Συνέντευξη

Θίο Αλεξάντερ: Από τα «Μετέωρα» στη Berlinale

of 10

Τον γνωρίσαμε ως Θοδωρή Ζουμπουλίδη στον «Ελ Γκρέκο» του Γιάννη Σμαραγδή, αλλά τον μάθαμε καλύτερα ως βρικόλακα Τάλμποτ στον τρίτο κύκλο επεισοδίων του «True Blood». Τώρα στα «Μετέωρα» του Σπύρου Σταθουλόπουλου είναι παραγωγός και πρωταγωνιστής, επιστρέφοντας πίσω στην Ελλάδα δια μέσου του διαγωνιστικού του φεστιβάλ Βερολίνου.

Θίο Αλεξάντερ: Από τα «Μετέωρα» στη Berlinale

Συναντηθήκαμε στην Αθήνα λίγες μέρες πριν φύγει για το Βερολίνο όπου την ερχόμενη Κυριακή θα περπατήσει στο Κόκκινο χαλί της Berlinale για να παρουσιάσει μια ταινία που όπως λέει, ξεκίνησε σαν μια τρελή ιδέα, μερικά χρόνια πριν. Οπως άλλωστε και η απόφασή του να γίνει ηθοποιός αφήνοντας ανεκμετάλλευτες τις σπουδές του στη διοίκηση επιχειρήσεων και μη υπακούοντας στις επιθυμίες των δικών του, που θα προτιμούσαν μια πιο συμβατική καριέρα. Μιλώντας μαζί του, αντιλαμβάνεσαι ότι πιθανότατα δεν είχε άλλη επιλογή, αφού το πάθος του για την δουλειά του είναι κάτι παραπάνω από εμφανές. Μιλήσαμε μαζί του για την υπέροχη περιπέτεια της καινούριας του ταινίας «Μετέωρα» εν αναμονή της πρώτης της προβολής που έχει ήδη δημιουργήσει ένα σημαντικό buzz στο φεστιβάλ του Βερολίνου.

Πως γνωριστήκατε με τον Σπύρο Σταθουλόπουλο;

Οταν έκανε την πρώτη του ταινία μιλούσα με τον πατέρα μου και μου έλεγε για έναν Έλληνα από την Κολομβία που πήγε στις Κάννες. «Πρέπει να τον βρεις» μου είπε. Ετσι λίγο καιρό αργότερα του έστειλα ένα μέιλ λέγοντάς του απλά μπράβο για την επιτυχία της ταινίας κι ένα γεια. Ο Σπύρος βρισκόταν στο Λος Αντζελες τότε και έτσι βρεθήκαμε, γνωριστήκαμε, είδαμε ότι πολεμάμε για τα ίδια πράγματα, χαίρομαι πολύ όταν βρίσκω τέτοιου είδους συντρόφους. Θυμάμαι να συζητάμε και να του λέω ότι για μένα ήταν ένα σπουδαίο παράδειγμα αυτό που έκανε με το «PVC-1». Χωρίς λεφτά χωρίς καμιά σιγουριά πήγε στη ζούγκλα κι έκανε μια σπουδαία ταινία. Δυστυχώς τα πράγματα είναι έτσι, κανείς δεν θα σου δώσει τη μεγάλη σου ευκαιρία. Πρέπει να την φτιάξεις μόνος σου...

Και τελικά καταλήξατε να κάνετε μαζί μια τέτοια ταινία...

Είχε περάσει ήδη περισσότερο από ένας χρόνος από την πρώτη μας γνωριμία, ο Σπύρος εξακολουθούσε να διαβάζει σενάρια προκειμένου να βρει την ταινία που θα έκανε στο Χόλιγουντ, δίχως αποτέλεσμα. Και κάποια στιγμή με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει, είσαι έτοιμος; θα κάνουμε ταινία. Ένας μοναχός και μια μοναχή στα Μετέωρα. Ηρθε στο Λος Αντζελες και ξεκινήσαμε να δουλεύουμε την ιστορία μαζί και με έναν ακόμη φίλο μου τον σεναριογράφο Ασημάκη Παγίδα. Αυτό που θέλαμε ήταν να αφηγηθούμε μια ιστορία με τρόπο διαφορετικό του παραδοσιακού. Το σενάριο γράφτηκε σαν μια σειρά από τριάντα tableau vivant, τριάντα σκηνές που θα ακολουθούν μια σεναριακή γραμμή, αλλά που στην καρδιά τους θα λειτουργούσαν αυτοσχεδιαστικά. Χρειάστηκαν περίπου τέσσερις μήνες για να γραφτεί το σενάριο από τον Ασημάκη και τον Σπύρο και δεν το δείξαμε πουθενά, δεν ψάξαμε για χρηματοδότηση, αποφασίσαμε να το γυρίσουμε μόνοι μας.

