Ο Μάρτιν Σκορσέζε συνθέτει ένα σχεδόν τετράωρο μουσικό και βαθιά προσωπικό ντοκιμαντέρ για τον Τζορτζ Χάρισον, τον φαινομενικά «ήσυχο Beatle», με σκοπό να ρίξει φως στις άγνωστες πλευρές του, αλλά και να μας επιβεβαιώσει κάτι γνωστό: το rock 'n' roll δεν ήταν ποτέ μόνο μουσική, αλλά φιλοσοφία, στάση ζωής, αγάπη.

Το Λίβερπουλ, το πιτσιρίκι με τη φράντζα-τουρμπάνι, η κιθάρα του Τζον με τις 4 χορδές, η επιτυχία, η Beatleμάνια, οι γυναίκες, οι διάσημοι φίλοι, ο δικτάτωρ Πολ στο στούντιο, ο μεσολαβητής Ρίνγκο, τα ντελιριακά 60ς, τα παραισθησιογόνα 70ς, το σιτάρ, ο ινδουϊσμός, η διάλυση, το Μπαγκλαντές, οι σόλο καριέρες, η μουσική. Πάνω από όλα η μουσική. «Ποιος ήταν ο Τζορτζ;» αιφνιδιάζεται προς στιγμήν ο ΜακΚάρντνεϊ. «Θα σας πω ποιος ήταν: αυτός που όταν πρωτοέπαιξα το 'And I love her', ήρθε αθόρυβα πίσω μου με την κιθάρα του και σκαρφίστηκε επί τόπου το ντου ντου ντου ντου ριφάκι. Και ξαφνικά όλο το τραγούδι είναι αυτό το ντου ντου ντου ντου...»

Μόνο ο Σκορσέζε θα μπορούσε να εκμαιεύσει καθαρόαιμο συναίσθημα από «talking heads» συνεντεύξεις. Γιατί αυτό έχει στα χέρια του: νέες και παλιότερες συνεντεύξεις, αρχειακό υλικό με τον ίδιο τον Χάρισον, σπάνιες συγκλονιστικές φωτογραφίες, ακυκλοφόρητα home videos. Από τον Πολ και τον Ρίνγκο, τον Ερικ Κλάπτον και τον Τομ Πέτι, την Πάτι Μπόιντ και την Ολίβια Χάρισον, τον Τέρι Γκίλιαμ και τον Ερικ Αϊντλ, φίλοι, συνοδοιπόροι, μέλη της προσωπικής και μουσικής του οικογένειας, μιλάνε για το αδικοχαμένο σκαθάρι με χιούμορ, ειλικρίνεια, μπηχτές, απαράμιλλη συγκίνηση. Και παρόλη την επική διάρκεια του ντοκιμαντέρ δεν θέλεις να τελειώσει. Γιατί μόνο ο ένας πραγματικός μουσικός εραστής όπως ο Σκορσέζε μπορεί να καταγράψει στο σελιλόιντ την ενέργεια του ηλεκτρικού ήχου, να πατήσει στο λόγο και την εικόνα και ταυτόχρονα να βάζει φωτιά στο σάουντρακ.

Πάνω από όλα όμως ο Σκορσέζε είναι μεγάλος αφηγητής. Και το «Living in a Material World» διηγείται μία ιστορία - την ιστορία του τίτλου του. Αν το «Last Waltz» κατέγραψε το μεγαλείο και τη θλίψη μίας εποχής που - εκείνο το βράδυ, σ' εκείνη τη σκηνή - τέλειωνε για πάντα, αν στο «No Direction Home» καταλάβαμε λίγο παραπάνω τα σκοτάδια του ποιητή Ντίλαν, αν στο «Shine a Light» έπεσε ο προβολέας λίγο πιο εξεταστικά στην αγέραστη επιμονή των αιωνόβιων Stones, εδώ ο Σκορσέζε προσπαθεί να βρει ό,τι έψαχνε κι ο Χάρισον όλη του τη ζωή: την αλήθεια του. Κι αυτή δεν κρυβόταν σε τίποτα υλικό, σε τίποτα χειροπιαστό. Το ποιος ήταν πραγματικά ο «Darkhorse» δεν είχε να κάνει με το θρύλο των «Fab Four», τη δόξα, τα χρήματα, τη sex, drugs & rock 'n' roll κρεπάλη. Δεν είχε σχέση με τις γυναίκες που αγάπησε και τον αγάπησαν, το Θεό που του έμαθαν και το θεό που ανακάλυψε μέσα του, την Gretsch ή το σιτάρ, το Λίβερπουλ, την Αμπεϊ Ρόουντ ή την Βομβάη. Η αλήθεια του Χάρισον κρυβόταν στην αέναη πάλη να καταλάβει κι ο ίδιος τον εαυτό του, και την ειλικρίνεια να παραδέχεται ότι τον ψάχνει – σ' έναν κόσμο που τρομάζει με τέτοιες παραδοχές και τις ονομάζει αδυναμία. «Μου έδειξε το τέλειο πορτοκαλί ηλιοβασίλεμα» θυμάται η χήρα του Ολίβια, «και μου είπε – αυτό θέλω να κάνω μια μέρα...»

H αλήθεια του Χάρισον ξεπηδούσε από τις αντιθέσεις του.Την πεισμωμένη ανάγκη για έκφραση, επικοινωνία και ταυτόχρονα την μοναχική του στάση. Την ευαισθησία που συνυπήρχε με την οργή, τη spiritual φύση που πάλευε με τις γήινες φιλοδοξίες της, τον ρομαντισμό που φλέρταρε με τον κυνισμό. Η αλήθεια του ανέτειλε σε στιγμές. Κυριολεκτικά. «Βγήκαμε στον κήπο, κάτσαμε στο χορτάρι και ο Τζορτζ άρχισε να παίζει κάτι ακαθόριστο στην κιθάρα και να μουρμουρίζει αυτό που κοιτούσαμε και οι δύο...» θυμάται ο Ερικ Κλάπτον. «Here comes the sun (du du du du), here come the sun...»