Ποιος θα περίμενε ότι 44 χρόνια μετά την πρώτη θρυλική εκείνη ταινία «Halloween» του Τζον Κάρπεντερ θα πέσουν οι τίτλοι τέλους στην ιστορία της Λόρι Στρόουντ και του Μάικλ Μάγιερς.
Και πως, γι’ αυτό, θα χρειάζονταν έναν σκηνοθέτη όπως ο Ντείβιντ Γκόρντον Γκριν, ο οποίος με τη δική του τριλογία είχε το θάρρος να διαγράψει ό,τι μεσολάβησε από εκείνη την πρώτη νύχτα του Χάλογουιν του 1978 όταν εκείνος επέστρεψε σπίτι.
Ομως ό,τι ξεκίνησε με τις καλύτερες προθέσεις σε μια σπουδαία ταινία τρόμου, και ένα σχεδόν instant classic, με το «Η Νύχτα με τις Μάσκες» το 2018, συνέχισε με αρκετά παραπατήματα χάνοντας το δυναμισμό και τη συγκέντρωσή του στο σίκουελ «Η Νύχτα με τις Μάσκες 2» το 2021, για να καταλήξει σε ένα φινάλε το οποίο άνετα μπορεί να χαρακτηριστεί ως το πιο σκοτεινό μέρος αυτής της τριλογίας.
Και, δυστυχώς, όχι με την καλή έννοια.
Τέσσερα χρόνια μετά τα γεγονότα του «Halloween Kills», η Λόρι ζει με την εγγονή της, Aλισον, και ολοκληρώνει τη συγγραφή των απομνημονευμάτων της. Ο Μάικλ Μάγιερς δεν έχει εμφανιστεί έκτοτε. Η Λόρι, αφού επέτρεψε στο φάντασμα του Μάικλ να καθορίζει τη ζωή της για τόσες δεκαετίες, αποφάσισε να απελευθερωθεί από το φόβο και την οργή και να αγκαλιάσει τη ζωή. Eχει υποβληθεί πλέον σε εντατική θεραπεία και έχει χτίσει σιγά-σιγά ένα ασφαλές, σταθερό, αγαπημένο σπίτι για τον εαυτό της και την 21χρονη εγγονή της. Οταν όμως ένας νεαρός, ο Κόρεϊ, κατηγορείται ότι σκότωσε ένα παιδί που πρόσεχε τη νύχτα του Halloween του 2019, η Λόρι θα έρθει ξανά αντιμέτωπη με το «κακό», το οποίο δεν κατάφερε ποτέ πραγματικά να σταματήσει.
Από την εισαγωγή της ταινίας, η οποία μοιάζει περισσότερο σε κάτι που θα ταίριαζε σε κάποιο σίκουελ του «Scream», ο Γκριν και ο σεναριογράφος Ντάνι ΜακΜπράιντ δείχνουν ακριβώς το πού θέλουν να οδηγήσουν το μέλλον, εάν και όποτε υπάρξει αυτό, του franchise. Το τέλος μιας ιστορίας μπορεί να σηματοδοτεί την αρχή μιας καινούργιας, κλείνοντας ταυτόχρονα το μάτι στην ταινία που τα ξεκίνησε όλα. Εξάλλου το κακό είναι αέναο. Θα εξακολουθεί να υπάρχει εκεί έξω σε διαφορετικά σώματα, καταλαμβάνοντας διαφορετικούς υπονόμους και σήραγγες, κυνηγώντας αθώους πολίτες κάποιας ήσυχης μικρής πόλης, ανεξάρτητα από το αν ο Μάικλ Μάγιερς έχει φύγει ή όχι.
Ομως όσο ενδιαφέρον και να ακούγεται αυτό, ο Γκριν δεν κάνει εκείνα τα θαρραλέα βήματα για να μπορέσει να το μεταδώσει με έναν τρόπο ο οποίος τουλάχιστον θα ήταν αποτελεσματικά ανατριχιαστικός. Θέλοντας να δώσει μια ακόμα φορά στην ταινία του ένα βαθύ πολιτικό χαρακτήρα, βάζοντας στον Κόρεϊ το πρόσωπο ενός νέου Μπαμπούλα (και το origin story του), ο οποίος βρίσκει τον μέντορά του στο πρόσωπο του Μάγιερς, θέλει να σε κάνει να αναρωτηθείς για το εάν η κοινωνία είναι εκείνη που δημιουργεί τους μπαμπούλες της ή αυτοί κρύβονται μέσα μας μέχρι να βρεθεί η ευκαιρία να ξεπηδήσουν μπροστά σου. Μόνο που το κάνει εδώ (σε αντίθεση με τις προηγούμενες ταινίες της σειράς), με έναν τρόπο άτολμο και επιτηδευμένο, σχεδόν καρικατουρίστικα πεζό και γεμάτο κλισέ, που ρίχνει το μύθο στα επίπεδα της γελοιότητας.
