Yστερα από μια συγκλονιστική απόπειρα δολοφονίας του Αμερικανού Προέδρου AΆλαν Τράμπουλ, ο έμπιστός του μυστικός πράκτορας Μάικ Μπάνινγκ κατηγορείται αδίκως και τίθεται υπό κράτηση. Αφού δραπετεύσει, σύντομα θα βρεθεί μόνος του και θα χρειαστεί να αποφύγει την υπηρεσία του και να ξεγελάσει το FBI ώστε να εντοπίσει ποιος απειλεί τον Πρόεδρο. Απεγνωσμένος να βρει την αλήθεια, ο Μπάνινγκ στρέφεται σε ξένους συμμάχους με σκοπό να διατηρήσουν το όνομά του καθαρό, να προστατεύσουν την οικογένειά του από το κακό και να σώσουν τη χώρα από τον επικείμενο κίνδυνο.

Είναι πραγματικά απορίας άξιο πως κατάφερε ένα τέτοιο franchise σαν το «… Επεσε» με πρωταγωνιστή τον Τζέραρντ Μπάτλερ, να επιβιώσει τόσο καιρό ώστε να δημιουργήσει μια τριλογία ταινιών, οι οποίες, ειδικά μάλιστα το απαράδεκτα κακό «Το Λονδίνο Επεσε» του 2016, ήταν απόλυτα σαφές όχι μόνο πως κανείς δεν ενδιαφέρεται γι' αυτές, αλλά και ότι δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα το ενδιαφέρον (πόσο μάλλον καινούργιο) στο είδος των ταινιών δράσης.

Και «Ο Φύλακας Αγγελος Επεσε» δεν είναι τίποτα λιγότερο και (φυσικά) τίποτα περισσότερο από τις δυο προηγούμενες ταινίες. Μάλιστα εδώ ο σκηνοθέτης Ρικ Ρόμαν Βο, γνωστός από διάφορα b-movies στο ενεργητικό του, παραγεμίζει την (και καλά) ιστορία με δράση, εκρήξεις, πιστολίδια και ό,τι άλλο θα μπορούσε να χωρέσει κάποιος σε μια τέτοιου είδους ταινία, δημιουργώντας έτσι μια κακοφωνία από σκηνές, πλαισιωμένες μάλιστα με τα χειρότερα εφέ που θα δείτε φέτος σε ταινία - το μόνο που καταφέρνουν είναι να σου δημιουργήσουν έναν ασταμάτητο πονοκέφαλο.

Τίποτα από τα 121 ατελείωτα λεπτά που κρατάει η ταινία δεν προκαλεί έστω και την ελάχιστη (απενοχοποιημένη) διασκέδαση.

Εξτρα μπόνους το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες ταινίες παίρνουν συνήθως τον εαυτό τους πολύ στα σοβαρά. Με σενάριο τραβηγμένο από τα μαλλιά, με όλα τα πιθανά κλισέ μπορεί να σκεφτεί κάποιος για μια ταινία που μιλάει για έναν πράκτορα που τον παγιδεύουν για κάτι που δεν έκανε, με τους κακούς να είναι τόσο προφανείς από την πρώτη στιγμή και με διαλόγους γεμάτους στόμφο και σοβαροφάνεια που μόνο άβολα χαχανητά προκαλούν. Κι όλα αυτά, αφήνοντας κατά μέρος την φαιδρή κριτική στον Τράμπ και την σχέση του με την Ρωσία.

Ασταμάτητα φιλόδοξη (!), η τρίτη αυτή ταινία προσπαθεί να εξερευνήσει και λίγο περισσότερο τον χαρακτήρα και το παρελθόν του Τζέραρντ Μπάτλερ, θέλοντας έτσι να τον κάνει, ίσως, πιο ενδιαφέρων. Φυσικά τίποτα το ενδιαφέρον δεν υπάρχει έναν μονοδιάστατο χαρακτήρα, που ακόμα και όταν του προσθέτεις τον Νικ Νόλτε ως τον ημίτρελο hobo πατέρα του που ζει ως ερημίτης μακριά από τα μάτια και τα αυτιά της Κυβέρνησης, το μόνο που καταφέρνεις είναι να κάνεις το όλο πράγμα γραφικό.

Αν κάποιος έχει δει τις προηγούμενες δυο ταινίες τότε σίγουρα δεν θα χρειαστεί να πειστεί για να μην δει και αυτή εδώ. Αν πάλι κάποιος έχει κάποια απορία για αυτές τότε το μόνο που ίσως του προσφέρουν είναι μια ιδέα για την «πτώση» της καριέρας του Τζέραρντ Μπάτλερ αλλά και αυτή των ταινιών δράσης από το κακό στο χειρότερο.