Συνέντευξη

O Στέλιος Χαραλαμπόπουλος φτιάχνει μια Οδύσσεια με στέρεα υλικά «Τα Δάκρυα του Βουνού»

στα 10

Ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος μιλάει στο Flix για τη νέα του ταινία μυθοπλασίας, μια Οδύσσεια από τα βάθη της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.

O Στέλιος Χαραλαμπόπουλος φτιάχνει μια Οδύσσεια με στέρεα υλικά «Τα Δάκρυα του Βουνού»

Ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος είναι χειμαρρώδης όταν μιλάει για τις ταινίες του, είτε αυτές είναι ντοκιμαντέρ, είτε μυθοπλασίας, όπως τα «Δάκρυα του Βουνού» που συνεχίζουν τις προβολές τους στις αίθουσες, ζωντανεύοντας μια ιστορία που μοιάζει να έρχεται από τα βάθη της ελληνικής ιστορίας, εκεί ακριβώς όπου η Οδύσσεια συναντά τις αρχές του προηγούμενου αιώνα.

Τα «Δάκρυα του Βουνού» προβάλλονται καθημερινά από την Πέμπτη 11 Απριλίου στις 18.10 στο κινηματογράφο Διάνα στο Μαρούσι.

Τα Δάκρυα του Βουνού

Τι είναι τα «Δάκρυα του Βουνού»;

Μια συντροφιά μαστόρων πέτρας, αποκομμένη από τα χωριά της εξαιτίας ενός δεκαετούς πολέμου, περιπλανιέται αναζητώντας δουλειά. Υλικά τους οι πέτρες, τα δάκρυα του βουνού. Και οι ίδιοι, όμως, ορεσίβιοι. Ο τόπος τους φτωχός, τους σπρώχνει, σαν άλλα δάκρυα του βουνού, να ξενιτευτούν για να ζήσουν. Η προσπάθεια του πρωτομάστορα Μάρκου και των μαστόρων να επιστρέψουν σπίτι τους εξελίσσεται σε μια σκληρή και εξοντωτική οδύσσεια. Αλλωστε η ταινία εμπνέεται από το φερώνυμο έπος. Είναι μια πολύ ελεύθερη μεταγραφή της Οδύσσειας. Ο θεατής, εκτός από τη “φανερή” Κίρκη, ίσως αναγνωρίσει και τον Ελπήνορα, τον Πολύφημο, τον ασκό του Αιόλου και τη χώρα των Λωτοφάγων, τα Βόδια του Ηλιου και τους Λαιστρυγόνες, τη μνηστηροφονία και τη ραψωδία λ –τη Νέκυια– την κάθοδο στον κάτω κόσμο και τον Τειρεσία. Ο Μάρκος θα καταλήξει στο τέλος μόνος. Οι σύντροφοι –άλλοι από απληστία, άλλοι από περιέργεια, άλλοι από ανοησία– θα χαθούν. Μόνο αυτός θα κλείσει τ’ αυτιά στις σειρήνες και το παραμυθητικό κάλεσμά τους. Μόνο αυτός θα περιφρονήσει τις παραπλανητικές υποσχέσεις μιας αναδυόμενης ευδαιμονίας, ενός άλλου νέου κόσμου, του πλούτου και της ευμάρειας. Μια ιστορία των αρχών του 20ού αιώνα και ταυτόχρονα μια αλληγορία για το σήμερα.

Οι κοινωνικές και οικονομικές ορίζουσες της εποχής είναι το υπόρρητο στρώμα πάνω και διαμέσου του οποίου κινούνται οι ήρωες της ταινίας. Διακριτικά, επηρεάζει και καθορίζει τη στάση και τις ενέργειές τους. Οι μάστορες, ολιγαρκείς, λιγόλογοι, σκληροί, πελεκημένοι από τη μοναξιά όπως και το σκληρό υλικό που δουλεύουν, προσπαθούν να επιβιώσουν εν μέσω ενός καταστροφικού πολέμου, εν μέσω αλλαγών που αδυνατούν να καταλάβουν, για να καταλήξουν αθύρματα της Ιστορίας. Μόνο ο Μάρκος, σημαδεμένος από την πληγή μιας απώλειας και ό,τι αυτό συνεπάγεται σαν εμπειρία ζωής, θα πορευτεί ως το τέλος, όχι του ταξιδιού, αλλά μιας πορείας αυτογνωσίας με γνώμονα το καλό.

Σ’ ένα αντίξοο και συχνά εχθρικό περιβάλλον κινούνται σαν ομάδα, είναι αναγκαία συνθήκη για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Η συντροφικότητα και η αλληλεγγύη είναι οι συνεκτικοί δεσμοί της ομάδας. Οποτε την εγκαταλείψουν, θα το πληρώσουν. Σαν συντροφιά χτιστών, μάλιστα, διακρίνονται για τη συνεργασία και το συντονισμό τους. Χάρη σ’ αυτά τα στοιχεία θα αφήσουν το θαυμαστό αποτύπωμα τους σε γεφύρια, σπίτια, εκκλησίες.

