Οκτώ άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι, καταφθάνουν σε μία βίλα που αποτελεί και το μοναδικό σπίτι ενός απομονωμένου νησιού. Για διαφορετικούς λόγους ο καθένας είναι προσκεκλημένοι του «κύριου Οουεν», τον οποίον κανείς δεν γνωρίζει προσωπικά. Ομως ο ιδιοκτήτης είναι άφαντος, κι ένας δίσκος γραμμοφώνου τούς αποκαλύπτει την πραγματική αιτία που βρίσκονται εκεί: μαζί με τον μπάτλερ και τη μαγείρισσα αποτελούν «10 μικρούς Ινδιάνους» - δέκα ένοχους για φόνο. Εγκλήματα, για τους οποία δεν τιμωρήθηκαν ποτέ. Παρόμοια με το ανατριχιαστικό παιδικό νανούρισμα όμως, και οι δέκα έχουν βρεθεί εκεί για να εξοντωθούν - ένας, ένας. Παγιδευμένοι στο έρημο νησί, χωρίς καμία ελπίδα διαφυγής (η μοναδική βάρκα περνάει κάθε Δευτέρα), οι ξένοι παρακολουθούν τους στίχους του παιδικού τραγουδιού να επιβεβαιώνονται, καθώς οι συγκάτοικοί τους βρίσκονται δολοφονημένοι μυστηριωδώς. Ομως δεν υπάρχει άλλος άνθρωπος στο νησί. Κι αυτό μπορεί να σημαίνει μόνο ένα πράγμα: ο κύριος Οουεν, ο δολοφόνος, είναι ανάμεσά τους...
Το 1945, ο οσκαρικός σεναριογράφος Ντάντλεϊ Νίκολς («Ο Καταδότης», «Stagecoach», «Για Ποιον Χτυπάει η Καμπάνα») διασκευάζει σεναριακά το -κλασικό πλέον- αστυνομικό μυθιστόρημα της Αγκάθα Κρίστι «Δέκα Μικροί Ινδιάνοι» (1939) κι ο Ρενέ Κλερ («Man About Town», «A Nous la Liberté») αναλαμβάνει την κινηματογραφική του μεταφορά. Μαίνεται ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Γάλλος σκηνοθέτης έχει καταφύγει στην Αμερική και δουλεύει για το Χόλιγουντ, το οποίο παράγει κυρίως μιούζικαλ και κωμωδίες για να κρατάει το ηθικό του κοινού ψηλά.
Κι αυτό έχει σημασία για να καταλάβει κανείς τους λόγους για τους οποίους ο Νίκολς αλλάζει το κυνικό, πικρό φινάλε της Αγκάθα Κρίστι σε κάτι που ταιριάζει στα ευκολόπιοτα χάπι εντ του Old Hollywood, όπως και γιατί ο Κλερ ισορροπεί (εξαιρετικά) το μυστήριο, το σασπένς και τη φρίκη, με ένα λεπτό, φλεγματικό και σε στιγμές σλάπστικ χιούμορ.
Ο ειρωινικός, off-comedy τόνος όμως δεν υπονομεύει σε τίποτα το αριστοτεχνικά κατασκευασμένο θρίλερ του Κλερ, ο οποίος επιλέγει να μη δείξει κανέναν φόνο, αλλά να στηρίξει όλη τη χειραγώγηση του κοινού σε αυτό ακριβώς: όλα συμβαίνουν ανεξήγητα, μέσα στο ίδιο σπίτι, σ' ένα διπλανό δωμάτιο, αλλά εκτός κάδρου. Η αγχωτική προσμονή της επόμενης δολοφονίας (και μάλιστα ταιριαστά με τους στίχους του τραγουδιού), ενώ η επίλυση του whodunnit δεν είναι καθόλου προφανής, κρατά το θεατή σε εγρήγορση κι αγωνία. Πολλές φορές θα θυμηθεί κανείς τον Χίτσκοκ (ήδη από τη «Lifeboat» βάρκα που μεταφέρει το ψηφιδωτό των χαρακτήρων, μέχρι το νήμα πλεξίματος που οδηγεί σ' ένα πτώμα, ή τα πόδια ενός ακόμα θύματος που βρίσκονται στο πρώτο πλάνο ενός πλάνου, προτού ανοίξει το κάδρο και αποκαλύψει όλη την αλήθεια).
Παράλληλα, ο Κλερ χρησιμοποιεί εξαιρετικά την κίνηση της κάμερας σε σχέση με τον λαβύρινθο και τους όγκους των χώρων, τη φωτοσκίαση των κάδρων (υπάρχει μία αριστουργηματική σκηνή που παίζει με τη διακοπή ρεύματος) και τον ήχο, ώστε τίποτα να μην αποτυπώνεται περιορισμένα και θεατρικά.
Το αποτέλεσμα αποτελεί την καλύτερη κινηματογραφική διασκευή του βιβλίου, κι ένα masterclass για το πώς μία πιο feelgood εκδοχή μίας σκοτεινής, φρικιαστικής ιστορίας δεν στερείται βάθους και ουσίας: όσο οι χαρακτήρες αποτυπώνονται μαεστρικά στο φακό του Κλερ να στρέφονται παρανοϊκά ο ένας εναντίον του άλλου, η εν δυνάμει δολοφονική φύση όλων των ανθρώπων (η οποία αποτελεί και το κεντρικό σχόλιο της Αγκάθα Κρίστι) έχει κερδίσει το κοντινό της.