Το αγγλόφωνο ντεμπούτο του Σεμπάστιαν Λέλιο («Gloria», «Μια Φανταστική Γυναίκα») ανοίγει και κλείνει με το επιβλητικό κήρυγμα δύο ραβίνων για όλα όσα ενώνουν και χωρίζουν τους ανθρώπους από τους αγγέλους και τα κτήνη. Και κάπου ανάμεσα σιγοβράζει μια υπόκωφη ερωτική ιστορία που απειλεί να καταργήσει τα σύνορα ανάμεσα στον κόσμο όπου γεννιόμαστε κι εκείνον που επιλέγουμε για τον εαυτό μας.

Οταν πληροφορείται τον θάνατο του πατέρα της, η Ρονίτ (Ρέιτσελ Βάις) επιστρέφει από τη Νέα Υόρκη στην ορθόδοξη εβραϊκή κοινότητα του Λονδίνου όπου μεγάλωσε, και της οποίας εκείνος ήταν ο αξιοσέβαστος θρησκευτικός ηγέτης. Η επάνοδός της δεν θα ανοίξει μονάχα τις οικογενειακές εκείνες πληγές που την κατέστησαν μαύρο πρόβατο μιας οχυρωμένης στις παραδόσεις της κοινότητας, αλλά και θα αναζωπυρώσει το παλιό πάθος που στάθηκε η αφορμή να κόψει κάθε δεσμό με το παρελθόν και να δραπετεύσει μια για πάντα αναζητώντας την ελευθερία της.

Αν υπάρχει κάτι για το οποίο κάποιοι έχουν επικρίνει τον Λέλιο είναι για τον ίσως υπερβολικά συγκρατημένο τρόπο με τον οποίο μοιάζει να χειρίζεται τις queer θεματικές του. Ομως αυτό είναι ίσως επειδή ο Λέλιο επιμένει να τις αντιμετωπίζει χωρίς ακτιβιστικές κορώνες, ως απόλυτα ανθρώπινες και παράλληλα σχεδόν συμβολικές πορείες αναζήτησης ταυτότητας και επιβίωσης σε έναν κόσμο λίγο πολύ εχθρικό για όσους απεγνωσμένα διεκδικούν ακόμα και τα αυτονόητα. Είναι ωστόσο αξιοθαύμαστο το πώς από το σχεδόν υπερβατικό σύμπαν και τα φαντασιακά ξεσπάσματα της βραβευμένης με Οσκαρ «Φανταστικής Γυναίκας» του μας μεταφέρει στη μουντή, σχεδόν στραγγισμένη από χρώμα, πεζή πραγματικότητα της «Ανυπακοής», για να αφηγηθεί μια τόσο διαφορετική και συνάμα τόσο συγγενική ιστορία γυναικείας απελευθέρωσης.

Αποκαλύπτοντας λακωνικά και δίχως βιασύνες τα κομμάτια που συνθέτουν το παρελθόν της Ρονίτ, ο Λέλιο χειρίζεται αρχικά την ταινία του σχεδόν σαν μια βραδυφλεγή ιστορία μυστηρίου: Οταν η Ρονίτ καταφτάνει στο Λονδίνο γίνεται δεκτή με δυσπιστία και ενίοτε εχθρικότητα σχεδόν από όλους, εκτός από τους δύο παιδικούς της φίλους, την Εστι (Ρέιτσελ ΜακΑνταμς) και τον Ντοβίντ (Αλεσάντρο Νιβόλα), οι οποίοι -προς έκπληξή της- είναι πλέον παντρεμένοι. Εκείνος ετοιμάζεται να διαδεχθεί τον πατέρας της Ρονίτ στην ιεραρχία της κοινότητας κι εκείνη βρίσκεται στο πλευρό του ως ιδανική σύζυγος. Ομως η ένταση και τα αμήχανα βλέμματα μαρτυρούν πώς κάτι περισσότερο βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια. Κι αν ο Λέλιο καθυστερεί να ξεδιαλύνει ποιες ματιές ακριβώς προδίδουν μια πληγωμένη φιλία και ποιες έναν άσβηστο ακόμα πόθο δεν είναι για να εκμαιεύσει μια φτηνή αποκάλυψη κι ένα φωτογενές, απαγορευμένο λεσβιακό ρομάντζο, αλλά για να χτίσει διεξοδικά τον ιστό των περίπλοκων σχέσεων που συνδέουν όχι μονάχα τα μέλη ενός ερωτικού τριγώνου αλλά τρεις ανθρώπους που πασχίζουν ακόμα να αναγνωρίσουν τις επιθυμίες και τα συναισθήματά τους, δέσμιοι των κοινωνικών επιταγών που καθορίζουν τις επιλογές τους.

