Τα γενέθλια του Αλεξάντερ διακόπτονται από την είδηση πως ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος έχει μόλις ξεκινήσει και η ανθρωπότητα βρίσκεται λίγο πριν τον ολοκληρωτικό αφανισμό της. Aν και άθεος, ο Αλεξάντερ θα προσφέρει στον Θεό την οικογένειά του, το σπίτι του, ακόμη και το μικρό του γιο προκειμένου να σωθεί ο κόσμος.
Ακόμη και αν ο Ταρκόφσκι δεν πέθαινε λίγο μετά την ολοκλήρωσή της, η «Θυσία» ήταν φτιαγμένη για να αποτελέσει την τελευταία μεγαλειώδη πράξη στο έργο ενός από τους μεγαλύτερους ποιητές της έβδομης τέχνης. Οχι γιατί μιλάει για το τέλος του κόσμου ολοκληρώνοντας ιδανικά τις μεταφυσικές αναζητήσεις της φιλμογραφίας του Ταρκόφσκι, αλλά κυρίως γιατί επανεξετάζει μέσα από μια ελεγειακή και πανανθρώπινη ματιά οτιδήποτε υπήρξε ποτέ το έργο του Ρώσου σκηνοθέτη.
Με το φάντασμα του Ινγκμαρ Μπέργκμαν (αγαπημένου σκηνοθέτη του Ταρκόσφκι) να πλανάται πάνω από κάθε σκηνή της (γυρισμένη στο Γκότλαντ, εκεί όπου ο Μπέργκμαν γύρισε τις περισσότερες ταινίες του, με πρωταγωνιστή τον Ερλαντ Γιόζεφσον και διευθυντή φωτογραφίας τον Σβεν Νίκβιστ, δύο από τους μόνιμους συνεργάτες του Σουηδού σκηνοθέτη), δεν είναι τυχαίο ότι η «Θυσία» αγγίζει τα όρια μιας αλληγορίας φτιαγμένης για να σε κάνει να επαναδιαπραγματευτείς τη σχέση σου με τον Θεό, τη θνητότητα και τη ζωτική ύπαρξη των «άλλων».
Σε ένα μονόλογο με τον εαυτό του, ο Αλεξάντερ δεν είναι παρά ο Αντρέι (από το «Αντρέι Ριουμπλιόφ» του 1966), ο Κρις (από το «Σολάρις» του 1972), ο οδηγός (από το «Στάλκερ» του 1979), ο Αντρέι (από τη «Νοσταλγία» του 1983), ο ίδιος ήρωας που αναζητά την «αλήθεια» και που στο τέλος της ζωής του είναι έτοιμος να θυσιαστεί για όσα δεν τολμούσε να πιστέψει μέχρι σήμερα.
Τελικά, ο Αλεξάντερ δεν είναι παρά ο ίδιος ο Ταρκόφσκι που σε μια έκρηξη μεγαλοσύνης απευθύνει μια ύστατη έκκληση για επιστροφή στην αθωότητα. Κλείνοντας ολόκληρο το σύμπαν μέσα σε ένα σπίτι στη μέση του πουθενά και τοποθετώντας την απειλή της πυρηνικής καταστροφής στα θεμέλια μιας δυσλειτουργικής οικογένειας, ο Ταρκόφσκι κινηματογραφεί στην πραγματικότητα την ανθρώπινη αδυναμία απέναντι στο χρόνο που περνάει, την ήττα των χαμένων ευκαιριών και τον τρόμο της αλλαγής.
Στο δικό του φουτουριστικό blockbuster τα ειδικά εφέ είναι οι απόκοσμοι ψίθυροι λίγο πριν το τέλος, η πραγματικότητα που μπερδεύεται με το όνειρο σε μια αποσύνθεση του ρεαλισμού, τα βλέμματα που ανταλλάσσουν οι μελλοθάνατοι ζητώντας – έστω και τελευταία στιγμή – συγχώρεση. Με ένα αργό, σχεδόν ασκητικό ρυθμό, ό,τι συμβαίνει στα 142 λεπτά της «Θυσίας» είναι προγραμματισμένο να αγγίξει τα όρια μιας προσευχής. Λίγο πριν το «αμήν», τίποτα δεν θα έχει αλλάξει, εκτός από το ότι οι θνητοί μπορούν πια να νιώσουν ασφαλείς στη δυστοπική πραγματικότητα που τους ήταν γραφτό να ζήσουν.
Και σε ένα από τα πιο συγκλονιστικά φινάλε της ιστορίας του σινεμά, το σπίτι που καίγεται – μοναδική ύλη μέσα σε ένα φυσικό τοπίο – είναι κάτι παραπάνω από μια «θυσία». Είναι η υπόσχεση πως η ζωή θα συνεχιστεί έτσι κι αλλιώς.