Eνας άντρας φτάνει σε μια μαγευτική παραλία της Αυστραλίας. Θέλει να κάνει σερφ μαζί με τον γιο του. Η παραλία βρίσκεται στο μέρος όπου μεγάλωσε και που τώρα επιστρέφει, με σκοπό να αγοράσει το σπίτι των παιδικών του χρόνων. Μόνο που τίποτα δεν πηγαίνει όπως το έχει υπολογίσει. Το σπίτι διεκδικείται και από άλλους αγοραστές με ζεστό ρευστό, ενώ η είσοδος στην παραλία μπλοκάρεται από τους ντόπιους σέρφερ που δεν αφήνουν κανέναν ξένο να καταπατήσει την περιοχή τους.

Το παιδί φεύγει, η ώρα περνάει, ο άντρας επιμένει. Τηλεφωνεί διαρκώς στον μεσάζοντα που θα του εξασφαλίσει ένα γρήγορο δάνειο για να μην χάσει το σπίτι και δεν χάνει από τα μάτια του την ομάδα των αντρών που σιγά σιγά αρχίζει να γίνεται ολοένα και πιο απειλητική. Ο ήλιος καίει. Ο άντρας δεν έχει χρήματα, το κινητό του τελειώνει, τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και την τρέλα έχουν γίνει ρευστά. Επιμένει. Η μανία του να ξεσκεπάσει την άτυπη «μαφία» της παραλίας δεν έχει τέλος. Ακόμη και όταν δεν έχει πραγματικά τίποτα να κερδίσει.

Αυτή είναι η ιστορία της μίας ιδέας γύρω από την οποία περιστρέφεται ο Λόρκαν Φίνεγκαν στη δεύτερη εδώ ταινία του μετά το «Vivarium» - θύμα κι εκείνο της «παραξενιάς» του που, παρά την συμπαθή του εξέλιξη, δεν οδηγούσε τελικά πουθενά. Οχι, ότι το «The Surfer» δεν οδηγεί κάπου, αλλά η διαδρομή του θυμίζει περισσότερο μια άσκηση πάνω στην τρέλα και την παραισθησιογόνα δύναμη του ήλιου, παρά ένα καθαρόαιμο (ψυχολογικό) θρίλερ που, στον πυρήνα του, επιθυμεί (φευ…) να είναι ένα σχόλιο για την τοξική αρρενωπότητα που να τσουρουφλίζει.

Χωρίς spoilers, αν και στην πραγματικότητα τίποτα δεν είναι υπόθεση πλοκής σε μια ταινία χωρίς πλοκή, η ομάδα των ντόπιων διαχειρίζεται την παραλία ως ένα προνόμιο για νεοσύλλεκτους που προκειμένου να το κερδίσουν πρέπει πρώτα να υποφέρουν. Από το «αν δεν είσαι από εδώ, δεν κάνεις σερφ» μέχρι το «για να κάνεις σερφ, πρέπει πρώτα να υποφέρεις», το «The Surfer» ανοίγεται σε ένα ματσίσμο που με τη μορφή κυμάτων ξεκινάει από το ηλιοκαμμένο gang και φτάνει μέχρι τις σχέσεις πατεράδων και υιών σε μια επιπλέον υποπλοκή που προδίδει και τον (παραμορφωτικό) καθρέφτη μέσα από τον οποιό γινομάστε μάρτυρες αυτών που εξελίσσονται μπροστά στα μάτια μας.

Αυτή είναι και η πιο ενδιαφέρουσα (και πιο ανεκμετάλλευτη) πτυχή μιας ταινίας που τελικά ενδίδει μόνο στην ένταση και την κορυφούμενη μανία του ήρωα της, χάνοντας από νωρίς μια υφή Ντέιβιντ Λιντς που δεν αναπτύσσεται ποτέ, την έμπνευσή της από τις ταινίες των 70s αλλά και τις πολλαπλές αναφορές της στο «The Swimmer» του Φρανκ Πέρι με τον Νίκολας Κέιτζ να «κολυμπά» στα απάτητα νερά του ανθρώπινου εξευτελισμού προκειμένου να επιστρέψει... σπίτι. Θαρραλέος (και λίγα λέμε) για ακόμη μια φορά, δίνει σάρκα και οστά σε έναν ήρωα που θα μπορούσε να είναι και ο… Νικόλας Κέιτζ, καθώς μέσα στην αρχετυπική ανωνυμία του γίνεται ένας χαρακτήρας που ζει ταυτόχρονα εντός και εκτός κινηματογραφικών ορίων.

Πίνοντας βρώμικο νερό από την άσφαλτο και γεμάτος εγκαύματα από τον ήλιο, ο Κέιτζ εικονογραφεί πάνω στο κορμί του τον άντρα που πρέπει να απωλέσει όλα τα χαρακτηριστικά του προκειμένου να γίνει ο αρχηγός της αγέλης σε έναν κύκλο βίας, εξουσίας και παράνοιας που δεν σταματά ποτέ. Ούτε όταν για πολλή ώρα η ταινία του Φίνεγκαν επαναλαμβάνεται, τριπάρει και ξεκινάει πάλι από την αρχή, αφήνοντας μερικές μόνο «ακραίες» σκηνές (όπως αυτήν με τον αρουραίο…) να γίνονται οι εφήμεροι μα ουδέποτε ουσιαστικοί λόγοι της χωρίς αντηλιακό έκθεσης της στην σύγχρονη modernité.