Είναι κρίμα πραγματικά να βλέπεις μερικές πολύ ενδιαφέρουσες ιδέες να πέφτουν στο κενό και απλώς να χρησιμοποιούνται ως μέσο για κάτι που, αντί να προκαλέσει συζητήσεις, προσφέρει άπλετο γέλιο.
Από την άλλη ο Γκριν παίρνει την απόφαση να παρουσιάσει τον Μάγιερς σχεδόν μια ώρα μετά την έναρξη της ταινίας. Μπορεί να ακούγεται ως μια περίεργη απόφαση, αλλά είναι ένα από τα ελάχιστα πράγματα που λειτουργούν όπως ακριβώς θα έπρεπε, χτίζοντας το σασπένς και μια ανέλπιστη προσμονή για την παρουσία του. Και όταν αυτό συμβαίνει μπορεί να τον παρουσιάζει ως έναν καταβεβλημένο από τα τραύματά του κακό, αλλά παραμένει μια μορφή η οποία σου προκαλεί δέος.
Και μαζί του έρχεται, αναμενόμενα, ο τρόμος, αυτή την φορά με τις σωστές δόσεις κι όχι στο βαθμό και την βιαιότητα που μας συνήθισε με την προηγούμενη ταινία, μετριάζοντας πολλές φορές το αίμα και την ωμή βία, «κρύβοντας» κάποιους θανάτους πίσω από τις κάμερες, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν έχει μερικές ενδιαφέρουσες gore σκηνές, οι οποίες θα ικανοποιήσουν τους φανς.
Μέσα σε όλα αυτά μπλέκεται και η Λόρι Στρόουντ η οποία, ευτυχώς τουλάχιστον μετά την παραγκώνισή της στο παρασκήνιο στο δεύτερο μέρος της τριλογίας, παίρνει και πάλι σχεδόν πρωταγωνιστικό ρόλο. Εξαλλου το «Halloween» είναι η δική της ιστορία και εδώ πλησιάζει στο φινάλε της. Ενα φινάλε σχεδόν προδιαγραμμένο από την πρώτη στιγμή, που περιμένει κάποιος πως θα είναι τόσο επικό όσο του αναλογεί. Μόνο που, ακόμα κι εδώ, η τελική μάχη με το πρόσωπο του (δικού της) κακού μοιάζει πολύ «λίγη» για τα δεδομένα που της αναλογούν. Αν και αναμενόμενο και, εν μέρη, ικανοποιητικό, ίσως ήταν ένα φινάλε που χρειάζονταν λίγο παραπάνω διάρκεια για να γίνει κάτι πραγματικά κλασικό.
Η Τζέιμι Λι Κέρτις μπαίνει για άλλη μια τελευταία φορά με άνεση στο ρόλο εκείνου του πρώτου final girl που έγραψε τη δική του ιστορία. Αν και το σενάριο δεν της δίνει πολλά για να οδηγήσει το χαρακτήρα της κάπου σπουδαιότερα από εκείνη τη σπουδαία μεταφεμινιστική ερμηνεία της στην πρώτη ταινία του 2018, παρόλα αυτά παραμένει δυναμική, υπέροχη και πάνω από όλα μια badass σε έναν ρόλο που έχει γίνει σημείο αναφοράς.
Θέλαμε το «Halloween Ends» να ήταν, αν όχι μια σπουδαία ταινία, τουλάχιστον ένα αξιοπρεπές φινάλε για ένα από τα πιο αναγνωρισμένα franchises ταινιών τρόμου. Είναι όμως ένα φινάλε που, παρά τις όποιες προσδοκίες δημιουργεί, μοιάζει πολύ λίγο για να κρατήσει στους ώμους του μια κληρονομιά τέτοιου βεληνεκούς. Και όπως η μάσκα του Μάικλ Μάγιερς κάθεται πάνω στο τραπέζι περιμένοντας υπομονετικά εκείνον που θα τη φορέσει για να αρχίσει ένα νέο κύκλο αίματος, έτσι κι εμείς περιμένουμε εκείνον τον σκηνοθέτη που θα δώσει στο franchise τη συνέχεια που του αξίζει.