Είμαστε λαός με πάθη βιαστικά, μάλλον. Με κάθε αφορμή, κάθε κουιζ στα social media, κάθε επιστολή διαμαρτυρίας, χιλιάδες άνθρωποι συμμετέχουν, προσυπογράφουν, μοιράζονται αναμνήσεις από τις σκοτεινές αίθουσες, ή τις λιγότερο σκοτεινές θερινές αίθουσες, ή τις αίθουσες που μπορεί να κλείσουν - όσο, όμως, οι αίθουσες αυτές είναι ανοιχτές, τελικά, οι ίδιοι άνθρωποι σίγουρα δεν πηγαίνουν σινεμά. Δεν βγαίνουν τα νούμερα.
Διαβάστε ακόμη: Θα επιστρέψει ο κόσμος (παγκοσμίως) στις αίθουσες;
Η απόγνωση που μας έχει πιάσει - όσους, πιο άμεσα ή πιο περιφερειακά, ασχολούμαστε με τον κινηματογράφο - τα τελευταία χρόνια, με την «έλευση» του Netflix και, σιγά-σιγά, των δεκάδων ακόμα πλατφορμών, με τους περιορισμούς της πανδημίας, την εξοικείωση του θεατή με τις ταινίες και τις σειρές που μπορεί να βλέπει (και φθηνότερα) στο σπίτι, κορυφώθηκε σε απελπισία το τετραήμερο που μας πέρασε. Οχι μόνο γιατί, όπως μπορείτε να διαβάσετε εδώ αναλυτικά, στην Ελλάδα χτυπήσαμε ένα μνημειώδες low, ούτε γιατί στην Αμερική ο «Παράξενος Κόσμος», Σαββατοκύριακο των Ευχαριστιών, πάτωσε μεγαλοπρεπώς κι άντε τώρα να πείσεις την Disney ότι αξίζει να βγάζει ταινίες και στις αίθουσες κι όχι μόνο στο Disney+.
φωτογραφίες από κλειστές αίθουσες, του Χιρόσι Σουγκιμότο
Κυρίως γιατί κάποιες από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς μεταβάλλονται σε εφήμερες εικόνες, κάπου κάποιου το μάτι τις παίρνει και μετά χάνονται: αυτό, το τελευταίο ελληνικό Σαββατοκύριακο, η νέα ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ, οι «Fabelmans», μια ταινία υπέροχη, γραμμένη για το ίδιο το σινεμά, για την αγάπη γι' αυτό ενός από τους μεγαλύτερους δημιουργούς της σύγχρονης εποχής, βρε αδερφέ η νέα ταινία του Σπίλμπεργκ τελικά που, όχι, δεν θα έχεις την ικανοποίηση να δεις σε λίγες μέρες στην προσωπική σου οθόνη. Και τι ειρωνεία, να βγαίνει πριν την ταινία ο ίδιος ο Στίβεν και να σ' ευχαριστεί, προσωπικά, που τίμησες τη μεταξύ σας συμφωνία να πας σινεμά και ν' απολαύσεις τον κόπο του εκεί, όπως του αρμόζει. Ποιον; Εσένα και τους άλλους έξι φανατικούς κι άλλους τρεις που περιμένουν ακόμα στο μπαρ;
Μαζί δεν είδε το κοινό ποτέ το νέο animation της Disney (πέρασε τόσος καιρός απ' όταν αυτή η φράση ήταν event;), το αγαπημένο παραμύθι του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, λίγο καιρό πριν το «Dodo», τη νέα ταινία ενός από τους σπουδαιότερους και πιο αιχμηρούς Ελληνες σκηνοθέτες, λίγο πιο πριν τον Κρόνενμπεργκ, τον Κρόνενμπεργκ που γύρισε την ταινία του στην Αθήνα, ούτε καν από περιέργεια. Ούτε άλλωστε και την «Αγία Εμυ» της Αρασέλης Λαιμού που, τώρα, βρίσκεται υποψήφια για δύο Independent Spirit Awards στην Αμερική, διάκριση πρωτοφανής για ελληνική ταινία.
