Βορράς, δάσος, χιόνι, σιωπή. Μια χούφτα άντρες μεταφέρουν σε μια σχεδία, κατά μήκος του ποταμού, ένα κουφάρι, ένα φρεσκοσκοτωμένο τάρανδο. Σιωπή - τίποτα στη διαδρομή τους και στην αυστηρή φύση γύρω τους δεν μυρίζει πόλεμο. Για λίγο. Οι Γερμανοί στρατιώτες παγιδεύουν τη σχεδία και τους άντρες και τεμαχίζουν, μεθοδικά και διεξοδικά, το ζώο.
Το έτος είναι 1943 και οι Ούγγροι στρατιώτες, σύμμαχοι των Γερμανών Ναζί, είναι υπεύθυνοι για την «εκκαθάριση» της Ουκρανίας, οργώνουν τα δάση και τις αγροτικές περιοχές για να εντοπίσουν τους Ρώσους παρτιζάνους. Εκεί θα βρεθεί ο Ιβάν Σεμέτκα, σιωπηλός κι αυτός, φωτογράφος με αποστολή να απαθανατίζει τα τραγικά ενσταντανέ του πολέμου. Ενα ζοφερό γύρισμα της τύχης θα φέρει τον Ιβάν επικεφαλής του μικρού λόχου. Ερχεται μαζί με την ευθύνη και η άφεση για όσα φρικιαστικά συμβαίνουν μπροστά στα μάτια του; Υπάρχει μέσα του, μέσα σ' οποιονδήποτε, η δύναμη να σταματήσει τη βία ή, τουλάχιστον, να μιλήσει καθαρά γι' αυτή;
Ο Ούγγρος Ντένες Νάγκι, στο ντεμπούτο του στη μυθοπλασία, κάνει μια αντιπολεμική ταινία αργή και υποβλητική, μονότονη και σκοτεινή τόσο, ώστε κανείς να μην μπορεί να γλιτώσει από την οδύνη της. Δεν έχει νόημα ν' αποστρέψεις το βλέμμα: τίποτε από τη θηριωδία του πολέμου δεν συμβαίνει μπροστά στην κάμερα - εκεί βλέπουμε μόνο πρόσωπα, μάτια, τις αντιδράσεις σ' αυτήν, την ενοχή, τον τρόμο. Οχι μακριά, νοηματικά, από το ντεμπούτο του συμπατριώτη του Λάζλο Νέμες, «Ο Γιος του Σαούλ», ο Νάγκι ακολουθεί μια εξίσου εστέτ προσέγγιση, αλλά από μια άλλη πλευρά. Οχι του ρεαλισμού, αλλά ενός μοντέρνου εξπρεσιονισμού. Κοντινά στα πρόσωπα, στις λεπτομέρειες, μια αυξανόμενη αίσθηση γκροτέσκ, εικόνες σχεδόν μονόχρωμες, στο «φυσικό χρώμα» του πολέμου, δηλαδή της λάσπης και του σκοταδιού, στις οποίες με κόπο διακρίνεις τη δράση. Και γυρισμένη με το «φυσικό φως» που μόνο αμυδρά σκεπάζει το Κακό και μόνο διστακτικά προσφέρει μια (θρησκευτική;) κάθαρση.
Η ουγγρική, η πανανθρώπινη ενοχή για τον πόλεμο λειτουργεί ως μια παραβολή για τη σημερινή ανάληψη ευθύνης, απέναντι στο νεοναζισμό, στο ρατσισμό, στη βία. Με εργαλείο ανθρώπους που, συχνά άθελά τους, έζησαν με τα πιο χαμερπή ένστικτα της φύσης τους και επιβίωσαν, στη σιωπή, με μια αμφιλεγόμενη στωικότητα. Το «Natural Light» είναι μια ταινία για λίγους, αλλά μια ταινία για όλους.