Αρχές δεκαετίας του 70, Σαν Φρανσίσκο, Union Square. Ενα μονοπλάνο κατασκοπεύει την πλατεία από τον ουρανό και μάς προσγειώνει, αργά, θολά, μπερδεμένα, μέσα στο πλήθος του κόσμου - μέρα μεσημέρι. Η κάμερα δεν εστιάζει, χάνεται ανάμεσα σε ανθρώπους που κάνουν βόλτα, άλλους που χαζεύουν από τα παγκάκια, παιδιά που τρέχουν, έναν ενοχλητικό μίμο που ακολουθεί και περιπαίζει τους περαστικούς. Ο ήχος είναι εξίσου θολός - μέσα από τη βαβούρα της πλατείας, παράσιτα, λευκό θόρυβο και ηλεκτρονικές παρεμβολές, κρυφακούμε κομμάτια μιας κατακερματισμένης συνομιλίας. Οταν η κάμερα αποφασίζει να κόψει, μάς αποκαλύπτει την ομάδα του Χάρι Κολ: ένας τοποθετημένος στην ταράτσα γειτονικού κτιριού με τηλεσκοπικό μικρόφωνο, δύο ανάμεσα στο πλήθος με τελευταίας τεχνολογίας κοριούς σε σακούλες για ψώνια, άλλος σε βανάκι που ηχογραφεί τα πάντα κι ο ίδιος ο Χάρι σ' ένα παγκάκι, με το ακουστικό στο αυτί να παρακολουθεί σε πλήρη επαγρύπνηση την καλοκουρδισμένη διαδικασία. Δεν είναι τυχαία ο καλύτερος της πιάτσας. Ενας ντετέκτιβ, ειδικός στις παρακολουθήσεις, σπεσιαλίστας στις ηχογραφήσεις. Αυτή η αποστολή τον θέλει να καταγράψει τη συνομιλία ενός παράνομου ζευγαριού. Εντολέας του, ο απατημένος σύζυγος, ένας πλούσιος επιχειρηματίας που διαθέτει 15.000 δολάρια για να βρει αποδείξεις εναντίον της γυναίκας του. Ο Χάρι όμως δεν νοιάζεται για το αντικείμενο της υπόθεσής του. Ποτέ δεν εμπλέκεται προσωπικά. Ψυχρός, μεθοδικός, αποτελεσματικός θέλει μόνο να παραδώσει μία καθαρή ηχογράφηση, να πληρωθεί, να τελειώνει. Το ζευγάρι είναι ανήσυχο, κινείται σε κύκλους ανάμεσα στον κόσμο. «Αν ήξερε, θα μάς σκότωνε». Ξαφνικά, αυτή η φράση θα περάσει κάτω από το δέρμα του και θα τον στοιχειώσει. Θα πατήσει το record στις δικές του ενοχές...

Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα στο διάλειμμά ανάμεσα στα δύο του αριστουργηματα, τον Νονό 1 (1972) και 2 (1974), αποφασίζει να γυρίσει ακόμα ένα - μία μικρότερη σε κλίμακα, πολύ προσωπική, εμβληματική για το 70ς αμερικανικό σινεμά ταινία. Εμπνευσμένος από μία συζήτηση που είχε για τη σύγχρονη κατασκοπεία με τον συνάδελφό του Ιρβιν Κέρσνερ, θέλησε να αποτυπώσει σε φιλμ, όχι μόνο την εντυπωσιακή, για την εποχή της, εξέλιξη της τεχνολογίας στην παρακολούθηση, αλλά τις συνέπειές της στον άνθρωπο - κι αυτόν που εποπτεύεται, κι εκείνον που εποπτεύει. Ενα ψυχολογικό νεο-νουάρ θρίλερ που μάς παρασύρει να συνθέσουμε κάτι παραπάνω από λέξεις και προτάσεις αυτής της συνομιλίας. Να καταλήξουμε με την μεγάλη εικόνα ενός κόσμου που καταργεί την ιδιωτικότητα και μουδιάζει τους ανθρώπους στην αδιαφορία και την απομόνωση - κυριολεκτικά και ηθικά.

