Ο Τζον Γουίκ σκοτώνει ένα εξέχον μέλος μιας σκιώδους διεθνούς αδελφότητος και αυτόματα γίνεται στόχος για τους πιο αδίστακτους και σκληρούς εκτελεστές του κόσμου. Επικηρύσσεται για 14 εκατομμύρια δολάρια και πλέον σε κάθε του βήμα συναντά και έναν αποφασισμένο δολοφόνο.
Ενα περίεργο πράγμα με την σειρά ταινιών «John Wick». Με κάθε κεφάλαιο που προστίθεται σε αυτό το αιματοβαμμένο saga εκδίκησης, με πρωταγωνιστή τον Κιάνου Ριβς σε έναν ρόλο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του, καθώς το βλέπεις - με κάθε λεπτό που περνάει - νιώθεις πως έχεις μπουχτίσει από την καταιγιστική δράση, το τόσο αίμα και την αλόγιστη βία, το υπερβολικά στυλιζαρισμένο του σύμπαν και το γεμάτο κλισέ και διεκπεραιωτικό του σενάριο, αλλά με το που βγαίνεις από την αίθουσα θες κι άλλο.
Κάτι τέτοιο συμβαίνει και με το τρίτο κεφάλαιο της σειράς, με τίτλο «Parabellum» (βγαλμένο από την λατινική φράση «Si vis pacem, para bellum» που σημαίνει «αν θες ειρήνη, ετοιμάσου για πόλεμο»), με τον, ακόμα μια φορά, σκηνοθέτη της Τσαντ Σταχέλσκι να μας δίνει ίσως τη καλύτερη (ή μάλλον την πιο διασκεδαστική), και ταυτόχρονα τη πιο wtf, ταινία της.
Αν νομίζατε πως η δράση είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της με το δεύτερο κεφάλαιο ο Σταχέλσκι κάνει την ανατροπή καταφέρνοντας να βρίσκει τρόπους να ανεβάσει τον πήχη και την ένταση ακόμα πιο ψηλά. Τιμώντας την ιστορία των προηγούμενων ταινιών, το τρίτο κεφάλαιο αρχίζει ακριβώς εκεί που τελειώνει το δεύτερο με τον Σταχέλσκι να προσπαθεί να χωρέσει μέσα ακόμη περισσότερες μάχες, από Ιάπωνες ασασίνους με σπαθιά κατάνα μέχρι σκυλιά δολοφόνους - όλες τέλεια χορογραφημένες μέχρι και την τελευταία μπουνιά.
Αλλες κρατούν πολύ περισσότερο από όσο θα έπρεπε (όπως εκείνη στη Καζαμπλάνκα) και άλλες πολύ λιγότερο (όπως εκείνη πάνω στις μοτοσiκλέτες), αλλά φευ, το όργιο των μαχών δεν σταματά μέχρι το φινάλε καθώς το νεο νουάρ σύμπαν του «John Wick» μεγαλώνει σε ανταπόκριση και... αυτοπεποίθηση. Οι πολύχρωμοι φωτισμοί με τα νέον χρώματα, η μουντίλα που κατακλύζει την Νέα Υόρκη, οι γήινοι χρωματισμοί στο Μαρόκο, όλα δηλαδή όσα σημαντικά συνεισφέρει στην ταινία ο διευθυντής φωτογραφίας Εβαν Σιφ, συμπληρώνουν ένα σκοτεινό και υποχθόνιο κόσμο ο οποίος ξεπηδά από τις σελίδες κάποιου φανταστικού κόμικ και ενώ δείχνει τόσο ίδιος με τον δικό μας, μοιάζει λες και έχουμε μεταφερθεί σε ένα παράλληλο σύμπαν, όπου το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είναι δολοφόνοι.
Παλιοί και νέοι χαρακτήρες, ανάμεσά τους μια μυστηριώδης Δικαστής, μια δυναμική frenemy του Γουίκ (με μια διεκπαιρεωτική Χάλι Μπέρι) και μια Διευθύντρια της Ρωσικής Μαφίας (με μια ακόμα πιο διεκπαιρεωτική, αν και υπέροχη, Αντζέλικα Χιούστον) δίνουν στο σύμπαν αυτό την δυναμική που χρειάζεται για να μην μείνει στάσιμο και βαλτώσει, με τον Κιάνου Ριβς και την στωική ερμηνεία και μινιμαλιστική εκφραστικότητά του, να βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο αυτού του ξέφρενου αυτού roller coaster για δολοφόνους. Το τρίτο, και όχι τελευταίο, κεφάλαιο του «John Wick» τιμά τις b-movie ρίζες από τις οποίες προέρχεται, χωρίς όμως να κάνει κατάχρησή τους, προσφέροντας αρκετές δόσεις ανελέητου fun ως μια ωδή πάνω στο στιλ και την βία χωρίς όμως να τα παίρνει και η ίδια στα σοβαρά. Αρκεί πριν μπεις στην αίθουσα να νεκρώσεις τα εγκεφαλικά σου κύτταρα