε, αλλά να σεβαστούμε το περιβάλλον κι ό,τι αυτό μάς προσφέρει. Η φύση μάς έδινε δώρα. Ταυτόχρονα, ήταν αδύνατον να φωτίσεις τα τεράστια σετ και τα εδάφη - ειδικά με τον τρόπο που κάνω εγώ γύρισμα.

Το «Harvest» είναι μια punk ταινία. Μεγάλωσα ως αναρχική. Προωθώ το δημιουργικό χάος και την αναρχία και νιώθω πολύ άνετα σε αυτό το περιβάλλον.

Ήταν ένα γύρισμα trans - μπαίναμε στο σετ με τη 16άρα κάμερα, πηγαίναμε πλάνο και δεν κόβαμε. Γυρνούσαμε όλη τη σκηνή σε χορογραφία. Τρεις λήψεις και τέλος. Και μετά η επόμενη σκηνή κι η επόμενη. Ήταν πολύ συγκεκριμένες οι ώρες που είχες φως, πολύ συγκεκριμένοι οι χώροι, δεν μπορούσαμε να κάνουμε υπερωρίες και έπαιρνε πάρα πολύ χρόνο να ντυθούν όλοι οι ηθοποιοί. Οπότε τελικά είχαμε 5 ώρες ωφέλιμες την μέρα γύρισμα. Και πολλές μέρες το πρόγραμμα ήθελε 5 σκηνές. Οπότε μία σκηνή ανά ώρα. Όλο αυτό ήταν πολύ απαιτητικό. Όμως είχα ένα μεγάλο πλεονέκτημα: είχα 3 εβδομάδες για πρόβες. Οπότε όταν βρεθήκαμε στον χώρο, ήμασταν ήδη μία ομάδα - μπροστά και πίσω από την κάμερα. Υπήρχε μία φοβερή συνέργεια και συντροφικότητα.

Τσαγγάρη Κάλεμπ Λόντρι Τζόουνς

Έχει μία ιδιαίτερη τονικότητα η ταινία. Είχες κάποιες αναφορές; Κινηματογραφικές ή μη;

Ναι, ξεκινώντας την ταινία φυσικά κι ανέτρεξα στο ύφος ζωγράφων και εικαστικών της εποχής για να πιάσω τον τόνο που ήθελα. Ο Πίτερ Μπρίγκελ ήταν μεγάλη επιρροή, όπως κι ο Ρέμπραντ. Η πρόκληση ήταν να πας από τον μεγάλο καμβά (που είναι η φύση), στα σκαμμένα πρόσωπα όπως τα χρησιμοποιώ στα mise en scène μου. Δεν ήθελα τεχνητό φως, ήθελα φυσικό φως. Εξηγούσα στον DP μου ότι είμαστε εκεί ως παρατηρητές, οπότε και τη νύχτα ήθελα μόνο αναμμένους δαυλούς. Τον παίδεψα λίγο. Αλλά αυτή την εικόνα ήθελα - να είναι λασπωμένη και σκοτεινή.

Επίσης, η αγαπημένη μου εποχή στον παγκόσμιο κινηματογράφο είναι το αμερικανικό σινεμά των 70ς. Oπότε ένα γουέστερν της τάξης του «McCabe & Mrs. Miller» του Ρόμπερτ Αλτμαν είναι η δική μου πυξίδα για το πώς γυρίζει κανείς κάτι μπερδεμένο, βρώμικο, χαοτικό, με πολλούς χαρακτήρες, περιθωριακούς, αμαρτωλούς, losers. Που προσπαθούν να δαμάσουν τη φύση, αλλά η φύση είναι το μόνο που μένει εκεί, ανίκητο.

