Oλοι γνωρίζουν πια την ιστορία του Σπάιντερμαν. Στα 16 του, ο Πίτερ Πάρκερ δαγκώθηκε από μία ραδιενεργή αράχνη και του δόθηκαν ικανότητες, όπως και να σκαρφαλώνει τοίχους και να εκτοξεύει ιστούς, με τις οποίες πολεμάει μία γκάμα κακών ως μασκοφόρος υπερήρωας.
Tο 2018, κυκλοφόρησε μία ταινία κινουμένων σχεδίων, τέσσερα χρόνια στα σκαριά, η οποία ακολούθησε ένα νέο Σπάιντερμαν, ονόματι Μάιλς Μοράλες, ο οποίος συνεργάστηκε με άλλους πέντε Σπάιντερμαν από διαφορετικές διαστάσεις για να σώσει το πολυσύμπαν από την καταστροφή. Η ταινία «Spider-Man: Μέσα στο Αραχνο-Σύμπαν», με το χιούμορ της, το συναισθηματικό της εκτόπισμα και τον πρωτότυπο τρόπο κινουμένων σχεδίων της, που συνδύαζε 2D και 3D, αποτέλεσε μία φρέσκια νέα προσέγγιση στον κινηματογράφο των υπερηρώων, και έγινε σύντομα μία αναπάντεχη επιτυχία κριτικά και εμπορικά, με πολλούς με την ονομάζουν ως μία από τις καλύτερες ταινίες κινουμένων σχεδίων όλων των εποχών.
Πέντε χρόνια μετά ο Μάιλς επιστρέφει σε μία νέα περιπέτεια, μαζί με πάνω από 250 διαφορετικούς Σπάιντερμαν η οποία θα τον φέρει αντιμέτωπο με τον τρόπο που διαφοροποιείται ο ίδιος από τους υπόλοιπους Σπάιντερμαν, σε ένα ψυχεδελικό έπος δυόμιση όρων το οποίο προσφέρει ό,τι ακριβώς άρεσε από την πρώτη ταινία και πολλά περισσότερα, χωρίς να παραμελεί τον ανθρώπινο πυρήνα στην στο κέντρο της.
Αυτό που κάνει την πιο άμεση εντύπωση στον θεατή είναι ο τρόπος που η ταινία διαχειρίζεται τα κινούμενα σχέδια. Η πρώτη ταινία είχε μία μοναδική εμφάνιση, η οποία συνδύαζε δισδιάστατο και τρισδιάστατο σχέδιο. Το στιλ αυτό έχει αντιγράφει πάρα πολύ τα ενδιάμεσα χρόνια, από ταινίες όπως τις πιο πρόσφατες προσθήκες στο κατάλογο της DreamWorks μέχρι και τηλεοπτικές σειρές όπως το «Arcane». Η νέα ταινία ναι μεν παρουσιάζει πάλι το ίδιο σύμπαν όταν βρίσκεται στο σύμπαν του Μάιλς, ωστόσο «πειράζει» το σχέδιο όταν βρίσκεται στα σύμπαντα τον άλλων Σπάιντερμαν. Για παράδειγμα, το σύμπαν της Γκουέν, εναλλακτική θηλυκή εκδοχή του Σπάιντερμαν, παρουσιάζεται με ένα σχέδιο το οποίο παραπέμπει σε νερομπογιά, ενώ το στίλ του πανκ Σπάιντερμαν παρουσιάζεται με τρόπο που θυμίζει τα φυλλάδια και τα φανζίν της πανκ κουλτούρας του 1970.
Εξερευνώντας πολλά διαφορετικά σύμπαντα, σε αντίθεση με το πρώτο που εξερευνούσε μόνο το σύμπαν του Μάιλς, οι καλλιτέχνες εδώ αφήνονται να δείξουν το πλήρες ταλέντο τους με κάθε ευκαιρία που τους δίνεται. Το αποτέλεσμα είναι μια οπτικά πλούσια, ρευστή (με πολλούς πιθανούς τρόπους) ταινία, η οποία μπορεί από το ρεαλιστικό να φτάσει στο ψυχεδελικό στην ίδια σκηνή με έναν απόλυτα οργανικό τρόπο.
