Δώδεκα ξένοι μεταξύ τους άνθρωποι ξυπνούν σε ένα ξέφωτο. Δεν γνωρίζουν πού βρίσκονται, ούτε πώς έφτασαν εκεί. Δεν γνωρίζουν ότι τους έχουν επιλέξει... για έναν πολύ συγκεκριμένο σκοπό: Το Κυνήγι.

Στη σκιά μιας σκοτεινής ιντερνετικής θεωρίας συνωμοσίας, μια ομάδα εκλεκτών συγκεντρώνεται για πρώτη φορά σε μια απομακρυσμένη έπαυλη για να κυνηγήσουν ανθρώπους για.. σπορ. Αλλά τα σχέδιά τους θα ανατραπούν, καθώς μία από τις «κυνηγημένες», η Κρίσταλ γνωρίζει τους κανόνες του παιχνιδιού καλύτερα και από τους ίδιους. Αντιστρέφει τους όρους, διαλέγοντάς τους δολοφόνους έναν έναν, και κατευθύνεται προς τη μυστηριώδη γυναίκα που βρίσκεται στο κέντρο όλων.

Η χρονική στιγμή: Το «Κυνήγι» του Κρεγκ Ζόμπελ, μοιάζει να αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα για το πως η στιγμή που μια ταινία βγαίνει στις αίθουσες αλλάζει ριζικά τον τρόπο που θα διαβαστεί από τους θεατές της. Στην προκειμένη περίπτωση, η αρχική της έξοδος στις αίθουσες αναβλήθηκε μετά τις μαζικές δολοφονίες στο Ντέιτον και το Ελ Πάσο και ο κορονοϊός επέβαλε την έξοδό της στην αμερική σε VOD. Ισως πολύ καλύτερα αφού αν είχε την υπομονή να περιμένει τις αίθουσες να ανοιξουν -όπως συνέβη εδώ- θα βρισκόταν αντιμέτωπη με ένα πολύ πιο σημαντικό θέμα από τον «ταξικό» και «ιδεολογικό» πόλεμο που βρίσκεται στο κέντρο της ιστορίας της, το κίνημα του Black Lives Matter που κάνει κάθε απόπειρα εμπρηστικής σάτιρας για οποιοδήποτε άλλο ζήτημα της αμερικής, να μοιάζει ήσσονος σημασίας.

Ομως, ακόμη κι αν δεν μπορείς να ξεχάσεις μια ταινία σε ένα χωροχρονικό κενό, κοιτάζοντας το «Κυνήγι» αποκομμένο από τα όσα συμβαίνουν στον πλανήτη γυρω μας, δεν μπορείς παρά να αναγνωρίσεις την ευφυΐα και το θράσος του, την γενναία απόπειρα του να μιλήσει για την πόλωση της αμερικανικής κοινωνίας και το ιδεολογικό χάσμα που χωρίζει τα δύο στρατόπεδα. Κι ακόμη πιο ευρηματικά, επιλέγει να το κάνει όχι με την σοβαροφάνεια μιας καθαρόαιμης ταινίας τρόμου, αλλά υπονομεύοντας τα πάντα μέσα από το φίλτρο μιας συχνά ανίερης σάτιρας.

Οι προθέσεις του είναι αξιέπαινες και ο τρόπος του συχνά τολμηρός, αλλά το αποτέλεσμα δεν πετυχαίνει ποτέ να γίνει όσο πολιτικό θα περίμενες ή θα μπορούσε. Προσπαθώντας να ικανοποιήσει εξίσου τους φαν του σινεμά είδους όσο κι αυτούς που περιμένουν κάτι πιο ουσιώδες, τα καταφέρνει μάλλον καλύτερα στο πρώτο του σκέλος, αλλά δεν παύει να δείχνει ελαφρώς μισοψημένο και τελικά λίγο περισσότερο επιφανειακό απ όσο θα του άξιζε.