Ο Χάρι Κολ είναι το παράδειγμα ενός τέτοιου κόσμου. Ενας μοναχικός λύκος. Ζει στο γυμνό από έπιπλα κι αντικείμενα διαμέρισμά του, βλέπει μια γυναίκα επισκεπτικά και χωρίς συναίσθημα στο δικό της, κλειδώνει με τριπλές κλειδαριές τις πόρτες του και κανείς δεν έχει το τηλέφωνό του. Ανεξαρτήτως καιρού, κυκλοφορεί με την αδιάβροχη καπαρντίνα του - σαν φορεσιά, ασπίδα, προστασίας. Ακόμα και το όνομά του («Caul») σημαίνει «αμνιωτική μεμβράνη» - το υλικό που απομονώνει το έμβρυο από το περιβάλλον του. Το ότι η σπιτονοικοκυρά του χρησιμοποίησε το δεύτερο κλειδί για να του αφήσει ένα πακέτο στο πάτωμα, ένα δώρο για τα γενέθλιά του, τον εξοργίζει. Οτι κάποιος μπορεί να διαβάζει την αλληλογραφία του, τον ανατριχιάζει. Το ότι ξέρει να κατασκοπεύει, οπότε ξέρει ότι μπορεί και να κατασκοπεύεται, τον οδηγεί στην παράνοια.

Ο Χάρι δεν είναι ένας ανήθικος άνθρωπος. Είναι προϊόν της εποχής και της χώρας του. Η Αμερική εκπαιδεύει τους πολίτες των ανεξέλεγκτων αστικών κέντρων της σε μία επιβεβλημένη αδιαφορία: να κοιτούν τη δουλειά τους. Κι όταν η δουλειά τους είναι η παραβίαση της ιδιωτικής ζωής του άλλου, να μην νιώθουν άσχημα: τη δουλειά τους κάνουν (μέσα στα χρόνια, μάς έμαθαν να παπαγαλίζουμε κι εμείς το «it's not personal, it's business»). Επιπλέον, σ' ένα μεγαλύτερο, πολιτικό πλαίσιο, μιλάμε για την Αμερική του Watergate: όλοι παρακολουθούνται, όλα καταγράφονται, κανείς δεν μπορεί να κρυφτεί - ούτε ο ίδιος ο Πρόεδρος.

Η 70ς (μετα-Βιετνάμ) Αμερική είναι και κάτι ακόμα: το τέλος της πλάνης του αμερικανικού ονείρου, το τέλος της αθωότητας. Αυτό αποτυπώνεται στο σινεμά της εποχής, αυτό ενδιαφέρει και τον Κόπολα: οι ήρωες είναι πλέον αντι-ήρωες. Παλεύουν με τους δαίμονές τους, έχουν βρώμικα χέρια.

Κι ο παγωμένος, ρομποτικός Χάρι δεν μπορεί να γλιτώσει από αυτό. Παθαίνει εμμονή με αυτή τη συνομιλία. Δεν παραδίδει τις κασέτες, αλλά κάθεται επί ώρες και τις «καθαρίζει» μέσα στο στούντιο που έχει χτίσει στη σοφίτα του. Προσπαθεί να συνθέσει το ηχητικό παζλ, ακούγοντας όλες τις λήψεις, ξανά και ξανά. Αγωνιά να καταλάβει, να αποκτήσει τον έλεγχο απέναντι στις ενοχές του. «Αν ήξερε, θα μάς σκότωνε». Πόσο μπορείς να συνεχίζεις να κάνεις τη δουλειά σου, όταν η δουλειά σου θα οδηγήσει σε μια δολοφονία; Οταν αυτό το ερώτημα φωλιάσει μέσα σου, ξεκινά η κάθοδος προς την κόλαση. Μία σκηνή εξομολόγησης σε ιερέα (πόσο ειρωνικό και συμβολικό: εξ' ορισμού, κι αυτή η θρησκευτική τελετουργία καταργεί την ιδιωτικότητα) φανερώνει ότι τον κυνηγούν οι ερινύες του. Δε θα ήταν η πρώτη φορά που η δουλειά του έκανε κακό σε ανθρώπους.

