Ενας ιερέας κι ένας ξυλοκόπος συζητάνε έντονα στο ξέφωτο της Πύλης Ρασομόν. Οταν ένας χωρικός πλησιάζει προκειμένου να προστατευθεί από τη βροχή και συμμετέχει στη συζήτησή τους, μαθαίνει ότι ένας σαμουράι δολοφονήθηκε, η σύζυγός του βιάστηκε και ένας τοπικός ληστής είναι ύποπτος. Αφηγούνται στον χωρικό όσα γνωρίζουν μέσα από φλας μπακ, στα οποία ο ληστής, η σύζυγος κι ο ξυλοκόπος λένε αυτά που είδαν ή αυτά που νομίζουν ότι είδαν, και στη συνέχεια ένα μέντιουμ εντοπίζει το πνεύμα του νεκρού σαμουράι, που επίσης θα παραθέσει τη δική του εκδοχή.

Στην εποχή του, το 1950, το «Ρασομόν» εκλήφθηκε ως πείραμα. Εστω κι αν παρουσιαζόταν σ’ ένα κοινό πολύ περισσότερο εκπαιδευμένο από εκείνο του 1916, που είχε πιστέψει πως ο μηχανικός προβολής είχε μπερδέψει τις μπομπίνες της «Μισαλλοδοξίας» του Γκρίφιθ. Λοιπόν, τι πραγματικά συνέβη σ’ εκείνο το δάσος της ιαπωνικής επαρχίας του 12ου αιώνα; Ακριβώς, δεν θα μάθουμε ποτέ. Ούτε από τους τρεις φυσικούς πρωταγωνιστές του δράματος, που θα «θυμηθούν» τα γεγονότα από θέση και κατά βούληση, ούτε και από τον αυτόπτη μάρτυρα, που το έγκλημα μπορεί να το είδε, αλλά τα κίνητρα αποκλείεται να αποκωδικοποίησε πέραν των επιταγών της ψυχοπαθολογίας και της μνημονικής του ικανότητας (σωστότερα, ανικανότητας, μιας και η μνήμη πάντα ξεγελά, και κανείς μας τίποτα δεν μπορεί να ανακαλέσει επακριβώς όπως συνέβη).

Αλλωστε, η αλήθεια, ρευστή και μεταμορφωμένη από εκδοχή σε εκδοχή, άρα εκ των πραγμάτων καταδικασμένη στη σφαίρα της μεταφυσικής, δεν είναι εκείνο που στα... αλήθεια ενδιαφέρει τον Κουροσάβα. Η πηγή της εκφοράς της είναι αυτό που τον απασχολεί: ο άνθρωπος, ένα κουβάρι ενστίκτων και απωθημένων, αδύναμο κάτω από το βάρος τους, αλλά και θρασύ έως και επικίνδυνο όποτε θεωρεί σκόπιμο να τα εκλογικεύει.

Γι’ αυτό τον επικίνδυνο συνδυασμό ανησυχούσε ο Κουροσάβα (αισιοδοξώντας πάντως, όπως φαίνεται από το φινάλε), ιδιαίτερα τότε, που ο ανοικοδομούμενος μεταπολεμικά πλανήτης ματαιοπονούσε να απαντήσει στο ερώτημα μέχρι πού θα έφθανε η ιμπεριαλιστική Ιαπωνία αν δεν είχε γενοκτονικά ισοπεδωθεί από τους Αμερικανούς. Κι έκανε αυτή την ανησυχία ένα δομικό φιλοσοφικό αριστούργημα, σημείο έμπνευσης και αναφοράς για όλες τις έκτοτε κινηματογραφικές γενιές.

Αμέτρητα φιλμ, μεταξύ τους και οι εμβληματικοί «Συνήθεις Υποπτοι», χρωστούν την ύπαρξή τους στο μνημειώδες αυτό έργο, που, εκτός από μια μελέτη της φύσης της αλήθειας, αποτελεί και μια υπενθύμιση του πόσο περισσότερο ανεξιχνίαστη εκείνη θα παραμένει στη μόνιμα παραισθησιογόνα τέχνη του κινηματογράφου, όσο κι αν παλεύει να την πλησιάσει.