Η επιλογή ενός σκηνοθέτη να γυρίσει σε ασπρόμαυρο στη σύγχρονη εποχή είναι από μόνη της μια δήλωση και μπορεί να οφείλεται σε αισθητικούς λόγους, ως ένας φόρος τιμής σε περασμένα κινηματογραφικά ρεύματα ή απλώς να είναι μια φορμαλιστική επίδειξη εντυπωσιασμού. Στο (σχεδόν) τρίωρο «Painted Bird» του Τσέχου Βάτσλαβ Μαρχούλ, όμως, το ασπρόμαυρο φαντάζει μονόδρομος, γιατί στο ζοφερό σύμπαν στο οποίο επί 169 λεπτά καταδύεται δεν υπάρχει θέση για κανένα χρώμα, καμία απόχρωση, καμία ελπίδα.
Tο ομότιτλο βιβλίο του Γέρζι Κοζίνσκι, ενός εξόριστου στις Ηνωμένες Πολιτείες επιζήσαντα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου Πολωνοεβραίου συγγραφέα, σύγχρονου και φίλου του Ρομάν Πολάνσκι, δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά (και σύμφωνα με τον συγγραφέα γράφτηκε) στα αγγλικά και προκάλεσε πάταγο με την κυκλοφορία του. Η (διαφημισμένη και αρχικά επιβεβαιωμένη από τον συγγραφέα) αυτοβιογραφική οδύσσεια του μικρού αγοριού στα δάση και τα χωριά της πολωνικής υπαίθρου, όπου φυγαδεύτηκε από τους γονείς του προκειμένου να επιβιώσει από τις γερμανικές διώξεις και το σίγουρο θάνατο στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, γεμάτη από κακουχίες, βασανιστήρια και την αποκάλυψη των πιο φρικτών και σκοτεινών πτυχών της ανθρώπινης υπόστασης στα πρόσωπα των ιθαγενών χωρικών και των στρατιωτών όλων των πλευρών, γνώρισε τεράστια εκδοτική και καλλιτεχνική επιτυχία, προκάλεσε όμως γρήγορα όχι μόνο την κατακραυγή στην Πολωνία για τον συγγραφέα, αλλά και μια συστηματική έκτοτε επίθεση και κριτική με την κατηγορία ότι όλα όσα περιγράφονται στο βιβλίο δε συνέβησαν ποτέ στον Κοζίνσκι, αλλά ήταν προϊόν της φαντασίας του με σκοπό τον εύκολο εντυπωσιασμό.
Στο σκάνδαλο που προκλήθηκε, ο συγγραφέας προσπάθησε να διασκευάσει τις αρχικές δηλώσεις του, υποστηρίζοντας στις μεταγενέστερες εκδόσεις του βιβλίου ότι αυτά που περιγράφει είναι μόνο εμπνευσμένα από τα βιώματά του κι ότι ο αφηγητής δεν είναι ο ίδιος σε παιδική ηλικία αλλά ένας φανταστικός χαρακτήρας που έπλασε για να αποστασιοποιηθεί από τη φρίκη. Το κακό, όμως, είχε ήδη γίνει. Η φήμη του αμαυρώθηκε και ο ίδιος δεν μπόρεσε ποτέ να επανέλθει, ενώ όλη αυτή η ιστορία σε συνδυασμό με διάφορα άλλα τραγικά περιστατικά στη ζωή του (και τα τραύματα της παιδικής του ηλικίας, φυσικά) οδήγησαν στην αυτοκτονία του.