Ο Κόπολα κινηματογραφεί τον Χάρι από απόσταση, με μονοπλάνα που σε κάνουν να νιώθεις την απέραντη μοναξιά του, και με κοντινά που σφίγγουν όλο και περισσότερο, αποτυπώνοντας τον ηθικό του εγκλωβισμό, το αδιέξοδο και τον πανικό του. Ο Τζιν Χάκμαν τον ερμηνεύει αριστουγηματικά - δεν προσπαθεί να τον κάνει συμπαθή, τον αφήνει εκτεθειμένο, ανήσυχο, ιδρωμένο, χαμένο, γυμνό στο δικό μας ηδονοβλεπτικό βλέμμα. Η φωτογραφία του Μπιλ Μπάτλερ είναι θολή, κατακερματισμένη, υποδηλώνοντας τη συναισθηματική απομόνωση, την ένταση, τη σύγχιση του ήρωα. Παράλληλα, το περιβάλλον με τους ουρανοξύστες και τις επιχειρήσεις με τους δαιδαλώδεις διαδρόμους, καταγράφεται ψυχρά, αποστειρωμένα. Ζούμε σ' έναν αδίστακτο κόσμο. Το σύστημα δεν έχει συναίσθημα.

Ομως αυτό το θρίλερ δεν στηρίζει το σασπένς του στην εικόνα. Aκολουθώντας αριστοτεχνικά τη θεματική του, είναι ένα masterclass στον ήχο. Ο Κόπολα το ήξερε από την αρχή ότι εκεί θα βασιστεί. Για αυτό και πρότεινε και στον συνεργάτη του, Γουόλτερ Μαρτς, να μην αναλάβει μόνο το sound design, αλλά και το μοντάζ της ταινίας (καταλήγοντας με βραβεία BAFTA και στις δυο κατηγορίες). Με μοτίβο την εμμονική, κυκλική επανάληψη της συνομιλίας, αλλά παίζοντας με τα παράσιτα και τις διαφορετικές στάθμες, ο Μαρτς ρυθμίζει τη θερμοκρασία του νουάρ και παρασύρει τον θεατή στην αγωνία να καταλάβει. Να διαχωρίσει το αντικειμενικό από το υποκειμενικό. Αποκρυπτογραφούμε τι πραγματικά συμβαίνει ή έχουμε κι εμείς χαθεί μέσα στην παράνοια του Χάρι; Βλέπουμε την πραγματικότητα ή υπνοβατούμε σε όνειρο, σε εφιάλτη;

Ακόμα και η υγρή, υπνωτική τζαζ στο σάουντρακ λειτουργεί άψογα για να αποτυπώσει την μελαγχολία της μοναξιάς. Ο Χάρι τα βράδια παίζει σαξόφωνο πάνω από τους αγαπημένους του δίσκους του Ντιουκ Ελινγκτον και του Πολ Ντέσμοντ. Σαν να προσπαθεί να επιβληθεί στους ήχους που ακούει. Λες και η τζαζ μπορεί να οργανωθεί. Ή η ζωή του να αποκτήσει έλεγχο.

Από τον «Σιωπηλό Μάρτυρα» του Χίτσκοκ, μέχρι το «Blow Up» του Αντονιόνι, αλλά και τον «Αγνωστο Κώδικα» του Χάνεκε, το σινεμά εξετάζει την ευθύνη του ανθρώπου απέναντι σε όσα συμβαίνουν δίπλα και γύρω του. Οταν δεις ή ακούσεις κάτι, έχεις επιλογή. Θα κοιτάξεις τη δουλειά σου ή θα παρέμβεις; Ο Κόπολα δεν θα απαντήσει εύκολα. Η συνομιλία του με τη συλλογική μας συνείδηση θα είναι ψιθυριστή. Η κάθαρση δε θα έρθει. Προτιμά να γκρεμίσει τις ψευδαισθήσεις μας, να ξηλώσει το σκηνικό ασφάλειας, να αποκαλύψει τα σαθρά θεμέλια των κοινωνιών που χτίσαμε. Κατοικούμε σε μητροπόλεις εκατομμυριών, αλλά τελικά ζούμε και πεθαίνουμε μόνοι. Με αναμμένο το κόκκινο φωτάκι της κάμερας και του ήχου του Μεγάλου Αδελφού.