Συνέντευξη

Τομά Καϊγέ: «Μ' αρέσει κι ο Κουροσάβα, μ' αρέσουν κι οι Simpsons»

στα 10

Ο σκηνοθέτης του «Ερωτας με την Πρώτη Μπουνιά» («Les Combattants»), το αναδυόμενο αστέρι της Γαλλίας, μιλά στο Flix για το πώς μεγάλωσε πιστεύοντας πως έρχεται το τέλος και... αποφάσισε να το ανατρέψει!

Τομά Καϊγέ: «Μ' αρέσει κι ο Κουροσάβα, μ' αρέσουν κι οι Simpsons»

Ο 35χρονος Τομά Καϊγέ σκηνοθέτησε την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία, το «Ερωτας με την Πρώτη Μπουνιά» («Les Combattants») κι έκανε ολόκληρη τη Γαλλία, τουλάχιστον, να μιλά γι' αυτόν. Εφυγε από το περσινό Φεστιβάλ Καννών με τέσσερα βραβεία, κέρδισε τρία Σεζάρ, ανάμεσά τους αυτό του Καλύτερου Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη και χάρισε στο κοινό δυο αξιαγάπητους, παράλογους αλλά και οικείους ήρωες και μια ρομαντική κομεντί πιο φρέσκια κι απ' το σήμερα. Διαβάστε παρακάτω όσα είπε ο Τομά Καϊγέ στο Flix για την ταινία του, για το τέλος του κόσμου που ίσως και να έρχεται και για το πώς η λογική κι ο παραλογισμός φτιάχνουν μαζί την τέλεια ισορροπία.

Διαβάστε εδώ τη γνώμη του Flix για το «Ερωτας με την Πρώτη Μπουνιά»

Στο σινεμά οι πρώτες ταινίες συχνά ασχολούνται με την εφηβεία και την ενηλικίωση. Και μετά απ’ αυτό, περνάμε στους 30άρηδες και τα διάφορα θέματα που τους απασχολούν. Εγώ έμεινα στην ανάμεσα περίοδο, την αρχή της ενηλικίωσης, μια μεταβατική ηλικία όπου διακυβεύονται πολλά, το αν είσαι έτοιμος να προχωρήσεις, ικανά εξοπλισμένος για ν' αντιμετωπίσεις τον κόσμο. Οι εφηβικές ταινίες συχνά ασχολούνται με την πρώτη σεξουαλική εμπειρία, ή το αν είναι ο ήρωας δημοφιλής στο περιβάλλον του. Εμένα μ' απασχολεί ένα λιγο πιο υπαρξιακό ερώτημα, το πώς ταιριάζεις στον κόσμο και πώς βλέπεις το μέλλον σου, όταν είσαι πια «μεγάλος», αλλά ακόμα έχεις μέσα σου ένα κομμάτι παιδικότητας.

τομά καϊγέ 607

Ηταν μια από τις ωραίες εκπλήξεις στην έξοδο της ταινίας στη Γαλλία, φοβόμουν ότι κάναμε μια ταινία για σινεφίλ μεγαλύτερων ηλικιών και όμως ήρθαν πολλοί νέοι. Και μάλιστα νέοι που δε βλέπουν τόσο γαλλικές ταινίες πια κι ανακάλυψαν την ταινία με χαρά. Υπάρχει ένα σχόλιο για τη γενιά τους που τους τράβηξε.

Γνωρίζω αρκετές Μαντλέν στη ζωή μου. Το πρόβλημα είναι η απεικόνισή τους στη μυθοπλασία και στο σινεμά. Νομίζω ότι μπορείς να συναντήσεις μια Μαντλέν σε κάθε δρόμο του κόσμου. Με τον ίδιο τρόπο βρίσκεις πολλούς Αρνό στον πραγματικό κόσμο, αν τον δούμε λίγο σαν στερεότυπο. Ενώ η ταινία διατρέχει τα κινηματογραφικά είδη, στη βάση της είναι μια ρομαντική κομεντί και σ’ αυτό το είδος υπάρχουν πολλά στερεότυπα. Στην ουσία πρόκειται για δυο διαφορετικούς κόσμους που συγκρούονται. Ο Αρνό προσπαθεί να είναι πιο συντηρητικός, θέλει η κάθε μέρα να μοιάζει με την προηγούμενη και την επόμενη. Κι η Μαντλέν είναι το ένστικτο για πόλεμο, καταστροφή και θάνατο. Οταν αυτά τα δυο ένστικτα επιβίωσης συγκρούονται, η ένωση δίνει και στους δυο μια ευκαιρία να πάνε μπροστά.

