Oταν η ταυτότητα ενός πράκτορα της CIA αποκαλύπτεται μαζί με την μυστική του αποστολή, εκείνος θα δώσει μάχη με το χρόνο προκειμένου να δραπετεύσει προτού τον εντοπίσουν οι ειδικές δυνάμεις του Αφγανιστάν. Για να τα καταφέρει, θα χρειαστεί τη βοήθεια του διερμηνέα του, ο οποίος μπορεί να έχασε τον γιο του από τους Ταλιμπάν, αλλά κατηγορεί τις δυτικές δυνάμεις για τη συνέχιση του αιματοκυλίσματος.

Το μόνο πράγμα που θα πρέπει να γνωρίζει κανείς προκειμένου να αποφύγει μια ακόμα τέτοιους είδους ταινία, μετά μάλιστα το τουλάχιστον πιο ενδιαφέρον «Αρρηκτος Δεσμός» του Γκάι Ρίτσι, είναι ότι το «Kandahar: Σημείο Διαφυγής» πρόκειται για την τρίτη συνεργασία του σκηνοθέτη Ρικ Ρόμαν Βο με τη «μούσα» του, τον Τζέραλντ Μπάτλερ, μετά και τις ταινίες «Ο Φύλακας Αγγελος Eπεσε» και «Greenland: Το Τελευταίο Καταφύγιο».

Αν και αυτή η πληροφορία δεν είναι αρκετή, τότε ας γίνει γνωστό πως η νέα τους ταινία προσπαθεί σκληρά να γίνει κάτι το τουλάχιστον ενδιαφέρον και καταλήγει τίποτα περισσότερο από ένα αδιάφορο κατασκοπευτικό θρίλερ, με ένα σενάριο στο οποίο τα πάντα βαδίζουν στην πεπατημένη οδό του αναμασημένου κλισέ, με πομπώδεις μονολόγους και βαρύγδουπες δηλώσεις που σε αφήνουν, τουλάχιστον, ασυγκίνητο. Δεν πείθει κανέναν όμως ούτε όταν προσθέτει και τις απαραίτητες δόσεις δράματος, που στην ουσία δεν ενδιαφέρουν κανέναν (ούτε τους ήρωες της ταινίας), για να δώσει στην πλοκή της τον λόγο να γίνει κάτι παραπάνω από μια απλή αφορμή η οποία συνδέει τις όποιες σκηνές δράσης μεταξύ τους.

Παίρνοντας τον εαυτό της πολύ πιο σοβαρά από ό,τι είναι αναγκαίο, χωρίς ψήγμα σασπένς, ο Ρόμαν Βο σκηνοθετεί την δράση του με έναν άνευρο και τελείως μηχανικό τρόπο, με τα κυνηγητά στις ερήμους, τις εκρήξεις και τα πιστολίδια να μοιάζουν σα μια ακατάσχετη κακοφωνία που μόνο πονοκέφαλο μπορεί να προκαλέσει.

Και αν σε όλα αυτά προσθέσεις και τον Τζέραρντ Μπάτλερ ο οποίος παίζει τον ίδιο χαρακτήρα (που αναπτύσσεται μέσα σε μόλις τρία λεπτά, όσο διαρκεί ένα τηλεφώνημα στην πρώην γυναίκα του) με το ίδιο εύρος της ερμηνευτικής του γκάμας που μας έχει συνηθίσει όλα αυτά τα χρόνια, την χωρίς χημεία σχέση του με τον μεταφραστή του – ένας κατά τα άλλα υπέροχος Νέιβιντ Νέγκαμπαν (κάτι που ίσως έδινε ένα περισσότερο ενδιαφέρον στο σενάριο όπως στην ταινία του Ρίτσι), τα πάντα καταλήγουν σα μια κακόγουστη και γραφική καρικατούρα.

Κάτι που, μέχρι το τέλος, θα σε κάνει να ψάχνεις, άμεσα, τα σημεία διαφυγής από την αίθουσα του σινεμά.