Το κοινό δεν βλέπει, πια, ταινίες αν δεν του εγγυηθεί κάποιος ότι εκατό τοις εκατό θα είναι αριστουργήματα ή θα περάσει χάρμα - κι όμως, δεν χρειάζεται να είναι ο καλύτερος Σπίλμπεργκ όλων των εποχών για να τον δούμε στο σινεμά, θα πάμε για να δούμε την τέχνη καθώς γεννιέται και γιατί κάτι έχει να πει για την εποχή μας. Και, φυσικά, ο τελευταίος που φταίει γι' αυτή την απουσία είναι ο... απών και η απούσα, οι θεατές.»
Φταίει σίγουρα η άρπα-κόλλα έξοδος (γενικολογούμε, έστω), των ταινιών που έρχονται στις αίθουσες διεκπεραιωτικά, αδούλευτες, από κουρασμένους εργαζόμενους μιας ακούραστης τέχνης. Φταίει που οι διανομείς βγάζουν ασταμάτητα ταινίες με την ντουζίνα, οι οποίες έχουν προεξοφλημένη οριακά μια δεύτερη εβδομάδα προβολής στις αίθουσες. Φταίει που οι αιθουσάρχες κοιτάζουν πρώτα την τσέπη τους και μετά την ικανοποίηση του θεατή-πελάτη, αφήνοντας τους χώρους τους κρύους, σκοτεινούς, κάνοντας προσφορές στα εισιτήρια που, ωστόσο, επειδή δεν γίνονται μαζικά κι οργανωμένα, το κοινό δεν τις αντιλαμβάνεται, καθυστερώντας την έναρξη της ταινίας για να δουλέψει το μπαρ (γενικολογούμε, το είπαμε). Φταίμε εμείς, που γράφουμε, που πελαγωμένοι προσπαθούμε να τα χωρέσουμε όλα χωρίς προτεραιότητα, χωρίς ειδικό βάρος.
φωτογραφίες από κλειστές αίθουσες, του Χιρόσι Σουγκιμότο
Φταίει κι αυτή η αναθεματισμένη συλλογική κατάθλιψη, με τα νεύρα τσιτωμένα, μετά την κρίση, μετά την πανδημία, που θα σε κάνει να μετρήσεις διπλά πού θα δώσεις τα ευρώ σου, που θα σε διευκολύνει πείθοντάς σε να μείνεις στο σπίτι, που θα σε κάνει βιαστικό, τόσο που να μην έχεις χρόνο, όπως είχες παλιά, να κουβεντιάσεις με μια παρέα τι είδες, πώς ήταν, τι θα δεις. Πιο εύκολο να μιλήσεις για τις τελευταίες σειρές, όλο και κάποια θα έχει δει, τα πάνω-πάνω, η παρέα.
Αυτό το κείμενο δεν φτάνει σε κάποιο συμπέρασμα. Αν υπήρχε συμπέρασμα, θα το είχαν διαπιστώσει νωρίτερα και σωστότερα, ικανότεροι από εμάς και, βάσει αυτού, θα προσέλκυαν ξανά το κοινό στους κινηματογράφους. Φτάνει μόνο σ' αυτή τη μελαγχολική παρατήρηση που έχει γεύση λιγότερο επαγγελματία και περισσότερο θεατή. Γιατί τα προηγούμενα σαββατοκύριακα πήγαμε σινεμά κι ήμασταν μόνοι. Και ξέρουμε ότι αν ήμασταν εκεί, όλοι μαζί, μπορεί να μην είχε αλλάξει η ζωή μας (μπορεί, κάποιες φορές, και να είχε αλλάξει), αλλά θα είχαμε περάσει ένα πολύ όμορφο βράδυ, που θα το συζητούσαμε μετά. Και θα μετρούσαμε τους σταθμούς στη ζωή μας με τις ταινίες - και τις ταινίες ως σταθμούς. Γιατί αλλιώς, δεν είναι όλα μάταια;
[ © Ruby Fresson }