Η φοβία της Μαντλέν για το τέλος του κόσμου είναι, προφανώς, μια μεταφορά, αλλά είναι επίσης κάτι που ακούω συχνά γύρω μου. Ανήκουμε σε μια γενιά που μεγάλωσε με την ιδέα της παρακμής, την ιδέα του τέλους, οι δουλειές εξαφανίζονται, τα δάση εξαφανίζονται, τα ζώα εξαφανίζονται, δεν υπάρχουν ατελείωτοι ορίζοντες και ευκαιρίες μπροστά μας, αυτό ήθελα να εξερευνήσω. Είναι μια ιστορία διαφυγής αλλά και δημιουργίας. Η ταινία για μένα έχει τρία μέρη, το πρώτο είναι αυτό του Αρνό, το δεύτερο της Μαντλέν και το τρίτο είναι ο κόσμος που επιλέγουν να δημιουργήσουν μαζί, μέσα στο δάσος, ένας κόσμος ποιητικός. Γιατί για μένα οι περισσότερες λύσεις βρίσκονται στο φαντασιακό κόσμο.

Διαβάστε ακόμη: Αν είναι να χαθείς σε ένα δάσος ας είναι μαζί με τον Γκας Βαν Σαντ και τον Μάθιου ΜακΚόναχεϊ

combattants 607

Αν δε θέλεις να συμβιβαστείς με τον κόσμο, μπορείς να αγωνιστείς και να βρεις τις δικές σου λύσεις. Ο κόσμος, όπως είναι σήμερα, απαιτεί από εμάς να βρίσκουμε λύσεις ο καθένας για τον εαυτό του, ωθώντας μας έτσι σε μια μορφή εγωισμού, ατομικισμού και νομίζω ότι η ταινία περνά την ιδέα ότι μαζί είμαστε πιο δυνατοί.

Ηθελα πολύ να γυρίσω την ταινία στη Λαντ, στη Νοτιοδυτική Γαλλία, ένα μέρος πολύ ιδιαίτερο. Στο κέντρο του περνά ένα μικρό ποταμάκι που αγαπώ πολύ γιατί το δάσος που το περιβάλλει είναι ακόμα ανέγγιχτο, διατηρεί ένα χαρακτήρα πρωτόγονο. Για μένα η ιστορία της ταινίας είναι εκείνη ενός κοριτσιού που περιμένει το τέλος του κόσμου κι ενός αγοριού που θα της προσφέρει την αρχή ενός κόσμου. Και σ’ αυτό το μέρος ανακαλύπτουν μια δική τους Εδέμ. Οταν ο ήλιος πέφτει πάνω στο ποτάμι, τα πάντα παίρνουν χρώμα κίτρινο. Γι’ αυτό και ήταν πολύ σημαντικό για μένα και για τον αδελφό μου, που είναι ο διευθυντής φωτογραφίας της ταινίας, να ξεκινήσουμε με μπλε χρώματα που, σιγά-σιγά, γίνονται κόκκινα, ζεστά, καθώς οι ήρωες έρχονται πιο κοντά.

Η ρομαντική κομεντί σήμερα έχει κολλήσει. Μετά τον Τζαντ Απατοου και τους αδελφούς Φαρέλι κόλλησε, δεν εξελίσσεται πια. Εγώ προσπάθησα να την εμπλουτίσω με άλλους κώδικες, όπως της περιπέτειας, ή μιας buddy movie, ή ακόμα και της επιστημονικής φαντασίας. Δε βλέπω πολλές ρομαντικές κομεντί, οπότε είναι πιο εύκολο για μένα να την αφηγηθώ αλλιώς.

Διαβάστε ακόμη: Η Νάταλι Πόρτμαν δεν ξέρει που έχει το Οσκαρ της, δεν λατρεύει «χρυσά είδωλα»

τομά καϊγέ 607

Εκείνο που μου αρέσει πολύ στη Μαντλέν ως ηρωίδα, είναι πως ταυτόχρονα φέρεται απόλυτα λογικά κι απόλυτα παράλογα. Αυτό το έχω συναντήσει πολλές φορές σε κοπέλες της ηλικίας της. Εχει τη δική της κοσμοθεωρία, τη δική της άποψη για τον κόσμο που, με τις σπουδές και την καλλιέργειά της μπορεί να τη θεμελιώσει και, ταυτόχρονα, έχει τις αγωνίες της, πράγμα πολύ σύγχρονο. Η Αντέλ Ενέλ που την ενσαρκώνει, επίσης, συνδυάζει κάτι το πολύ απτό και το πολύ μυστηριώδες. Επιπλέον θεωρώ ότι όλη η μεγάλη πορεία του φεμινισμού και της εξέλιξης των γυναικών, στις δικές μας μέρες έχει μπλοκάρει, οι γυναίκες σήμερα προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα η καθεμιά μόνη της, σαν πολεμίστριες, χωρίς υποστήριξη από αλλού.

