Μα, πραγματικά, πως το καταφέρνει όλο αυτό;
Πώς ένας δημιουργός που έχει ήδη αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού περισσότερες από μία φορές, επιστρέφει ξανά στον ίδιο κόσμο χωρίς να μοιάζει εγκλωβισμένος στο ίδιο του το αποτύπωμα; Στην περίπτωση του Τζέιμς Κάμερον, το ερώτημα δεν αφορά πια μόνο την τεχνολογία ή το μέγεθος της παραγωγής, αλλά κάτι πιο άπιαστο: την ικανότητά του να μετατρέπει το καθαρό θέαμα σε εμπειρία που σε καταπίνει, σε σινεμά που δεν το παρακολουθείς απλώς, αλλά το βιώνεις με όλες σου τις αισθήσεις.
Το «Avatar: Φωτιά και Στάχτη» ξεκινά με αυτή τη σιωπηλή πρόκληση απέναντι στον θεατή, γνωρίζοντας καλά ότι δεν έχει πια την πολυτέλεια της έκπληξης που είχε το πρώτο «Avatar». Κι όμως, μέσα από την επιστροφή στην Πανδώρα, ο Κάμερον επιμένει να αφηγείται τον ίδιο μύθο με διαφορετική ένταση, πιο σκοτεινή, πιο βαριά, πιο φορτισμένη συναισθηματικά. Δεν υπόσχεται το καινούργιο για το καινούργιο, αλλά κάτι ίσως πιο δύσκολο: μια ακόμη βουτιά σε έναν κόσμο γνώριμο, με την αυτοπεποίθηση ότι, αν το σινεμά είναι ακόμη ζωντανό, τότε μπορεί να καίει και να αφήνει στάχτες.
Η οικογένεια του Τζέικ και της Νεϊτίρι αντιμετωπίζει τη θλίψη μετά τον θάνατο του Νετέγιαμ, συναντώντας μια νέα, επιθετική φυλή, τον Λαό της Στάχτης, οι οποίοι ηγούνται των φλογερών Βαράνγκ, καθώς η σύγκρουση στην Πανδώρα κλιμακώνεται και αναδύεται ένα νέο ηθικό ζήτημα.
Σκηνοθετικά, ο Κάμερον αποδεικνύει για ακόμη μία φορά ότι παραμένει ο αδιαμφισβήτητος μαέστρος του blockbuster. Δεν υπάρχει τίποτα τυχαίο στον τρόπο που χτίζει τις σκηνές του, ούτε στις μεγάλες σεκάνς δράσης ούτε στις πιο εσωτερικές στιγμές των χαρακτήρων. Η κάμερα κινείται με απόλυτη αυτοπεποίθηση μέσα στον ψηφιακό κόσμο της Πανδώρας, δίνοντας χώρο στο βλέμμα να περιπλανηθεί και στον θεατή τον χρόνο να νιώσει ότι δεν παρακολουθεί απλώς ένα ψηφιακό θέαμα, αλλά βρίσκεται μέσα σε έναν ζωντανό οργανισμό. Το 3D εδώ δεν λειτουργεί ως εντυπωσιακό περιτύλιγμα, αλλά ως βασικό αφηγηματικό εργαλείο. Είναι από τα πιο εντυπωσιακά που έχουμε δει ποτέ, με βάθος, καθαρότητα και μια αίσθηση φυσικής παρουσίας που σπανίζει στο σύγχρονο σινεμά.
Το σενάριο επιστρέφει στα γνώριμα μονοπάτια της σειράς, αυτή τη φορά όμως με μεγαλύτερη έμφαση στη θλίψη και στο πένθος. Ο χαμός δεν λειτουργεί απλώς ως δραματικός καταλύτης, αλλά ως εσωτερική πληγή που καθορίζει τις επιλογές των ηρώων. Ο Τζέικ και η Νεϊτίρι βρίσκονται αντιμέτωποι με το βάρος της απώλειας, ενώ η ιδέα της συγχώρεσης του εχθρού τους έρχεται όχι ως εύκολη λύση, αλλά ως μια επώδυνη, σχεδόν αντίθετη προς το ένστικτο, διαδικασία. Ο Κάμερον δεν ενδιαφέρεται τόσο να εκπλήξει αφηγηματικά όσο να επιμείνει στα ίδια, διαχρονικά του θέματα, την αποικιοκρατία, τη βία, τη συμφιλίωση και την ανάγκη να σπάσει ο φαύλος κύκλος της εκδίκησης.
Σε σύγκριση με το «The Way of Water», το «Φωτιά και Στάχτη» μοιάζει πιο σκοτεινό στον τόνο και λιγότερο εξερευνητικό ως προς τον κόσμο του, εστιάζοντας περισσότερο στη σύγκρουση και στην ψυχολογική φθορά των χαρακτήρων. Δεν προσφέρει τη ριζική αίσθηση καινοτομίας που είχε το πρώτο «Avatar», ούτε καν την υφολογική φρεσκάδα του δεύτερου, και σε αυτό το σημείο η αίσθηση του γνώριμου γίνεται αναπόφευκτη. Ωστόσο, αυτή η επανάληψη δεν μεταφράζεται σε κόπωση. Αντιθέτως, λειτουργεί σαν συνειδητή επιλογή ενός δημιουργού που γνωρίζει ακριβώς τι θέλει να αφηγηθεί και πώς να το αφηγηθεί.
Τα οπτικά εφέ παραμένουν σημείο αναφοράς. Κάθε πλάνο είναι δουλεμένο με μια εμμονική φροντίδα στη λεπτομέρεια, από τις υφές του περιβάλλοντος μέχρι την κίνηση των σωμάτων και των στοιχείων της φύσης. Η αίσθηση του χώρου και της κλίμακας είναι τέτοια που δύσκολα συγκρίνεται με οτιδήποτε άλλο στο σύγχρονο blockbuster σινεμά. Παράλληλα, οι ερμηνείες, μέσα από το φίλτρο του motion capture, κουβαλούν πραγματικό συναισθηματικό βάρος. Η Ζόι Σαλντάνα δίνει στη Νεϊτίρι μια ωμότητα και μια ευθραυστότητα που ξεχωρίζει, ενώ ο Σαμ Γουόρθινγκτον παρουσιάζει έναν Τζέικ πιο κουρασμένο, πιο ανθρώπινο από ποτέ.
Το «Avatar: Φωτιά και Στάχτη» μπορεί να μην αλλάζει τους κανόνες του παιχνιδιού όπως έκανε το πρώτο «Avatar», αλλά παραμένει ένα δείγμα αυθεντικού επικού σινεμά, φτιαγμένο για τη μεγάλη οθόνη και μόνο για αυτήν. Και τελικά, η απάντηση στο αρχικό ερώτημα έρχεται σχεδόν αβίαστα. Το κάνει αυτό γιατί ο Τζέιμς Κάμερον δεν αντιμετωπίζει το blockbuster ως προϊόν, αλλά ως εμπειρία. Γιατί εξακολουθεί να πιστεύει στη δύναμη της εικόνας, του συναισθήματος και της μεγάλης αφήγησης. Και όσο το σινεμά εξακολουθεί να χρειάζεται τέτοιες εμπειρίες, εκείνος θα βρίσκει τον τρόπο να μας τις προσφέρει.