Εύλογα, ο Λέλιο εστιάζει στο εκ νέου ξύπνημα της σεξουαλικής έλξης που συνέδεε κάποτε τη Ρονίτ και την Εστι, δύο φαινομενικά αντίθετους χαρακτήρες που μοιάζουν να αποτελούν τις δύο εξίσου οδυνηρές όψεις της ίδιας γυναίκας, εκείνης που διάλεξε τη φυγή κι εκείνης που προτίμησε τον συμβιβασμό. Και ο Χιλιανός σκηνοθέτης ενορχηστρώνει την επανασύνδεσή τους με την υπομονή και το σεβασμό που τους αξίζει, αξιοποιώντας κάθε φευγαλέο βλέμμα και άγγιγμα, κάθε αδιόρατα πονεμένη στιχομυθία, αλλά και μια τρυφερή και ευφυώς τολμηρή, αλλά διόλου σκανδαλοθηρική ερωτική σκηνή.

Κι αν ο Λέλιο έχει ήδη αποδείξει στο παρελθόν την ευαισθησία του στη σκιαγράφηση ολοκληρωμένων και σύνθετων γυναικείων χαρακτήρων, αυτό που προκαλεί τη μεγαλύτερη έκπληξη εδώ είναι η λεπτομερής αποτύπωση της περίκλειστης κοινότητας όπου εκτυλίσσεται η ιστορία του, μια βιωμένη και ουδέποτε σχηματική απεικόνιση που εν πολλοίς οφείλεται στην καταγραφή της από το μυθιστόρημα της Ναόμι Ολντερμαν, τη σεναριακή διασκευή του οποίου ο σκηνοθέτης συνυπογράφει με τη Ρεμπέκα Λένκιεβιτς («Ida»).

Αν και στέκεται κριτικός απέναντι στην αυστηρότητα και την ασφυκτική καταπίεση που επικρεμάται πάνω από τα μέλη της (και ειδικά τις γυναίκες), ο Λέλιο δεν γίνεται ποτέ επικριτικός, ούτε καταφεύγει σε γραφικότητες και καταγγελτικές υστερίες. Αντιμετωπίζοντας με σεβασμό και κινηματογραφική κατάνυξη το βαθιά θρησκευτικό σκηνικό που περιβάλλει τους χαρακτήρες της, η «Ανυπακοή» ανυψώνεται πέρα από τα όρια της ερωτικής ιστορίας και αναγνωρίζει ως πηγή του ασφυκτικού κλοιού που τους περιορίζει τον έμφυτο φόβο για αλλαγή που επιβάλλει η άκαμπτη προσκόλληση σε εθιμοτυπικές παραδόσεις. Κι αυτή την αλλαγή αγκαλιάζει σε ένα σπαρακτικό φινάλε που αφήνει μια επώδυνη αλλά θριαμβευτική ανάσα ελευθερίας και απρόσμενης κατανόησης. Και μολονότι οι πολλαπλοί επίλογοι που έπλητταν και τη «Φανταστική Γυναίκα» κάνουν κι εδώ την εμφάνισή τους, αδυνατίζοντας ελαφρώς την ένταση με την οποία θα μπορούσε να μας αφήνει η ταινία, οι εξαιρετικές ερμηνείες των τριών πρωταγωνιστών και η συνέπεια που επιδεικνύει ο Λέλιο απέναντι στους ήρωές του αποζημιώνουν και με το παραπάνω.