Επειτα από ένα έμφραγμα, ένας κάποτε φημισμένος θεατρικός ηθοποιός επανασυνδέεται με τις δύο αποξενωμένες και από διαφορετικές μητέρες κόρες του, που ζουν στο εξωτερικό. Δίχως να χάσει χρόνο, σε μια ίσως ανομολόγητη προσπάθεια να αποκαταστήσει τους εδώ και χρόνια σπασμένους δεσμούς, τις καλεί να πρωταγωνιστήσουν μαζί του σε ένα ανέβασμα του σεξπηρικού «Μάκβεθ». Μόνο που οι εντατικές πρόβες θα φέρουν στην επιφάνεια ανοιχτές πληγές και απωθημένα από το παρελθόν.

Η σχέση ανάμεσα στην αληθινή ζωή και το εμμονικό, σχεδόν ανθυγιεινό πάθος για καλλιτεχνική δημιουργία βρίσκεται στο επίκεντρο της νέας ταινίας του Νίκου Κορνήλιου («11 Συναντήσεις με τον Πατέρα Μου», «Η Μουσική των Προσώπων», «Μητριαρχία») – μια ακανθώδης ισορροπία που έχει απασχολήσει εξίσου εμμονοληπτικά το σινεμά σχεδόν από τη γέννησή του, από τα μιούζικαλ του Μπομπ Φόσι μέχρι τα επώδυνα ψυχοδράματα του Ινγκμαρ Μπέργκμαν. Αυτά τα δεύτερα είναι που μοιάζουν να αποτελούν και το πρότυπο του «Η Τέχνη Καταστρέφει», καθώς ξεδιπλώνει την ταραγμένη συνεργασία ανάμεσα σε δύο γυναίκες και τον πάντοτε απόντα πατέρα τους, έναν άνθρωπο βαθιά αφοσιωμένο στην τέχνη του, εκείνη της υποκριτικής, την ίδια στιγμή, όμως, όχι μονάχα παντελώς ανίκανο να αναπτύξει ουσιώδεις σχέσεις ακόμα και με τους πιο κοντινούς τους ανθρώπους, αλλά και οριακά σαδιστικό στην προσπάθειά του να εκμεταλλευτεί, σχεδόν βαμπιρικά, την ένταση και τα τραύματα του παρελθόντος – για χάρη της Τέχνης.

Μόνο που, δυστυχώς, τίποτα στο «Η Τέχνη Καταστρέφει» δεν εμβαθύνει πέρα από τον ίδιο τον προφανέστατο και μάλλον ατυχή τίτλο της. Ακόμα κι αν προσπεράσει ή αποδεχτεί κανείς τον αψυχολόγητο τρόπο που οι δύο γυναίκες δέχονται την αλλόκοτη αυτή πρόταση στην αρχή του φιλμ, μοιάζοντας αναποφάσιστος για το αν θέλει να κάνει μια ταινία δοκίμιο ή μια ταινία με αληθινούς, τρισδιάστατους ανθρώπους, ο Νίκος Κορνήλιος ξεχνά να τους δώσει οποιοδήποτε χαρακτηριστικό πέρα από το σκοπό τον οποίο πολύ βολικά εξυπηρετούν: ο μονομανής καλλιτέχνης-τέρας, η μία θηλυκή παρουσία ζωώδης και γήινη, η άλλη εύθραυστη και για πάντα κουβαλώντας το αβάσταχτο βάρος του παρελθόντος.

Τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα από το γεγονός ότι από την ταινία μοιάζει να απουσιάζει η ίδια η αίσθηση της Μεγάλης Τέχνης, στο βωμό της οποίας (θα άξιζε ίσως να) θυσιάζονται οι δεσμοί και τα συναισθήματα των ηρώων της. Οι εκτεταμένες, κι ενίοτε αμήχανες, σκηνές από τις πρόβες του «Μάκβεθ» το μόνο που κατορθώνουν είναι να κάνουν ακόμα πιο στομφώδες και φλύαρο το όλο εγχείρημα, δοκιμάζοντας την υπομονή του θεατή και καταπλακώνοντας τις ελάχιστες ειλικρινείς και ανθρώπινες στιγμές των πρωταγωνιστών της, οι ερμηνείες των οποίων αποδεικνύονται σύντομα υπερβολικά άνισες για να στηρίξουν την προδιαγεγραμμένη τραγωδία.

Αντ’ αυτού, υπερισχύει η μάλλον παλιομοδίτικη αντίληψη ότι η σοβαροφάνεια και η επιτηδευμένα καταθλιπτική διάθεση επισφραγίζουν τη σοβαρότητα των όσων λέγονται: με μουντή αισθητική, πομπώδεις διαλόγους, κλειστοφοβική ατμόσφαιρα που λίγο πολύ περιορίζεται σε τρεις χώρους, κι εξοστρακίζοντας κάθε υποψία χιούμορ από τους αγέλαστους πρωταγωνιστές της, το «Η Τέχνη Καταστρέφει» βαδίζει αποφασιστικά προς την επιβεβαίωση του τίτλου του σαν να ήταν εξαρχής αυτός ο μόνος του στόχος.