Αν μπορεί να βγάλει κάποιος το καπέλο στον σκηνοθέτη Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν για την προσπάθειά του να αναβιώσει το ήδη πεθαμένο «Halloween» franchise είναι ότι κατάφερε, με απόλυτο θράσος και (ακόμα περισσότερο) τόλμη, να σβήσει ό,τι μεσολάβησε από την εποχή της θρυλικής πρώτης ταινίας του Τζον Κάρπεντερ και να υπογράψει με το δικό του ανεξίτηλο στίγμα μια σπουδαία πραγματικά ταινία τρόμου.

Και έτσι τρία χρόνια μετά (μετά και από αρκετές αναβολές λόγω πανδημίας) ο Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν επιστρέφει για να διηγηθεί το δεύτερο, και ίσως το πιο σκοτεινό, κεφάλαιο στην τριλογία του. Μόνο που εδώ, αν και μεγεθύνει το σύμπαν του Κάρπεντερ, γνωρίζοντάς μας καλύτερα τους κατοίκους του Χάντονφιλντ και καταφέρνει σε στιγμές να θυμίσει το μεγαλείο της πρώτης ταινίας του 2018, μοιάζει συνεχώς να χάνεται κάτω από τη (βαριά) σκιά της.

Λίγα λεπτά αφότου η Λόρι, η κόρη της, Κάρεν και η εγγονή της, Αλισον άφησαν το μασκοφόρο τέρας, τον Μάικλ Μάγιερς, παγιδευμένο να καίγεται στο υπόγειο του σπιτιού τους, η Λόρι θα εισαχθεί στο νοσοκομείο με τραύματα πιστεύοντας ότι επιτέλους κατάφερε να σκοτώσει τον ισόβιο βασανιστή της. Αλλά όταν ο Μάικλ καταφέρνει να απελευθερωθεί, το τελετουργικό λουτρό αίματος θα αναβιώσει. Οσο η Λόρι παλεύει με τους πόνους και ετοιμάζεται να υπερασπιστεί ξανά τον εαυτό της απέναντί του, ξεσηκώνει όλη την περιοχή σε ένα κυνήγι για τον ασταμάτητο φονιά. Οι γυναίκες θα ενωθούν με μια άλλη ομάδα επιζώντων ενός παλαιότερου μακελειού του Μάικλ και θα αποφασίσουν να πάρουν την τύχη τους στα χέρια τους, σχηματίζοντας έναν άγρυπνο όχλο που σκοπεύει να εξοντώσει τον Μάικλ μια για πάντα.

Οπως και στην πρώτη ταινία έτσι κι εδώ ο Γκριν και ο σεναριογράφος Ντάνι ΜακΜπράιντ συνεχίζουν να αποτίνουν το δικό τους φόρο τιμής τόσο στην ταινία του Κάρπεντερ αλλά και σε ένα franchise που όρισε με τους κανόνες του την εποχή των slasher ταινιών, βουτώντας βαθιά στη νοσταλγία με ακόμα περισσότερες αναφορές και easter eggs. Ταυτόχρονα προσπαθούν να δώσουν μια πιο μοντέρνα πινελιά σε ένα κινηματογραφικό είδος που αργοπεθαίνει και προσπαθεί με νύχια και δόντια να επιβιώσει και να βρει ξανά την δική του θέση σε ένα νέο κοινό.

Στην καρδιά της ο Μάικλ Μάγιερς είναι πάλι η προσωποποίηση του αρχέγονου κακού, το οποίο «θα πεθάνει απόψε», όπως ακούγεται να φωνάζουν συχνά οι κάτοικοι του Χάντονφιλντ. Φευ...

Οπως η προηγούμενη ταινία, έτσι και το «Halloween Kills» είναι μια ταινία του σήμερα, με τον Γκριν και τον ΜακΜπράιντ να της δίνουν ένα βαθύ κι έντονο πολιτικό χαρακτήρα, με το να μεταμορφώνουν τον Μάικλ Μάγιερς σε έναν αδίστακτο τρομοκράτη, όπου συσπειρώνει τους κατοίκους σε ένα άβουλο θυμωμένο όχλο, μια μεταφορά της Αμερικής του σήμερα, το οποίο τυφλωμένο από το ίδιο το μίσος και την βία την οποία θέλει να αποβάλει από την φιλήσυχη πόλη τους, μεταμορφώνεται σε έναν άλλο Μάικλ Μάγιερς, το ίδιο επικίνδυνο, το ίδιο βίαιο, το ίδιο πεινασμένο για αίμα. Αυτός ο κύκλος της βίας και του φόβου συνεχίζεται και απλώνεται σαν αρρώστια η οποία τρώει τους πάντες στο πέρασμά της χωρίς διακρίσεις.- εδώ η σκηνή του νοσοκομείου ανθολογείται σχεδόν από μόνη της - είναι αυτό που καταφέρνει να δώσει στην ταινία μια δόση πραγματικότητας, να την κάνει ακόμη πιο επίκαιρη και ταυτόχρονα, γιατί όχι, πιο τρομαχτική.

