«Το όνομά μου είναι Εντουαρντ Σνόουντεν». Με αυτή τη φράση άλλαξε ο κόσμος όπως τον ξέραμε. Ή, τουλάχιστον, αποκαλύφθηκε το πραγματικό του πρόσωπο. Ή, για να είμαστε ακόμα πιο ακριβείς, αποκαλύφθηκε ότι δεν γνωρίζουμε το πραγματικό πρόσωπο του κόσμου που ζούμε. Δεν υπάρχει ξεκάθαρος «εχθρός», όσοι παραβιάζουν τα δικαιώματα και την ελευθερία του πολίτη δεν στέκονται απαραίτητα απέναντι, αλλά και δίπλα του. Η ελευθερία έκφρασης, το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα, στην προστασία των προσωπικών δεδομένων - όλα όσα γράφονται στο Σύνταγμα είναι, πλέον, κενές λέξεις. Η Κυβέρνηση του έχει αποφασίσει, και έχει ενεργοποιήσει έναν πολυσύνθετο άπειρο ψηφιακό μηχανισμό για να γνωρίζει τα πάντα - κάθε κίνηση, αγορά, συνομιλία, μεταφορά, κάθε φωνήεν που πατά στο πληκτρολόγιό του. Χωρίς ένταλμα, οροθέσιο, φραγμό ή, έστω, αφορμή. Η 11η Σεπτεμβρίου έχει δώσει λευκή κάρτα στις μυστικές υπηρεσίες να καταπατούν νομοθεσίες αιώνων με το πρόσχημα του κινδύνου τρομοκρατικής επίθεσης. Και η τεχνολογία που όλοι χρησιμοποιούμε έχει επιτρέψει πρόσβαση σε κάθε λεπτομέρεια της ζωής μας.
Κι αν όλα αυτά μοιάζουν με γλαφυρές κι αναπόδεικτες θεωρίες συνωμοσίας που αρέσκονται να συζητούν γύρω από τις φωτιές κάτι γραφικοί, έρχεται ένας σοβαρός, ντροπαλός, (αντι)ηρωικός προγραμματιστής, ένα 30χρονο χλωμό αγόρι και προσφέρει τις απαραίτητες αποδείξεις. Το όνομά του είναι Εντουαρντ Σνόουντεν και το Ιούνιο του 2013 κατέστρεψε οικειοθελώς τη ζωή του και την καριέρα του στη CIA και την NSA (Αμερικανική Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών) για να καταγγείλει τις πρακτικές της αμερικανικής κυβέρνησης δημόσια - σε μία σειρά συνεντεύξεων που έδωσε από ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στο Χονγκ Κονγκ στους δημοσιογράφους Γκλεν Γκρίνγουολντ και ο Γιούεν ΜακΑσκιλ της Guardian, καθώς και στο φακό της Λόρα Πόιτρας. Αυτό, είναι το ντοκιμαντέρ που η τελευταία κατέθεσε από εκείνες τις αγωνιώδεις ώρε - και μέρες - πριν ο Σνόουντεν καταδικαστεί για εσχάτη προδοσία (η επιλογή του νόμου του 1917 ήταν ιδιαίτερα σκληρή) και φυγαδευτεί (ω, τι ειρωνία) στη Μόσχα όπου ακόμα διαμένει εξόριστος.
Η Πόιτρας δεν τολμά για πρώτη φορά ντοκιμαντέρ που αποκαλύπτουν τη σκοτεινή πλευρά της αμερικανικής Κυβέρνησης και των πρακτικών της. Αντιθέτως, το «Citizenfour» είναι το τελευταίο κομμάτι μίας τριλογίας (μετά το «Μy Country, My Country» για το πώς η Κυβέρνηση Μπους εξαπάτησε και ξεκίνησε τον πόλεμο στο Ιράκ, και το «Death of a Prisoner» για το πώς ο Ομπάμα όχι απλά δεν έκλεισε το Γκουαντάνεμο, αλλά το ενίσχυσε) που θέλησε να εξετάσει αν όσα η Αμερική συμβολίζει μέσω του Συντάγματος και της Διακήρυξης της, όσα υπόσχεται στο λαό και τη σημαία της, όσα επικαλείται όταν δρα επεκτακτικά και βίαια είναι όντως αξίες που σέβεται και στηρίζει. Με λίγα λόγια: τι εγκλήματα συμβαίνουν στο όνομα της «Ελευθερίας»;
Η περίπτωση του Εντουαρντ Σνόουντεν (πρόσφατα είδαμε και την φιξιόν καταγραφή των γεγονότων στο «Σνόουντεν» του Ολιβερ Στόουν) είναι ιδιαίτερη. Κι αυτό, γιατί ιδιαίτερος είναι κι ο ίδιος. Κάποιοι μπορεί να τον θεωρούν προδότη (καθώς, ναι, υπέκλεψε απόρρητα αρχεία της Κυβέρνησης και τα πρόσφερε στον αμερικανικό λαό και τον κόσμο). Κάποιοι τον ανύψωσαν σε υπέρτατο λαϊκό ήρωα, ακριβώς γιατί θύμισε ότι Κυβέρνηση είναι ο λαός. Η ιδιαιτερότητα του, τότε, 30χρονου whistleblower είναι ότι δεν επικαλέστηκε τίποτα από τα δύο. Δεν θέλησε ούτε να κρυφτεί (αντιθέτως, απαίτησε να αποκαλυφθεί αμέσως η ταυτότητά του για να μην κινδυνέψουν συνάδελφοί του). Αλλά και με έναν σχεδόν αφελή τρόπο δεν ενδιαφέρθηκε ούτε για τη «δόξα». Αν ο Τζούλιαν Ασάνζ των Wikileaks δεν κατάφερε να πείσει απόλυτα με την αλαζονική στάση του για την αγνότητα των προθέσεών του, ο Σνόουντεν τοποθετήθηκε με απαράμιλλη ψυχραιμία, σύνεση και σοβαρότητα. Και, πάνω από όλα, με γεγονότα, αριθμούς, αποδείξεις. «Το μόνο κίνητρό μου είναι να δείξω στον πολίτη τι συμβαίνει στο όνομα της προστασίας του. Και το μόνο που ξέρω είναι ότι η αμερικανική κυβέρνηση δε θα μπορέσει να σκεπάσει την αλήθεια με το να με δολοφονήσει ή να με φυλακίσει πια. Η αλήθεια αποκαλύφθηκε. Δεν είχα σκοπό να κρυφτώ γιατί δεν έκανα τίποτα κακό...»
