Ολα τα κοριτσάκια θέλουν να γίνουν μπαλαρίνες, όλα τα κοριτσάκια λατρεύουν τον μπαμπά τους. Μ' αυτά τα στερεότυπα ξεκινά το «Ballerina», το καλύτερο δυνατό spin off της saga του «John Wick», για να τα - λέμε τώρα - ανατρέψει και να τα ξαναγκαλιάσει αλλά, κυρίως, για να δώσει και πλευρική πηγή εξέλιξης στην απολαυστική σειρά, να μας κάνει να καμαρώσουμε ακόμα πιο πολύ την Ανα ντε Αρμας και να φύγουμε από δυο γεμάτες ώρες στο σινεμά, θέλοντας κι άλλο: κι άλλο ποτάκι, κι άλλη σαχλαμάρα, κι άλλο καλοκαίρι, κι άλλο fun.

Η πλοκή της ταινίας - η οποία, ειλικρινά, ελάχιστη σημασία έχει - εκτυλίσσεται παράλληλα με τα γεγονότα του «John Wick: Κεφάλαιο 3» και παρακολουθεί την Ιβ η οποία, μικρό κοριτσάκι, βλέπει τη δολοφονία του πατέρα της, μεγαλώνει μέσα στο σκληρό πλαίσιο της Ρούσκα Ρόμα, γίνεται και μπαλαρίνα, γίνεται και ευρηματική δολοφόνος και ξεφεύγει από το σύστημα του υποκόσμου για να πάρει εκδίκηση για τον θάνατο του μπαμπά. Σύμμαχοι ή εχθροί της διάφοροι γνώριμοί μας από τις προηγούμενες ταινίες (η Διευθύντρια Αντζέλικα Χιούστον, ο Γουίνστον του Ιαν ΜακΣέιν) και νέες προσθήκες όπως ο πολύ κακός και με πολύ μαύρα βαμμένα μαλλιά Καγκελάριος του Γκέιμπριελ Μπερν. Και, φυσικά, the man himself, ο Τζον Γουικ του Κιάνου Ριβς που εμφανίζεται λίγο - αλλά δεν είναι ποτέ λίγος.

Βέβαια στην περίπτωση της «Ballerina» δεν έχει νόημα ν' ασχοληθεί κανείς με κανέναν πέρα από την Ανα ντε Αρμας που αποδεικνύει ότι έχει όλα τα φόντα για ηρωίδα δράσης: είναι ευλίγιστη και μαζί ευσυγκίνητη, αδίστακτη και εύθραυστη, έχει μίσος αλλά και πονεμένη καρδιά, ωραία φυσικά μαλλιά που δεν χαλάνε με τίποτα, κερδίζει τη μάχη είτε φορά αρβύλες είτε παγιετέ τουαλέτα και δεν χάνει (σχεδόν) ποτέ την αυτοκυριαρχία της.

Αυτή τη φορά ο Τσαντ Σταχέλσκι κρατά το ρόλο του παραγωγού και δίνει την καρέκλα του σκηνοθέτη στον Λεν Γουάιζμαν, περισσότερο γνωστό, εν μέσω βιντεοπαιχνιδιών, διαφημίσεων και τηλεοπτικών σειρών, για τα «Underworld» (και για τον γάμο του με την Κέιτ Μπέκινσεϊλ επίσης). Ο οποίος Γουάιζμαν διατηρεί το σκοτεινό στιλιζάρισμα στη φωτογραφία και γενικώς το art direction, κάνοντάς το λίγο πιο ντελικάτο και σύνθετο για ν' ανταποκρίνεται στην ηρωίδα του, αλλά και την κομιξική βία που δεν έχει σταματημό, με τουλάχιστον δέκα σκηνές άψογης χορογραφίας, από μινιμαλιστικές μέχρι σπλάτερ γιατί, ναι, όταν είναι παρόν ένα φλογοβόλο πρέπει να συναντήσει κι έναν πυροσβεστικό κρουνό κι όταν κραδαίνεται ένα τσεκούρι, κάποια στιγμή πρέπει να καρφωθεί σ' ένα πρόσωπο.

Το ίδιο το σενάριο είναι γεμάτο κενά, ή στοιχεία που αναπτύσσονται κι εγκαταλείπονται, ποτέ δεν καταλαβαίνουμε γιατί η Ιβ γίνεται μπαλαρίνα, πληρώνοντας την εκπαίδευσή της με ιδρώτα και αίμα, ή τι συνέβη τελικά στην αδελφή της. Ωστόσο η έμπνευση της μεταφοράς, στην κορύφωση της ταινίας, της δράσης σ' ένα ορεινό resort αποκλειστικά για εκτελεστές που θέλουν λίγο ν' αποσυμπιεστούν μαζί με τις οικογένειές τους είναι αριστουργηματική. 

Λιγότερο b-movie από τις πρώτες τρεις ταινίες της saga, αγκαλιάζοντας πλέον το στάτους που έχει αποκτήσει η κινηματογραφική σειρά, αυτή εδώ η Μπαλαρίνα δεν είναι τίποτε περισσότερο, αλλά και τίποτε λιγότερο απ' ό,τι υπόσχεται η πρώτη εικόνα της: μια διασκεδαστική, κατά στιγμές camp, καταιγιστικής δράσης και πνευματικής ελαφρότητας πιρουέτα στο υπογάστριο του ψυχαγωγικού σινεμά, του φτιαγμένου για κινηματογραφική αίθουσα και συλλογικές κραυγές και γέλια.