Ακόμα κι αν δεν έχει διαβάσει κανείς το βιβλίο, ωστόσο, η εναρκτήρια σκηνή είναι αρκετή για να μυήσει το θεατή στο έρεβος που ακολουθεί. Ενα αγόρι τρέχει στο δάσος έχοντας στην αγκαλιά του το αγαπημένο του κατοικίδιο. Αλλα παιδιά το κυνηγούν κι όταν το πιάνουν το χτυπούν και βάζουν φωτιά στο ζώο το οποίο ουρλιάζει μέσα στις φλόγες. Αν στην Πολωνία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η παιδική ηλικία κρύβει τόση αγριότητα, ο κόσμος των μεγάλων είναι ο ορισμός του ζόφου. Και το αγόρι είναι καταδικασμένο να τον βιώσει. Με πρόσκαιρο καταφύγιο μια αγροικία στο δάσος, όπου μια «θεία» του το φιλοξενεί μακριά από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής, το αγόρι, του οποίου το όνομα δεν αποκαλύπτεται, έχει μόνο μια φωτογραφία από τους γονείς του και την κοιτάζει περιστασιακά για να μην ξεχάσει τα πρόσωπά τους. Οταν, όμως, η ηλικιωμένη θεία του πεθάνει και το σπίτι πάρει φωτιά, το αγόρι θα βρεθεί μόνο στο έλεος ενός ανάλγητου κόσμου.
O,τι ακολουθήσει θα χωριστεί σε κεφάλαια, κάθε ένα εκ των οποίων θα επεκτείνει και θα επιτείνει ακόμα περισσότερο τα βάσανα του αγοριού. Με ένα πρωτοφανές αντισημιτικό μένος, το μελαχρινό και σκουρόχρωμο παρουσιαστικό του αγοριού θα αναζωπυρώσει τις δεισιδαιμονίες των χωρικών, οι οποίοι θα το θεωρήσουν πηγή του κακού και θα βγάλουν πάνω του τα χειρότερα ένστικτά τους. Οι σκηνές είναι πραγματικά σοκαριστικές, για γερά νεύρα και στομάχια και η κάμερα του Μαρχούλ θα τις καταγράψει μέσα στο μανιχαϊστικό ασπρόμαυρο ενός σκοταδιστικού κόσμου, όπου δεν υπάρχει καμία ανθρωπιά και καμία αξιοπρέπεια, μόνο η λάσπη, το αίμα και η καταχνιά. Παρ’ όλα αυτά το αγόρι θα επιβιώσει. Στο βλέμμα του η πληγωμένη αθωότητα θα μετατραπεί σταδιακά σε ένα αδιαπέραστο κενό κι όταν τελικά επέλθει η «σωτηρία» από τα σοβιετικά στρατεύματα ένας νέος κύκλος θα ανοίξει, όπου το κακό απλώς θα αλλάξει στολή και πρόσωπο.
Θυμίζοντας το ανεπανάληπτο «Ελα να Δεις» του Ελεμ Κλίμοβ, αυτό το ανελέητο ξερίζωμα οποιασδήποτε αρετής από την ανθρώπινη φύση δίνει μόνο σποραδικά κάποιες νότες αισιιοδοξίας και καλοσύνης, οι οποίες όμως είναι παραπλανητικές, καθώς συνήθως προμηνύουν ακόμα χειρότερα δεινά για το μικρό αγόρι, του οποίου η ταυτότητα κονιορτοποιείται, με πρώτη απώλεια το όνομά του που κανείς δεν γνωρίζει και το οποίο δεν αποκαλύπτει, παρά μόνο στο συγκλονιστικό τελευταίο πλάνο, εκεί όπου μια συνάντηση θα οδηγήσει το αγόρι στη συνειδητοποίηση ότι όσο αυτό κρυβόταν στο δάσος συντελούνταν μια γενοκτονία της οποίας οι λιγοστοί επιζώντες απέμειναν με έναν αριθμό χαραγμένο στο χέρι, για να θυμίζει την ελάχιστη απόσταση που μπορεί να χωρίσει τελικά τον άνθρωπο από το κτήνος.
Και το «Βαμμένο Πουλί» του τίτλου, ένα ακόμα βάρβαρο παιχνίδι στο οποίο βάφουν τα φτερά ενός πουλιού με μπογιά και το αφήνουν ελεύθερο για να του επιτεθούν τα υπόλοιπα, γίνεται το σύμβολο της απότομα κι οδυνηρά χαμένης συλλογικής αθωότητας, ένα ανεπούλωτο κινηματογραφικό τραύμα, του οποίου οι εικόνες θα συνεχίσουν να στοιχειώνουν το μυαλό του θεατή για πολύ καιρό, αφού πέσουν οι τίτλοι τέλους.