Η αρχική μου ιδέα ήταν να βρούμε μια ηθοποιό με εμπειρία κι έναν ηθοποιό πρωτοεμφανιζόμενο. Γιατί αυτή η διαφορά αυτοπεποίθησης στο γύρισμα, για μένα, θα εξέφραζε τις διαφορές και ανάμεσα στους ήρωες. Και η δεύτερη ιδέα μου ήταν να γυρίσουμε την ταινία με χρονολογική σειρά, ώστε να εξελίσσονται μαζί και το αγόρι σταδιακά να κερδίζει σιγουριά και να φέρνει ισορροπία στη σχέση τους, μέσα κι έξω από την ταινία. Γι’ αυτό το λόγο, δε θέλησα οι δυο τους να γνωριστούν ιδιαίτερα πριν το γύρισμα, δούλεψα με τον καθένα ξεχωριστά. Τους προέτρεψα να αυτοσχεδιάσουν και, φυσικά, «έκλεψα» δικές τους λέξεις, χειρονομίες και τις προσέθεσα στο σενάριο και στη σκηνοθεσία. Εκείνο που με κάνει να νιώθω πιο περήφανος για την ταινία, είναι ότι, κατά τη γνώμη μου, αντικατοπτρίζει και το ποιοι πραγματικά είναι.

Δεν έχω κινηματογραφικά ινδάλματα, απλώς αγαπώ πολλούς διαφορετικούς σκηνοθέτες και καλλιτέχνες γενικότερα, από τους αδελφούς Κοέν και τον Κουροσάβα ως τον Μορίς Πιαλά, τον Μπρουνό Ντιμόν και τους Simpsons, ειδικά την πρώτη και την πέμπτη σεζόν, από τον Μπονγκ Τζουν-Χο ως τον Ντέιβιντ Χόπερ και τον GB. Είμαι σινεφίλ με την ευρεία έννοια.

Διαβάστε ακόμη: Το «Sicario» του Ντενί Βιλνέβ, είναι ένα «βίαιο σκοτεινό ποίημα»

τομά καϊγέ 607

Ηθελα ηλεκτρονική μουσική για την ταινία, δεν ξέρω γιατί αλλά πίστευα πολύ σ’ αυτό. Στην ταινία, η κεντρική ιδέα είναι τα πάντα να τα βλέπουμε από την οπτική των ηρώων. Εκτός από τη μουσική. Στο σινεμά δε μου αρέσει η μουσική να υπογραμμίζει τα συναισθήματα ή τη δράση, η ταινία μου εκτυλίσσεται ολόκληρη μέσα στη φύση κι έτσι αναζητούσα μια αντίθεση. Μια μουσική ρυθμική, με μεγάλα κρεσέντο, που να μην κρύβεται πίσω από τα πλάνα, αλλά να επιβάλλεται. Από την άλλη, αν ήταν εντελώς ηλεκτρονική και στην εκτέλεσή της, κάπως δε δούλευε με την ταινία, με τη νιότη των ηθοποιών αλλά και τη δική μου, την αδεξιότητά μου, έμοιαζε υπερβολικά τέλεια. Για παράδειγμα, η μουσική του «Drive» λειτουργεί, επειδή ο ήρωας είναι τέλειος, σα ρομπότ. Χρειάζεται μια αντίθεση. Οπότε είναι ηλεκτρονική μουσική που όμως γράφτηκε και «παίχτηκε» με το χέρι, με τα λάθη της, με τις ατέλειές της.

Η ταινία δεν είχε μεγάλο μπάτζετ, κόστισε 2 εκατομμύρια ευρώ και βρήκαμε τα χρήματα αρκετά γρήγορα, μέσα σε 3-4 μήνες, αυτοσχεδιάζοντας και προσπαθώντας, σαν τους ήρωες, να επιβιώσουμε. Η δυσκολία είναι ότι υπήρχαν περίπου 90 διαφορετικά locations κι επίσης κάποια ειδικά εφέ, εγώ πιστεύω πολύ στο «θέαμα» στο σινεμά και δεν ήθελα να κάνω εκπτώσεις σ’ αυτό, οπότε βάλαμε πολλή δουλειά και πολλή σκέψη και καταφέραμε, με μεγάλη δυσκολία, να τα κάνουμε όλα όσα θέλαμε με αυτά τα χρήματα και με… ευρεσιτεχνίες.

Η ταινία «Ερωτας με την Πρώτη Μπουνιά» προβάλλεται στις αίθουσες από τη Feelgood. Διαβάστε και δείτε περισσότερα εδώ.