Αλλά για αυτά τα λίγα πράγματα που κάνει σωστά, το «Halloween Kills» κάνει και αρκετά πράγματα λάθος.

Κι αυτό γιατί το «Halloween Kills» φαίνεται να χάνεται μέσα σε αυτή την παγίδα της νοσταλγίας, την οποία τόσο ευφάνταστα έχει στήσει από την αρχή, πέφτοντας με το μούτρα στην κατάρα των αχρείαστων σίκουελς που μαστίζει όλες αυτές τις ταινίες, χάνοντας τον εαυτό της μέσα σε μια σειρά από παραλογισμούς και ανούσιες καταστάσεις που προέρχονται από τα κλισέ που είχες ευχηθεί πως ο Μαίκλ Μάγιερς είχε εξοντώσει στην προηγούμενη ή την προπροηγούμενη ταινία.

Αν και συνεχίζει την ιστορία με μερικές ενδιαφέρουσες ανατροπές, η αφήγηση μοιάζει να είναι περισσότερο επιτηδευμένη, χωρίς το απαραίτητο σασπένς και τον τρόμο τα οποία ποτέ δεν φτάνουν στα επίπεδα της πρώτης ταινίας. Κάθε σκηνή της ταινίας προετοιμάζει το έδαφος για κάτι το πολύ πιο ενδιαφέρον το οποίο μέχρι το τέλος δεν έρχεται ποτέ. Τουλάχιστον η ωμή βία δεν λείπει εδώ και ο Γκριν και ο ΜακΜπράιντ γεμίζουν την πλοκή με αρκετούς θανάτους, οι οποίοι μερικοί είναι και από τους πιο βίαιους που έχουμε δει ποτέ στην σειρά, το οποίο σίγουρα θα ευχαριστήσει αρκετούς, με τον Μάικλ Μάγιερς να μην σταματά να προκαλεί δέος ως η μορφή του απόλυτου κακού.

Αυτό που μοιάζει τελείως παράλογο είναι η απόφαση του Γκριν και του ΜακΜπράιντ (ή και της ίδιας της Τζέιμι Λι Κέρτις;) να βγάλουν από το επίκεντρο της πλοκής την Λόρι Στρόουντ της και να την βάλουν στο περιθώριο στην ίδια της την ιστορία, δίνοντας περισσότερο χρόνο σε άλλους χαρακτήρες και τις ιστορίες τους, οι οποίες μάλιστα είναι τόσες πολλές, και στο μεγαλύτερό τους μέρος αδιάφορες, που σε κάνουν να νιώθεις πως βλέπεις μια άλλη ταινία. Το «Halloween» του 2018 ήταν ψυχή τε και σώματι δοσμένο στη Λόρι Στρόουντ και σε μια Τζέιμι Λι Κέρτις η οποία κατάφερε να περισώσει τις πολλαπλές εμφανίσεις της μέσα στα χρόνια του Halloween saga με μια σπουδαία, μεταφεμινιστική ερμήνεια. Το να την έχεις μέσα σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου χωρίς να κάνει απολύτως τίποτα είναι τουλάχιστον άδικο για τον ίδιο τον χαρακτήρα και το ό,τι συμβόλιζε στην πρώτη ταινία.

Γνωρίζοντας ήδη ότι υπάρχει και τρίτο (τουλάχιστον) μέρος που θα υπογράφει ο Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν, το «Halloween Kills» προσπαθεί αρκετά να κάνει τόσα πολλά ταυτόχρονα που στο τέλος αποτυγχάνει στα περισσότερα από αυτά. Και αν στο τέλος «δείχνει» το πραγματικό πρόσωπο του Μπαμπούλα είναι ίσως η μεγάλη στιγμή που χρειάζεται η νέα αυτή τριλογία του «Halloween» για να κάνει εκείνο το θαρραλέο βήμα προς το φινάλε και να φέρει αντιμέτωπη την Λόρι Στρόουντ όχι μόνο με τον Μάγιερς αλλά και με την ίδια της την φύση.