O Πρίγκιπας Αμλετ, γιος του πρόσφαντα εκλιπόντος Βασιλιά της Δανίας, είναι σίγουρος πως ο θείος του και αδερφός του πατέρα του, ο Κλαύδιος, που ανέβηκε στο θρόνο και παντρεύτηκε τη μητέρα του Γερτρούδη, είναι ο δολοφόνος του πατέρα του. Οταν το φάντασμα του πεθαμένου Βασιλιά του θα εμφανιστεί μπροστά του επιβεβαιώνοντας την υποψία του, ο Αμλετ γεμίζει από οργή και αποφασίζει να πάρει εκδίκηση για το θάνατο του πατέρα του.

Σε μια πιο εύκολη διαδικασία από τη σύγκριση ανάμεσα στις αμέτρητες θεατρικές του διασκευές, η επιλογή ανάμεσα στους κινηματογραφικούς «Αμλετ» ήταν πάντοτε μια μάχη ανάμεσα σε δύο... ιερά τέρατα. Τον «Αμλετ» του Λόρενς Ολίβιε από το 1948 και αυτόν του Ρώσου Κόζιντζεφ που το 1964, είκοσι περίπου μετά τη ρομαντική και μελαγχολική εκδοχή του Ολίβιε, ήρθε για να μετατρέψει τον Δανό πρίγκιπα σε έναν επαναστάτη... με αιτία.

Αφαιρώντας και αυτός (όπως και ο Ολίβιε) από την τετράωρη διάρκεια του αυθεντικού κειμένου του Σαίξπηρ τόσο, ώστε να μείνει καθαρός κινηματογραφικός χρόνος 140 λεπτών, ο Κόζιντζεφ – σε αντίθεση με τον Ολίβιε – κράτησε όλη την πολιτική διάσταση του έργου, σε μια προσπάθεια να κάνει τον Αμλετ του έναν σχεδόν ακτιβιστή action hero.

Ναι, ακούγεται παράξενο και σε μια πρώτη ανάγνωση παράδοξο. Κι, όμως, ο Αμλετ του Κόζιντζεφ, με τον ανδρισμό και την αποφασιστικότητα που τον ενσαρκώνει ο Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι, είναι ένας «παιδί» που ζητάει εκδίκηση για το θάνατο του πατέρα του, ένα αγόρι που ερωτεύεται σαν αυτό να ήταν το τελευταίο πράγμα που θα κάνει στη ζωή του και ένας άντρας παγιδευμένος μέσα στο στρόβιλο μιας παράλογης καθημερινότητας που θα τον βρει – αντίθετα εδώ και με τον Σαίξπηρ – πιο λογικό από όσους προσπαθούν να τον νουθετήσουν σύμφωνα με τις δικές τους επιθυμίες.

Πατώντας πάνω στη γλαφυρή μετάφραση του Μπόρις Πάστερνακ (ο συγγραφέας του «Δρ. Ζιβάγκο) και αφήνοντας χώρο για την «κλασική» μουσική του Ντμίτρι Σοστακόβιτς, ο Κόζιντζεφ γίνεται αιρετικός και γι’ αυτό ίσως πολύ πιο κινηματογραφικός. Πετάει ολόκληρα κομμάτια διαλόγων, βάζει το «Να ζει κανείς ή να μη ζει; σε voice over με τον Αμλετ πλάτη στον θεατή και βγάζει τη δράση από το αμαρτωλό και στοιχειωμένο παλάτι στην μανιασμένη φύση.

Μέρος της ελεύθερης αυτής φύσης, ο Δανός πρίγκιπας μοιάζει να σκέφτεται, να μιλά και να δρα με την ίδια δύναμη που φυσά ο αέρας, με την ίδια ορμή που τα κύματα της θάλασσας σκάνε πάνω στα βράχια, με την ίδια επαναστατική διάθεση που θα τον κάνει να απομονωθεί, να μιλάει με φαντάσματα και να περιπλανιέται αέναα σε έναν κόσμο μέσα στον οποίο θα νιώθει πάντα... ξένος.

Σε εκτυφλωτικό ασπρόμαυρο, με επιμονή στις λεπτομέρειες των προσώπων και των σιωπών, ο Κόζιντζεφ φτιάχνει τελικά ένα δικό του μύθο, πιστό στον Σαίξπηρ αλλά και ολότελα διαφορετικό. Ενα πολιτικό μανιφέστο υπέρ της ατομικής επανάστασης και ταυτόχρονα ένα ποιητικό γοτθικό παραμύθι ενηλικίωσης που, είναι αλήθεια, πως σε πολλά σημεία του μοιάζει να μην αναπνέει κάτω από το βάρος της έντονης (σχεδόν επικής) κινηματογραφικής του γραφής, προερχόμενης από την βαριά ρωσική παράδοση των δημιουργών του.

Σιγουρα όχι καλύτερος από αυτόν του Ολίβιε, αλλά άξιος να συγκρίνεται μαζί του, σε δύο κορυφαίες μεταφορές που όχι τυχαία χτυπήθηκαν από τους μελετητές του Σαίξπηρ. Ισως γιατί οι τελευταίοι δεν θα μπορούσαν ποτέ να πειστούν πως ο Αμλετ ήταν ήδη από τη σύλληψη του ένας ήρωας καθαρά κινηματογραφικός.