Θρυλική στην εποχή της, η ταινία που μαζί με το «Ρασομόν» ξύπνησε, στις αρχές του '50, το ενδιαφέρον της Δύσης για το ιαπωνικό σινεμά, η «Πύλη της Κολάσεως», ένα jidaigeki, όπως χαρακτηρίζονται στην Ιαπωνία τα ιστορικά δράματα, βλέπεται σήμερα με λιγότερο ενδιαφέρον, ή δυνατότητα καιριότητας, από συνομήλικές της ταινίες, όμως εξακολουθεί να μαγεύει με την εικαστικότητά της και την απολύτως μοντέρνα πρόθεση χρήσης των σκηνικών και κοστουμιών.
Στην ταραγμένη Ιαπωνία του 12ου αιώνα, ο Αρχοντας Κιγιομόρι απειλείται από δυο στρατηγούς του. Υπερασπιστής του θα σταθεί ο άξιος Μορίτο, που θα καταγγείλει ακόμα και τον επαναστάτη αδελφό του για να μείνει πιστός στο καθήκον. Στη διάρκεια της σύρραξης, ο Μορίτο θα περισώσει την αυλική Κέσα και θα ζητήσει άδεια να την παντρευτεί. Ομως η Κέσα είναι ήδη παντρεμένη κι η πεισματική άρνησή της να «υποταχτεί» θα φέρει τον Μορίτο στα όρια της λογικής του.
Μια τίμια αλλά πολυκαιρισμένη προσέγγιση της γυναικείας χειραφέτησης και το χαρακτηριστικά, παραδοσιακά υπερβολικό παίξιμο των ηθοποιών, εκθέτουν την «Πύλη της Κολάσεως» στο πέρασμα του χρόνου και στο αμετανόητο μελόδραμα. Ομως η κατασκευή κι η χρήση των σκηνικών, με τα αμέτρητα πέπλα μέσα από τα οποία αποτυπώνεται η δράση και τα φαντασμαγορικά κοστούμια, όλα κινηματογραφημένα με πληθωρικό Eastmancolor φιλμ της Kodak, αρκούν για να κόψουν την ανάσα και να μαγνητίσουν το βλέμμα.