[προσοχή: Το παρακάτω κείμενο δεν αποκαλύπτει σημαντικά τμήματα της πλοκής που έχουν νόημα για την αφήγηση της ταινίας, ωστόσο για τις ανάγκες της κριτικής ενδέχεται να χαλάσει εκπλήξεις για όποιον θεατή θέλει να δει την ταινία χωρίς να γνωρίζει τίποτα, γι' αυτό και προτείνουμε να διαβάσετε το κείμενο αφού έχετε δει την ταινία.]

Πολυδιαφημισμένο ως μια ακόμη ταινία από τους παραγωγούς του «Τρέξε» και του «Us» και προϊόν μιας κοινωνικοπολιτικής επανάστασης που δεν ξεκίνησε και δεν τελειώνει σίγουρα στο #BlackLivesMatter, το «Antebellum» που υπογράφουν δύο από τα πιο λαμπερά ονόματα του video clip, προϊδεάζει ήδη πριν μάθεις οτιδήποτε γι’ αυτό για μια υβριδική μορφή ταινίας τρόμου με ακτιβιστικό, αντιρατσιστικό πρόσημο - ακριβώς δηλαδή όπως είναι (ή για όσους δεν τον αποθεώνουν και δηλώνουν δικαίως πιο σκεπτικοί, όπως θα ήθελαν διακαώς να είναι) οι δύο διάσημες ταινίες του Τζόρνταν Πιλ.

Παρατήρηση πρώτη: Μην διαβάσετε τίποτα (π.χ την Wikipedia που σποϊλάρει με πάθος τις υποθέσεις των ταινιών) πριν δείτε το «Antebellum». Η πραγματικά μοναδική ευχαρίστηση που προσφέρει είναι το twist της υπόθεσης που το διαισθάνεσαι ήδη από τις πρώτες (και καλύτερες) σκηνές και που μέχρι να ξετυλιχθεί και να καταλήξει στο φινάλε έχει προλάβει να σε ενθουσιάσει και να σε ξενερώσει, μαζί με όλα όσα μπορούν να χωρέσουν ενδιάμεσα στα δύο αυτά συναισθήματα.

Παρατήρηση δεύτερη: Το Antebellum δεν είναι «Τρέξε» ούτε «Us». Δηλαδή είναι ξεκάθαρα πνευματικό παιδί αυτού του νέου είδους, αλλά, αν και το πιο φιλόδοξο (ναι, υπό συνθήκες πιο φιλόδοξο και από το «Us»), καταλήγει το πιο προβληματικό. Οι λόγοι είναι απλοί. Στο επίπεδο του τρόμου - όπου το «Τρέξε» διέπρεψε - το «Antebellum» είναι μάλλον ασθενικό, αντιμετωπίζει την αγωνία με όρους τηλεοπτικού επεισοδίου μιας σειράς του φανταστικού και αρνείται να τραβήξει τα άκρα του για να αποδειχθεί και πραγματικά τρομακτικό. Στο επίπεδο του κοινωνικού σχολίου από την άλλη, τραβάει από τα μαλλιά τη σάτιρα (σχεδόν με τον τρόπο που το έκανε και το «Κυνήγι» - και αυτό δεν το λέμε για καλό) και ενώ σου δημιουργεί αναπόφευκτα άβολα συναισθήματα, αυτό δεν αρκεί για να γίνει και πειστικό ή να ξεπεράσει την αίσθηση του «ωραία ιδέα» και να γίνει πραγματικά ένα μανιφέστο που ενώνει με τον πιο σκληρό τρόπο το παρελθόν με το παρόν των Μαύρων σε μια Αμερική που, αν της δινόταν η δυνατότητα, θα αντάλλασσε κάθε τετραγωνικό της με ένα θεματικό πάρκο.

Στο μέσο μια δύσκολης ισορροπίας που σταματάει να αντέχει τους κραδασμούς μιας ισχνής δραματουργίας ήδη από το πρώτο πέρασμα στο «τι ακριβώς βλέπουμε;», η Τζανέλ Μονέ είναι η ηρωίδα της υπόθεσης - και αυτής μέσα στην ταινία και αυτή της ταινίας. Ηρωίδα γιατί σηκώνει στους ώμους της και τελικά διεκπεραιώνει με έναν τρόπο ένα δύσκολο εγχείρημα που όμως την ισοπεδώνει, εκεί όπου μια πιο τολμηρή ή πιο κλασική (ή μια ερμηνευτικά πιο απρόβλεπτη) επιλογή θα μπορούσε τουλάχιστον να την απομονώσει ως φέρουσα η ίδια το μεγάλο - και μεγαλύτερο από την ίδια την ταινία - μήνυμα που τώρα μοιάζει με ένα απλό σύνθημα και αρκετή φασαρία από πίσω του για να ακουστεί δυνατά και αρκούντως διδακτικά.

Προβληματική ακόμη και στην επιλογή της ακτιβιστικής της κατεύθυνσης, η «Εκλεκτή» επιλέγει την εικονογραφία, αλλά και τον ισχυρό συμβολισμό, φυσικά, της δουλείας ως την ιδανική μεταφορά για τα δεσμά του ρατσισμού, σε μια εποχή ωστόσο που οι Μαύροι επιθυμούν την πιο δυναμική αντιπροσώπευσή τους απέναντι στην αστυνομική και κοινωνική βία. Μαζί και το γεγονός ότι φλερτάρει και με την προβληματική της γυναικείας χειραφέτησης με έναν αποφασιστικό αν και παλιομοδίτικο τρόπο (τα εύσημα ωστόσο στην Γκαμπούρνι Σιντιμπέ που εκφράζει και η ίδια, ως μια ηθοποιός που, μετά το «Precious», δεν βρήκε ανοιχτές πόρτες στο Χόλιγουντ, σχεδόν και τις δύο θεματικές της ταινίας μαζί).

Ενα δυνατό σχόλιο για το #BlackLivesMatter, το #MeToo κι όχι μόνο, αν βρισκόμασταν ενώπιον μιας (πολύ) καλής ταινίας κι όχι μιας σχεδόν οικτρά απογοητευτικής προσπάθειας που παρά τις καλές της προθέσεις, στηρίζεται υπερβολικά στην κεντρική της ιδέα, χωρίς να έχει φροντίσει να μην μείνει σε αυτήν.