Ο τίτλος της ταινίας του Γιούρι Μπίκοφ είναι κυριολεκτικός και μεταφορικός.

Ολόκληρη η ταινία διαδραματίζεται μέσα σε ένα εργοστάσιο, την ίδια στιγμή που μέσα στα σπλάχνα του «παράγεται» σε ισχυρές δόσεις ανθρώπινη απελπισία που απλώνεται πάνω στο χάρτη μιας χώρας που έχει στηρίξει προ πολλού την ευημερία της πάνω στη διαφθορά, την αναλγησία, ένα κύκλο βίας που κάνει την καθημερινότητα να μοιάζει με εμπόλεμη ζώνη.

Όλα ξεκινούν σε ένα εργοστάσιο στη Ρωσία, όταν ο ιδιοκτήτης του ανακοινώνει στους εργάτες πως η επιχείρηση έχει πτωχεύσει και πως θα μείνουν άνεργοι. Μια ομάδα εργατών, με επικεφαλής τον Σεντόι, πρώην στρατιώτη με ανοιχτά σωματικά και ψυχικά τραύματα, θα οργανώσουν την απαγωγή του ιδιοκτήτη προκειμένου να ζητήσουν λύτρα κι έτσι να πληρωθούν τα χρήματα που τους χρωστάνε, ξεσκεπάζοντας ταυτόχρονα το διεφθαρμένο σύστημα που τους αντιμετωπίζει ως παράπλευρες απώλειες ενός αδίστακτου καπιταλιστικού συστήματος.

Πολύ περισσότερο και από τον «Ηλίθιο» του 2015, το «Εργοστάσιο» του 2018 φέρνει τον Γιούρι Μπίκοφ στις παρυφές του φιλμ νουάρ, ακριβώς στο σημείο όπου αυτό φλερτάρει με το αστυνομικό θρίλερ. Γυρισμένο με «χολιγουντιανή» μαεστρία, βυθισμένο μέσα στο πηχτό σκοτάδι στο οποίο πνίγονται οι ήρωες του και με στιγμές πραγματικής αγωνίας, το φιλμ ξεδιπλώνεται κι αυτό κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Κυριολεκτικά, ο θεατής βρίσκεται κι αυτός εγκλωβισμένος μέσα στο εργοστάσιο, σε μια διαρκή θέση αγωνίας και ανατροπών, με τους μπράβους του ιδιοκτήτη να παραμονεύουν και την αστυνομία να περιμένει τη λάθος στιγμή για να επέμβει. Μεταφορικά, το πραγματικό θρίλερ διαδραματίζεται ανάμεσα στους εργάτες και τον απαχθέντα ιδιοκτήτη, μια φιγούρα που - θέλοντας και μη - παραπέμπει, χωρίς να κατονομάζεται στον Βλάντιμιρ Πούτιν.

Πικρό σχόλιο για αναλώσιμους εργάτες, βορά στα καπιταλιστικά σχέδια των ισχυρών ή απλά ένα πορτρέτο μιας κοινωνίας ανώνυμων ανθρώπων που βρίσκεται διαρκώς στη θέση του ηττημένου, αδύναμη μπροστά στην ολοκληρωτική έλλειψη δικαιοσύνης, έτοιμη να διακινδυνεύσει ξανά και ξανά, αφού δεν έχει πλέον τίποτα να χάσει;

Στον κενό χώρο ανάμεσα στην κυριολεξία και τη μεταφορά, ο Γιούρι Μπίκοφ γίνεται περισσότερο καταγγελτικός απ’ όσο αντέχει το genre που έχει επιλέξει, θεωρεί δεδομένο πως ο κόσμος (άρα και η ταξική πάλη;) αφορά μόνο τους άντρες με τις γυναίκες να απουσιάζουν ολοκληρωτικά από το φιλμ, καταλήγει συχνά μονοδιάστατος, επαναλαμβανόμενος και διδακτικός, όχι όμως και λιγότερο αιχμηρός απέναντι σε σύστημα που θα ευνοεί αδιάκριτα και στο διηνεκές μόνο τους ισχυρούς.