Οταν μία ταινία ξεκινά με δύο αδερφάκια να βλέπουν σοκαρισμένα τον πατέρα τους να ισοπεδώνεται από μια δεξαμενή κατά τη διάρκεια ενός τυφώνα, με τα σύννεφα να παίρνουν στη συνέχεια τη δυσοίωνη μορφή μιας νεκροκεφαλής μπροστά στα έντρομα παιδικά τους μάτια, τότε ξέρεις ότι αυτό που θα ακολουθήσει έχει όλες τις προοπτικές για μια ένοχη κινηματογραφική απόλαυση που (δεν) σέβεται τον εαυτό της – κι ακόμα λιγότερο τον θεατή.
Είκοσι πέντε χρόνια μετά την ανεκδιήγητη (και ξεκαρδιστική για όλους τους λάθος λόγους) εναρκτήρια αυτή σεκάνς, τα δύο ενήλικα πλέον αδέλφια ζουν αποξενωμένα, ο ένας δουλεύοντας ως μετεωρολόγος για την κυβέρνηση και ο άλλος πνίγοντας τον πόνο του στο ποτό και κάνοντας δουλειές του ποδαριού στην επαρχιακή πόλη της Αλαμπάμα όπου μεγάλωσαν. Οταν ο πρώτος επιστρέφει για να μελετήσει έναν τυφώνα πρωτοφανούς ισχύος, θα ενώσει τις δυνάμεις του με τον αδελφό του και μια κυβερνητική πράκτορα προκειμένου να εμποδίσουν τη ριψοκίνδυνη απόπειρα μιας σπείρας να ληστέψει 600 εκατομμύρια σε χαρτονομίσματα που αποσύρονται από την κυκλοφορία σε ομοσπονδιακό θησαυροφυλάκιο της περιοχής, εκμεταλλευόμενη την εκκένωση και τον αποκλεισμό της πόλης λόγω του ακραίου φαινομένου.
Σκηνοθέτης ταινιών όπως οι πρώτοι «Μαχητές των Δρόμων» και το «xXx», ο Ρομπ Κοέν ειδικευόταν πάντα σε ιλουστρασιόν b-movies υψηλού προϋπολογισμού που εγκατέλειπαν και την παραμικρή αληθοφάνεια έξω από τη σκοτεινή αίθουσα για να επιδοθούν σε –κάποτε διασκεδαστικές– περιπέτειες δράσης γεμάτες απίθανες καταδιώξεις, φτηνούς εντυπωσιασμούς και επιδείξεις μάτσο υπεροχής. Στη «Συμμορία του Τυφώνα», όμως, καταφέρνει να ξεπεράσει ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό σε υπερβολή, κάνοντας τις προηγούμενες δημιουργίες του να μοιάζουν συγκριτικά με σινεμά βεριτέ.
Δεν είναι οι ακόμα πιο εξωφρενικές σκηνές δράσης και κατακλυσμιαίας καταστροφής που θέλουν σπίτια και τεράστιες νταλίκες να στροβιλίζονται στον αέρα σαν τραπουλόχαρτα, ούτε οι καταγέλαστες επιστημονικοφανείς εξηγήσεις. Δεν είναι οι πιο χάρτινοι από ποτέ χαρακτήρες, τα ανόητα ηθικά διλήμματα και οι ανεγκέφαλοι διάλογοι που μοιάζουν να υφίστανται απλά διεκπεραιωτικά ως αναγκαία περάσματα μέχρι το επόμενο σαρωτικό κύμα ψηφιακών εφέ. Ολα αυτά θα μπορούσαν να είναι τουλάχιστον αστεία, αν δεν ήταν τόσο αφόρητα προβλέψιμα και καρτουνίστικα (κι όχι με την καλή έννοια), δίχως κάποιο ψήγμα έμπνευσης ή έστω μια δόση ειρωνείας που θα μπορούσαν να μετατρέψουν την ταινία σε μια πραγματική ένοχη απόλαυση. Τουλάχιστον τα «Sharknado» είχαν ιπτάμενους καρχαρίες…