Πως ήταν τα γυρίσματα;

Οι συνθήκες ήταν εντελώς guerilla. Κυριολεκτικά πήραμε τα βουνά. Να βρίσκουμε το κατάλληλο σημείο και ο Σπύρος να λέει «πάμε, εδώ, γύρισμα». Κι εγώ ήμουν συνέχεια in character εφόσον όλη μέρα σχεδόν από τα χαράματα μέχρι τη δύση του ήλιου τριγυρίζαμε αναζητώντας σημεία για να πάμε πλάνο. Ολο το φιλμ γυρίστηκε με φυσικό φως, σε 21 μόλις μέρες, με ελάχιστα χρήματα. Οταν τηλεφώνησα στη φίλη μου Γιολάντα Μαρκοπούλου που ανέλαβε τελικά τη διεύθυνση παραγωγής, δεν είχαμε ακόμη ούτε την βασική ηθοποιό, δεν είχαμε budget ούτε καν για ξενοδοχείο στη Καλαμπάκα. Ολο το συνεργείο κατέληξε να μένει στο σπίτι του Αριστοτέλη Καραμάνου που μας έκανε τα σκηνικά και του οποίου η καταγωγή είναι από την Καλαμπάκα. Γίνανε πράγματα σε αυτή τη ταινία που νομίζω ήταν σαν θέλημα θεού.

Μιλάς για το Θεό. Ποια η σχέση σου μαζί του, με την εκκλησία;

Με την εκκλησία δεν ξέρω τι ακριβώς σχέση έχω, αλλά με τον μοναχισμό έχω άλλη σχέση, του έχω μεγάλο σεβασμό. Και η αλήθεια είναι πως πριν γυρίσουμε την ταινία είχα κάποιες αμφιβολίες για το αν η ιστορία που θέλουμε να αφηγηθούμε είναι βλάσφημη. Είχα μιλήσει με έναν μοναχό ακριβώς γι αυτό και μου είχε πει, πως αν ο θεός θέλει να γίνει η ταινία θα γίνει. Αν όχι, δεν θα γίνει ποτέ. Νομίζω ότι είχε δίκιο. Πολλά πράγματα σε αυτή τη ταινία λειτούργησαν με έναν τρόπο παράξενο. Οπως για παράδειγμα η επιλογή της Ταμίλα Κουλίεβα για τον ρόλο της Μοναχής. Το οποίο ήταν μια ιδέα της μητέρας μου. «Εχει αυτό το βλέμμα» μου είπε και από εκείνη τη στιγμή η εικόνα της στον ρόλο κόλλησε στο μυαλό μου και τελικά έγινε πραγματικότητα.

Και για σένα, πόσο εύκολο ήταν να υποδυθείς ένα μοναχό, έναν χαρακτήρα που υποθέτω στην ταινία έχει και μια συμβολική υφή. Πως προσέγγισες τον ρόλο;

Πήγα στο άγιο όρος για να κλέψω ματιές να κλέψω στιγμές να δω τι σημαίνει να είσαι μοναχός. Ρώτησα μάλιστα έναν μοναχό, του είπα κάνω μια ταινία στην οποία θα υποδυθώ έναν μοναχό. Αν θα έπρεπε να δείξω κάτι, αν θα θέλατε να δώσω κάτι στους θεατές τι θα ήταν αυτό; του πήρε σχεδόν ένα τέταρτο για να απαντήσει και τελικά μου είπε «να δείξεις ότι κάθε μέρα πέφτουμε και κάθε μέρα σηκωνόμαστε γιατί είμαστε κι εμείς άνθρωποι». Και κάτι άλλο που ήθελα να δείξω είναι ότι τα μάτια τους είναι μάτια παιδιών. Όταν δεν έχουν περάσει στην άλλη πλευρά. Τα μάτια τους έχουν την παιδικότητα του θεού. Και νομίζω ότι ο χαρακτήρας μου όταν παρασύρεται από τον έρωτα γίνεται παιδί. Και η αγαπημένη του είναι ο θεός του.

Πως θα περιέγραφες το φιλμ. Τι θα ήθελες να ξέρει κάποιος πριν τη δει;

Θέλει να ακροβατεί μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας, όπως και ο χρόνος του φιλμ που ποτέ δεν διευκρινίζεται. Είναι μια ταινία για τον έρωτα, την αγάπη και είναι όπως και η αγάπη, άχρονη. Δεν θέλαμε να προσδιορίσουμε τον χρόνο, μια που νομίζω ότι ούτε οι μοναχοί έχουν την ίδια αίσθηση του χρόνου που έχουμε εμείς που προσπαθούμε να ορίσουμε τη ζωή μας, συχνά την μιζέρια μας μέσω αυτού. Νομίζω πως η ταινία μοιάζει λίγο με ποίημα, όσο κι αν αυτό ακούγεται υπερφίαλο. Ομως δεν μπορώ να την περιγράψω αλλιώς. Και πρέπει να πως ότι έχουμε κάνει μια εξαιρετική δουλεία με animation το οποίο δουλεύτηκε από μια εξαιρετική ομάδα στο Βερολίνο με επικεφαλής τον Φρανκ Γκόβερε. Ενα στοιχείο που της δίνει μια ιδιαίτερη αίσθηση, μια κατανυκτική ατμόσφαιρα και την κάνει να μοιάζει με μια ιστορία βγαλμένη από βυζαντινές αγιογραφίες.

Ολα τα νέα, οι ανταποκρίσεις, οι συνεντεύξεις, οι φωτογραφίες και φυσικά οι κριτικές των ταινιών του 62ου Διεθνού Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου εδώ.