Η Πόιτρας καταγράφει το χρονικό των αποκαλύψεων, προσφέροντας το ευρύτερο ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο ώστε να κατανοήσει ο θεατής τι ακριβώς συμβαίνει μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ως ένα θρίλερ αγωνίας και υποδόριου σασπένς. Σ' ένα δωμάτιο ξενοδοχείου (έναν κλειστό χώρο που δε θα μπορούσε να είναι πιο αντι-κινηματογραφικός, αλλά η σκηνοθετική της ματιά τον μετατρέπει σε καζάνι που βράζει) ένας πιτσιρικάς, ένα λάπτοπ, δύο μεσήλικες δημοσιογράφοι, μία κάμερα. Ομως δεν είναι μόνοι τους. Το σταθερό τηλέφωνο που χτυπά, ο συναγερμός για φωτιά που ενεργοποιείται, οι πληροφορίες που πυροβολεί με τεχνικούς όρους που παίζει στα δάχτυλα ο Σνόουντεν για το πώς η κάμερα του λάπτοπ, ο κομπιούτερ μηχανισμός των νέων σταθερών τηλέφωνων, η πιστωτική σου κάρτα, η κάρτα του μετρό - όλα σε παρακολουθούν, συνδυάζουν τις κινήσεις σου και καταγράφουν το αποτύπωμά σου. Κι αν όσοι ακούν και καταγράφουν σε θεωρήσουν εχθρό, μπορούν να σπάσουν ανά πάσα ώρα και στιγμή την πόρτα ενός ξενοδοχείου στην άλλη άκρη του κόσμου και να σε συλλάβουν.
Η Πόιτρας μοντάρει εξαιρετικά. Οχι μόνο το αρχειακό της υλικό (π.χ. από τη δίκη των πελατών της AT& T τηλεφωνίας, όπου για πρώτη φορά αναγκάστηκε ενόρκως ο Διευθυντής της NSA να απαντήσει σε ερωτήσεις περί παραβίασης της ιδιωτικότητας) αλλά και τον ίδιο τον Σνόουντεν. Παραμένει σφιχτά πάνω του, επιτρέπει στον λόγο του να στηρίξει τα επιχειρήματα, στην ψυχραιμία του να αποδείξει τη σοβαρότητά του, στο αυτοσαρκαστικό του χιούμορ να αφήσει να φανεί η ανθρωπιά και η αγωνία του.
Καθώς ζούμε σε εξαιρετικά τεταμένες και διχαστικές εποχές (τα «ήρωας» ή «δικτάτορας» και «προδότης» ή «πατριώτης» υποστηρίζονται με το ίδιο φλεγόμενο πάθος) ένα ντοκιμαντέρ θα κριθεί ακόμα πιο έντονα για το πόσο αντικειμενικά ή όχι παρουσιάζει μία υπόθεση. Αν παίρνει θέση ή κρατάει ισάξιες αποστάσεις από την αλήθεια. Και σε αυτή την περίπτωση η Πόιτρας θα κριθεί ως «στρατευμένη» - ειδικά με τον τρόπο που επιλέγει να κάνει τον επίλογο της. Οι αντίθετες φωνές θα χρειαστούν περισσότερη κινηματογραφική ώρα πάνω σε όσους υποστηρίζουν ότι η «τυχοδιωκτική» πράξη του Σνόουντεν άφησε την Αμερική εκτεθειμένη σε τρομοκρατικές επιθέσεις. Γιατί η επιπολαιότητά του οδήγησε σε νέους φραγμούς στην τεχνολογία κι αυτό επιτρέπει να δέχεται η χώρα περισσότερα cyber attacks. Οι λόγοι που «δεν μπορούμε να αντέξουμε την αλήθεια» της σύγχρονης, σκοτεινής, παγκόσμιας πολιτικής ισορροπίας θα χλευάσουν τον ρομαντισμό της Πόιτρας για την προστασία της ατομικής ελευθερίας.
Δε θα επικαλεστούμε το Οσκαρ που κέρδισε το ντοκιμαντέρ για να στηρίξουμε την αξία του. Θα επικαλεστούμε το ότι έχουμε ακόμα την ελευθερία να το δούμε και να το κρίνουμε ο κάθε θεατής ατομικά. Οχι, δεν παίρνουμε κάτι τέτοιο πια ως δεδομένο. Ο κόσμος μας αλλάζει τρομακτικά και η πολιτική επαγρύπνηση δεν είναι πολυτέλεια, είναι ευθύνη. Υπάρχει μία φράση του Σνόουντεν που αποτελεί το καλύτερο συμπέρασμα: «Αν χτίσεις έναν τέτοιο τερατώδη ανεξέλεγκτο μηχανισμό που παρακολουθεί και ελέγχει τους πολίτες σου, πρέπει να είσαι έτοιμος ότι στο μέλλον μπορεί να πέσει σε λάθος χέρια».