Ο κάθε Σπάιντερμαν είναι σχεδιασμένος με ένα διαφορετικό στιλ, από δισδιάστατο μέχρι 3D και από stop-Motion μέχρι και live action. Αυτό κάνει κάθε πλάνο να μοιάζει με οπτική πανδαισία το οποίο δεν πρόκειται να αφήσει κανέναν ανικανοποίητο. Εκτός από το σχέδιο, ο κάθε Σπάιντερμαν έχει και διαφορετικό χαρακτήρα, που ερευνάται ικανοποιητικά στην κάθε σκηνή που εμφανίζονται. Αν και δεν έχουν όλοι, φυσικά, ίσο χρόνο στην οθόνη, οι βασικοί πέντε έχουν τον απαραίτητο χρόνο για να εξελιχθούν και να αναδειχθούν ως ξεχωριστοί χαρακτήρες, από παλιούς, όπως η Γκουέν, που της προστίθεται εδώ ένα συναισθηματικό βάθος, μέχρι και καινούργιους, όπως ο Μιγκέλ Ο’Χαρά/ Σπάιντερμαν 2099, ο οποίος έχει έναν πιο γκρίζο, αλλά κατανοητό ρόλο στην όλη υπόθεση της ταινίας.
Τέλος, υπάρχει η ιστορία της ταινίας, που είναι δύσκολο να μιλήσει κάποιος γι' αυτήν χωρίς να μπει σε λεπτομέρειες. Tα βασικά σημεία είναι, όμως, ότι ο Μάιλς είναι υπεύθυνος, λόγω των δράσεων του στην προηγούμενη ταινία, για τη νέα απειλή στο πολυσύμπαν και ότι ουσιαστικά δεν μπορεί να ανταποκριθεί ακριβώς στις νέες του υποχρεώσεις -ή έτσι πιστεύει. Αυτό που ακολουθεί είναι μια ψυχεδελική, αυτοαναφορική, αστεία και συνάμα συναισθηματική Οδύσσεια, στην οποία ο Μάιλς και οι φίλοι του ανακαλύπτουν πράγματα για τους εαυτούς τους, για το τι ακριβώς υποτίθεται ότι είναι Σπάιντερμαν και κατά πόσο πρέπει κάποιος να συμμορφώνεται πλήρως στο αυστηρό πρότυπο του Πίτερ Πάρκερ, που η ιστορία του για πάνω από 60 χρόνια αναφέρεται με έναν πολύ έξυπνο τρόπο. Σε μια εποχή που οι υπερηρωικές ταινίες έχουν γίνει ολοένα και πιο τυποποιημένες, η ταινία αυτή προκαλεί ενεργά την έννοια της τυποποίησης, τόσο με την συνεχώς εξελισσόμενη και γεμάτη ανατροπές ιστορία της όσο και με την συζήτηση που δημιουργεί γύρω της αναφορικά με το προαναφερθέν πρότυπο.
Η ταινία δικαιώνει την διαφορετικότητα και την αντιμετώπιση των αντιξοοτήτων με τον ξεχωριστό τρόπο του καθένα μας, θέτοντας ζητήματα προσωπικής ευθύνης. Παράλληλα, για τους φαν, απαντάει πολλά ερωτήματα από την πρώτη ταινία που πολλοί δεν έχουν σκεφτεί καν, όπως το μοτίβο του νούμερου 42.
Ωστόσο, η ιστορία κόβεται στα μισά, καθώς αυτή υπόσχεται να συνεχίσει το επόμενο σίκουελ. Χρειάζεται πολύ παραπάνω εξερεύνηση για να βρεθεί λύση και «ορθή» αντιμετώπιση του τελικού προβλήματος της ταινίας, και οι χαρακτήρες βρίσκονται σε πολύ διαφορετικά και όχι απαραίτητα καλύτερα σημεία στο τέλος της ταινίας, που αφήνουν τον θεατή να περιμένει με αγωνία το επόμενο κεφάλαιο. Μπορεί έτσι δίκαια να συγκριθεί με το «Infinity War» της Μάρβελ.
Συμπέρασμα, η ταινία αποτελεί μία ισάξια, και πολλές φορές καλύτερη, συνέχεια της πρώτης. Mε δυναμικό σχέδιο, ανθρώπινους χαρακτήρες και μία ιστορία γεμάτη εκπλήξεις, είναι μία ταινία που σίγουρα μπαίνει στην ιστορία μαζί με τον προκάτοχό της, και που αποδεικνύει ότι το μέσο των κινουμένων σχεδίων καθώς και οι υπερηρωικές ταινίες - παρά τις αντιδράσεις - δεν έχουν αγγίξει ακόμη τα ύψη στα οποία μπορούν να φτάσουν.