Τσαγγάρη

Να μου επιτρέπει μία ανάγνωση; Η εικόνα των ξένων να φτάνουν από το νερό, η γυναίκα που φορά το σάλι της σαν μαντήλα, ανέσυρε τις δικές μου αποσκευές βλέποντας την ταινία. Μίλησε μέσα σου το ελληνικό βίωμα; Που βλέπουμε συνεχώς εικόνες ξένων να καταφθάνουν από το Αιγαίο και τη Μεσόγειο στη γη μας;

Ναι, αυτό δεν υπάρχει στο βιβλίο αλλά για μένα ήταν πολύ σημαντικό να φτάσουν από το νερό. Δεν ξέρεις από που. Έρχονται από έναν κόσμο μακρινό, έπρεπε να διασχίσουν θάλασσες για να φτάσουν, θάλασσες σε εποχές που δεν σκεφτόσουν καν ότι μπορείς να διασχίσεις. Αυτό σήμαινε ότι υπήρχε ένας ολόκληρος κόσμος, άγνωστος. Κι ένας λόγος που έβαλε αυτούς τους ανθρώπους σε βάρκες. Όπως και σήμερα. Όπως πάντα. Για μένα δεν είναι πρόσφυγες, είναι άνθρωποι σε μετακίνηση. Όπως είμαστε όλοι μας.

Η απραξία μας ως πολίτες του κόσμου είναι εκκωφαντική. Είμαστε μουδιασμένοι, απαθείς θεατές της Ιστορίας, καταναλωτές όλων αυτών που συμβαίνουν - ακόμα και μιας γενοκτονίας σε live μετάδοση.»

Τσαγγάρη Από την πρεμιέρα του «Harvest» στη Νέα Υόρκη

Αυτό όμως είναι και η απόδειξη ότι δεν πρόκειται για μία ταινία εποχής, έτσι δεν είναι; Σχολιάζεις το τώρα. Η ταινία μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ - δυστυχώς.

Ναι, δυστυχώς. Δεν αφορά την Αγγλία του Μεσαίωνα. Είναι μια ιστορία που συμβαίνει παντού, σε κάθε γωνιά του κόσμου. Τη βλέπω σαν μία δυστοπική ματιά στο παρόν και στο μέλλον. Σ' ένα σκοτεινό μέλλον που πάντα παραμονεύει. Ενα sci fi παραμύθι για το παρόν της ανθρωπότητας. Η απραξία μας ως πολίτες του κόσμου, η θέση μας ως θεατές είναι εκκωφαντική. Είμαστε θεατές μιας Ιστορίας που συμβαίνει δίπλα μας, μπροστά μας, δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν την βλέπουμε - μάς βομβαρδίζουν οι πληροφορίες και εικόνες με κάθε λεπτομέρεια. Πολύ περισσότερο από όσο μπορούμε να αντέξουμε. Έχουμε μουδιάσει. Είμαστε μουδιασμένοι, απαθείς, καταναλωτές όλων αυτών που συμβαίνουν - ακόμα και μιας γενοκτονίας σε live μετάδοση.

Για αυτό με ενδιέφερε να είναι μία ιστορία άχρονη. Ακόμα και σκηνογραφικά, δεν θέλαμε να είμαστε εξαιρετικά πιστοί. Πέσαμε πάνω σε κάτι σπίτια με κόκκινες σκεπές και ήταν υπέροχα - δεν ήθελα να τα αλλάξω. Αλλά μετά βρήκαμε κάποια ιστορικά βιβλία που έλεγαν ότι εκείνη την εποχή άρχισαν να κατασκευάζουν σπίτια από κόκκινο σίδηρο. Οπότε ήταν σαν να συνωμότησαν όλα να μας χαρίσουν αυτό που ζητούσαμε.

Παίξαμε πάντως και με τα κουστούμια και τη σκηνογραφία, και τις ερμηνείες, ακόμα και τη γλώσσα. Υπάρχουν πολλοί διάλεκτοι στην ταινία - από την ποιητική γλώσσα του Τζίμ, μέχρι σύγχρονη ιδιωματική Σκωτσέζικη, αλλά και πάρα πολλά είδη προφορών - πχ οι βρισιές των ξένων πάνω στο σταυρό.

Ήθελα με όλα αυτά να δημιουργήσω κάτι το απροσδιόριστο, το αμφιλεγόμενο και για αυτό διαχρονικό και κατεπείγον σύγχρονο. Ο Γουόλτ αντιπροσωπεύει όλα όσα είμαστε σήμερα, τώρα: αδύναμοι, δειλοί, φοβισμένοι μπροστά στην εξουσία, κοιτάμε τη δουλειά μας και μένουμε αμέτοχοι. Η τέχνη του να μην κάνεις τίποτα, για τίποτα.

To «Harvest» κυκλοφορεί στις ελληνικές αίθουσες την Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου από το Cinobo