Η σχολική χρονιά τελειώνει και ο μπαμπάς του μικρού Νικόλα έχει μια φανταστική ιδέα: θα πάνε οικογενειακές διακοπές σ’ ένα υπέροχο ξενοδοχείο δίπλα στη θάλασσα, όπου θα λιαστούν, θα ξεκουραστούν και θα περάσουν θαύμα. Τα σχέδια της οικογένειας ανατρέπονται ελαφρώς όταν η πεθερά αποφασίζει ν’ ακολουθήσει, το θέρετρο πλημμυρίζει από βροχές, η εποπτεία των παιδιών φέρνει υπερκόπωση κι ένας Ιταλός σκηνοθέτης σπέρνει τη διχόνοια στο ζευγάρι. Ο μόνος που περνά αληθινά υπέροχα, είναι ο μικρός Νικόλας!
Ο Λοράν Τιράρ μεταφέρει για δεύτερη φορά τις περιπέτειες του Μικρού Νικόλα στη μεγάλη οθόνη, στήνοντας μια πληθωρική κωμωδία με εξαιρετική ποπ αισθητική της δεκαετίας του ’60. Από τα φωτεινά χρώματα των μαγιό και των πλαστικών σκουφιών για τα μαλλιά, μέχρι τα ρετρό αυτοκίνητα, την επίπεδη, ολοζώντανη, σα βγαλμένη από κόμικ της εποχής φωτογραφία, το ντεκόρ του «Μικρού Νικόλα» είναι και το μεγαλύτερο αβαντάζ της ταινίας.
Ο νέος πρωταγωνιστής, ο πρωτοεμφανιζόμενος Ματέο Μπουασελιέ, είναι σπιρτόζικος και χαριτωμένος, παρότι την παράσταση κλέβει ο Καντ Μεράντ στο ρόλο του ταλαίπωρου πατέρα, όπως και στην πρώτη ταινία. Ενα φιλμ με κεντρικούς ήρωες ένα μάτσο αγοράκια ορκισμένα να κάνουν τη ζωή των γονιών τους εφιάλτη, δεν μπορεί παρά να είναι διασκεδαστικό. Ωστόσο, ο Τιράρ, μαζί με τον σταθερό του συν-σεναριογράφο Γκρεγουάρ Βινιερόν (και με τον Βέλγο σκηνοθέτη Ζακό Βαν Ντορμέλ της «Ογδοης Μέρας»), επιλέγει να εκποιήσει το σοφιστικέ, κυνικό χιούμορ των αυθεντικών δημιουργών του ήρωα, Σεμπέ και Γκοσινί, για μια πιο προβλέψιμη, φαρσική κωμωδία που απέχει από την οξυδέρκεια του πρωτότυπου, αλλά εξασφαλίζει ρέον γέλιο και, οπωσδήποτε, ένα δυνατό box office.
Η ταινία θα προβάλλεται σε δύο εκδοχές: μεταγλωττισμένη στα ελληνικά, αλλά και στην αυθεντική της μορφή με ελληνικούς υπότιτλους.
.
Μεταγλωττισμένο στα ελληνικά: