Σε μια γειτονιά της Βηρυτού, ένα συνεργείο του δήμου, διορθώνει κατασκευαστικά λάθη στους δρόμους, τρύπες στο οδόστρωμα. Κάτω από το μπαλκόνι του Τόνι και της εγκύου γυναίκας του Σιρίν, ο εργοδηγός Γιασέρ θα βραχεί από τα νερά του μπαλκονιού τους και θα του ζητήσει να προσέχει και δίχως την άδειά του θα δοκιμάσει να διορθώσει την υδρορροή τους. Μόνο που στην διάρκεια αυτής της σύντομης διαδικασίας, οι δυο άντρες θα έρθουν σε αντιπαράθεση και μια προσβλητική κουβέντα του Γιασέρ προς τον Τόνι, θα γίνει η αρχή μιας αντιπαράθεσης που γρήγορα θα ξεφύγει από τον έλεγχό τους.
Η ουσία της βεβαίως βρίσκεται όχι στην ίδια την πράξη ή τα λόγια που ειπώθηκαν –και στη συνέχεια στις πράξεις που θα ακολουθήσουν- μα στην ίδια τους την ταυτότητα, στο γεγονός ότι ο Τόνι είναι χριστιανός Λιβανέζος κι ο Γιασέρ Παλαιστίνιος και στο πως ο πρώτος δεν κρύβει ιδιαίτερα την εχθρότητά του απέναντι στους Παλαιστινίους.
Και με αφορμή μερικές μόνο λέξεις, το φιλμ του Νταουεϊρί θα δοκιμάσει να μιλήσει για κάτι πολύ μεγαλύτερο για το εκρηκτικό φυλετικό και θρησκευτικό καζάνι που βράζει στην Λιβανέζικη κοινωνία αλλά κι ολόκληρη την μέση ανατολή. Μονο που ο τρόπος που θα επιλέξει να το κάνει, αρχικά σαν να αντιγράφει –μάλλον χοντροκομμένα- τις ηθικές διελκυστίνδες του σινεμά του Ασγκάρ Φαραντί και στη συνέχεια δανειζόμενος τα φτηνά κόλπα μια τηλεοπτικής δικαστικής σειράς, δείχνει τετριμμένος και υπερβολικά βαρύγδουπος.
Οι προσθέσεις μπορεί να είναι καλές και η ιδέα πως κανείς δεν έχει μονοπώλιο στην ιδιότητα του μάρτυρα εν δυνάμει αξιοσημείωτη, μα το «The Insult» είναι προφανές σε όλα όσα έχει να πει, όπως το «ο φανατισμός είναι κακός» ή «δεν είναι ντροπή να ζητάς συγνώμη» και η κινηματογραφική του γλώσσα είναι βουτηγμένη στην υπερβολή και το μελόδραμα.