Στις ταινίες του Πάνου Χ. Κούτρα υπάρχει, πάντα όπως φαίνεται, ένα στοιχείο... «ιαματικό». Είτε όταν η Αθήνα πρόκειται να καταστραφεί από béchamel overload, όπως στην πρώτη του ταινία, την «Επίθεση του Γιγαντιαίου Μουσακά» το 1999, είτε όταν οι ήρωες αναζητούν μια θέση σ' έναν αφιλόξενο κόσμο, όπως στην πιο πρόσφατη, το «Xenia», τα φιλμ του ντύνονται πάντα με μια ζεστασιά, ένα συναισθηματισμό, έναν εκτός συμβατικών ορίων ανθρωπισμό που κάμπτει τις άμυνες απέναντι στο παράδοξο και σε τυλίγει με μια κουβερτούλα αγάπης, που προστατεύει το ανθρώπινο είδος σαν εύθραυστο αυγό. Το «Dodo», η πέμπτη του μεγάλου μήκους ταινία, όχι απλώς δεν αποτελεί εξαίρεση, αλλά συμπυκνώνει αυτό τον αλλόκοτο οπτιμισμό σε μια ταινία ωριμότητας.
Το σκηνικό, αυτή τη φορά, είναι κλειστό. Εδώ δεν υπάρχουν οι πολύβουοι δρόμοι και η αστική γοητεία των άλλων ταινιών του αλλά, πιο κοντά στην «Αληθινή Ζωή», μια πολυτελής, απομονωμένη βίλα, με πισίνα, κήπο και πρόσφορες κρυψώνες. Εδώ ζει η Μαριέλλα με τον άντρα της, τον Παύλο Καρακώστα, ένα πάλαι ποτέ πλούσιο ζευγάρι στο χείλος της οικονομικής καταστροφής. Σε δυο μέρες παντρεύουν την κόρη τους, τη Σοφία, μ' έναν πολύφερνο γαμπρό που θα λύσει τα προβλήματά τους: όχι όμως κι εκείνα που προκύπτουν όταν, από το πουθενά, ανακαλύπτουν στον κήπο τους ένα καταδιωκόμενο ντόντο με ιδιαίτερη αγάπη για τα ποπ κορν. Ενα πουλί που έχει εξαφανιστεί εδώ και 300 χρόνια και που έρχεται για να θυμίσει, ίσως, ότι οι τελευταίες ρανίδες ανθρώπινης τρυφερότητας έχουν, πρέπει, μπορεί να διασωθούν. Εστω κι αν χρειαστεί να περάσουν από το λαγούμι της αποκάλυψης και της αυτογνωσίας, σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων.
Μέσα στο σπίτι θα συγκεντρωθούν 14 ήρωες, όλοι με μια σκοτεινή πλευρά: η οικογένεια, το βοηθητικό προσωπικό, η wedding planner, ο αινιγματικός συνέταιρος, οι εργάτες που στήνουν τον γάμο, παράνομα έτερα ημίσεα για κλεφτές ηδονές, μετανάστες δεύτερης γενιάς από την Ουκρανία, τη Ρωσία (σε μια έξτρα προφητική σεναριακή επιλογή), την Αλβανία, δυο αδέλφια πρόσφυγες, από τη ΜΚΟ όπου η Μαριέλλα ξεπλένει τη συνείδησή της, όλα τα συστατικά τής συναρπαστικά ανομοιογενούς σύγχρονης (ελληνικής) κοινωνίας, για μια τραγικωμωδία δωματίου, ένα πολύχρωμο μυστήριο που δεν θα λυθεί προτού οι ήρωες αλλάξουν.
Συνεργαζόμενος ξανά με την Ελένη Κοσσυφίδου στην παραγωγή, με την Ολυμπία Μυτιληναίου (μετά τη «Στρέλλα») στη φωτογραφία, που αυτή τη φορά καταφέρνει να φωτίσει τα εσωτερικά ώστε να συνδέσουν τη «Δυναστεία» με τα μεγαλοαστικά μυστήρια του Κλοντ Σαμπρόλ και τα παιδικά παραμύθια, ο Κούτρας δουλεύει (και) με νέα εργαλεία. Μια ομάδα ηθοποιών πολυσχιδή, από τον Νίκο Γκέλια που ο ίδιος ανέδειξε, αλλά πια με τόσο μεγαλύτερο εκτόπισμα και τη Νατάσσα Εξηνταβελόνη στο ρόλο της Σοφίας μ' ένα πρόσωπο εύπλαστο κι εθιστικό, ως τον Ακη Σακελλαρίου με τις εκπληκτικές μεταπτώσεις και τη Σμαράγδα Καρύδη σε μια ερμηνεία γόνιμης μελαγχολίας, εσωτερικής σύγκρουσης κι εξωτερικής κομψότατης θλίψης, όπως ποτέ ως τώρα δεν την είχαμε δει.
Αλλά και με την αυστηρή οριοθέτηση της δράσης του, με τρόπο ώστε οι σκηνοθετικές επιλογές του, πάντα flamboyant και πάντα με σεβασμό στο σινεμά ως σπουδαία τέχνη, να συμπυκνώνονται και να γίνονται τόσο πιο διακριτές. Λες και το ίδιο το είδος της ταινίας, που αντλεί από το κλασικό σινεμά του παρελθόντος για να το οδηγήσει στο μέλλον, συμβαδίζει με το βαθύτερο νόημά της.
Γιατί παρά το πληθωρικό καστ των δεκατεσσάρων, ο πρωταγωνιστής της ταινίας, στην «αληθινή ζωή», είναι, φυσικά, το ντόντο, ένα αξιολάτρευτο cgi πλουμιστό πουλί που φοβάται, ορμάει, ή λικνίζει τη φτερωτή ουρά του με αυτοπεποίθηση και μπρίο. Ενα σύμβολο για ό,τι σπάνιο, ό,τι σπουδαίο, ό,τι τρωτό κι ό,τι ευάλωτο από τ' ανθρώπινα αξίζει να επιβιώσει σ' ένα παρόν με τόσο σκληρές αιχμές.
Το «Dodo» είναι εύκολα διασκεδαστικό, αλλά και βαθιά συγκινητικό, μ' αυτή τη συναισθηματική γενναιοδωρία των ταινιών του Κούτρα που αγαπά ελαττώματα, αγκαλιάζει το ξένο, μετατρέπει τη φαντασία σε πειστική και πεισματική πραγματικότητα. Λες και οι ήρωες που συγκεντρώνονται στη βίλα Καρακώστα ετοιμάζουν, άθελά τους, μια χρονοκάψουλα: βάζουν μέσα τις ανθρώπινες αδυναμίες και τις μεγαλύτερες ομορφιές της ψυχής μιας ποικιλόμορφης κοινωνίας, τα σφραγίζουν καλά και τα χαρίζουν στον απρόσμενο επισκέπτη από το παρελθόν, στο ντόντο στο σαλόνι τους, για να τα προστατεύσει και να τα μεταφέρει στο μέλλον, σαν δείγμα μιας κοινωνίας διχασμένης και υποκριτικής που, όμως, μέσα της, κρύβει πολύτιμα φτερά και ολοστρόγγυλη αγάπη.
Mέχρι και τις 23 Νοεμβρίου στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος θα πραγματοποιούνται προβολές της τινίας με ειδικούς υπότιτλους για κωφούς και βαρήκοους.