Κυρίαρχη είναι η παρουσία της φύσης στην ταινία. Είναι τα υλικά της που στα επιδέξια χέρια τους μεταμορφώνονται σε έργα πολιτισμού. Είναι όμως και η διαρκής πάλη του ανθρώπου με τα στοιχεία της φύσης, σε μια εποχή που ο εκμηχανισμός δεν έχει γείρει ακόμη την πλάστιγγα στη μεριά του ανθρώπου. Ταυτόχρονα, το φυσικό περιβάλλον είναι το φόντο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται η ιστορία αυτών των ανθρώπων. Αυτό το περιβάλλον συχνά ορίζει την καθημερινότητά τους και απαιτεί από τη μεριά τους μια συνεχή εγρήγορση. Είναι υποχρεωμένοι να γνωρίζουν τη γλώσσα της φύσης και έγκαιρα να αποκωδικοποιούν τα μηνύματά της. Γι' αυτό και η ηχητική μπάντα έχει σημαίνουσα παρουσία στην ταινία. Αλλωστε οι διάλογοι είναι λιτοί, οι απολύτως αναγκαίοι. Οι ήχοι στέκονται ισότιμα δίπλα στους διαλόγους και συχνά αντικαθιστούν το λόγο. Η παρουσία τους πολλές φορές δημιουργεί ρωγμές στο «γλωσσικό προφανές» και επανοηματοδοτεί τις καταστάσεις. Οι άνθρωποι αυτοί, ζώντας για χρόνια μαζί, μακριά από την οικογενειακή εστία, στις παρυφές του πολιτισμένου κόσμου, δεν έχουν να πουν και πολλά μεταξύ τους. Τα πάντα, σχεδόν, έχουν ειπωθεί. Εχουν βγάλει κι οι ίδιοι ρίζες στη σιωπή του βουνού. Είναι ταυτόχρονα μαζί αλλά και ο καθένας μόνος του, κλεισμένοι στην επιθυμία του νόστου. Στη μακρινή εκείνη μέρα που θα τους φέρει πάλι στον δικό τους τόπο, στους δικούς τους ανθρώπους, εκεί όπου έχουν υπόσταση, ταυτότητα.

Στην ταινία, η φύση έχει τη δική της χρωματική παλέτα, όπως αναδεικνύεται στις διάφορες εποχές και σε διαφορετικές ώρες της μέρας. Από το άσπρο του χιονιού στο σταχτοπράσινο της ελιάς, στο καφεκόκκινο της καστανιάς, στο ζωηρό πράσινο του έλατου την αυγή και το μουντό σκούρο πράσινο στη δύση, στα πράσινα πλατανόφυλλα και τα κίτρινα του φθινοπώρου, το μπλε της θάλασσας και το δυσερμήνευτα θολό φουσκωμένων ποταμιών και χειμάρρων και τέλος το απόλυτο μαύρο της νύχτας. Στον αντίποδα αυτής της πολύχρωμης κλίμακας, σ’ ό,τι έχει να κάνει με την παρουσία του ανθρώπου, βρίσκεται το γκρίζο της πολυκαιρισμένης πέτρας, η εγκατάλειψη, η ερήμωση.

Στο ενδιάμεσο φύσης και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, ο επιχρωματισμένος μαγικός Νέος Κόσμος, ο κόσμος της Lanterna Magica. Και ο ασπρόμαυρος κόσμος της φωτογραφίας να μνημειώνει την ιστορία αυτών των ανθρώπων.

Τα Δάκρυα του Βουνού

Κινείστε με αξιοθαύμαστη ισορροπία ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και τη μυθοπλασία; Ποιες είναι τελικά οι διαφορές τους; Στα «Δάκρυα του Βουνού» τι βρίσκουμε από την τεκμηρίωση;

Για μένα τα όρια είναι λίγο τεχνητά. Κι αυτό προσπάθησα να το δείξω κυρίως με την ταινία «Τη Νύχτα Που ο Φερνάντο Πεσσόα Συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη». Αυτό που λέμε ντοκιμαντέρ με την έννοια του ντοκουμέντου, που διεκδικεί την αυθεντικότητα και την αλήθεια, ουσιαστικά δεν υφίσταται. Διότι πάντα υπάρχει ένας άνθρωπος πίσω από την κάμερα, ο οποίος κουβαλάει μία γνωστική, συναισθηματική, εμπειρική σκευή και άποψη. Δεν υπάρχει ένα ουδέτερο βλέμμα. Το τι θα διαλέξω να κινηματογραφήσω, η ίδια η επιλογή του κάδρου, είναι ένας βιασμός της πραγματικότητας. Διαλέγεις κάτι να απομονώσεις. Επίσης είναι και μία τομή στον χρόνο. Είτε χρησιμοποιείς το μοντάζ πιο πολύ, είτε έχεις μεγάλα μονοπλάνα... Παράλληλα, αυτό που έχεις επιλέξει να προβάλεις σε αντιδιαστολή με αυτό που έχεις αφήσει απ' έξω καταρρίπτει την έννοια του ντοκουμέντου και εισέρχεσαι πλέον στο πεδίο της μυθοπλασίας. Αλλά ακόμα κι εγώ, ο ίδιος άνθρωπος, αν έκανα την ταινία είκοσι χρόνια πριν ή μετά, τι αλλαγές θα είχε;

Αλλωστε νομίζω ότι αυτό είναι και η ουσία του έργου τέχνης. Το γεγονός, δηλαδή, ότι είναι κάτι ζωντανό και σε αντιστοίχηση κάθε φορά, με την εποχή, με τα μηνύματα που παίρνεις, με τα προσωπικά σου βιώματα τη δεδομένη στιγμή, το ερμηνεύεις ανάλογα. Για μένα τουλάχιστον τα όρια αυτά είναι τεχνητά.

Πιστεύω πως η ελευθερία με την οποία επιλέγει κανείς το πεδίο έρευνας, η ματιά που προϋπάρχει και συλλαμβάνει την «πραγματικότητα», και η τομή που ως τραύμα περαιώνει ένα έργο τεκμηρίωσης, εμπεριέχουν όχι σπέρματα αλλά αυτό καθ’ αυτό το μυελό της μυθοπλασίας. Από την άλλη, η «κατασκευασμένη ιστορία» ενοικεί στις προσλαμβάνουσες παραστάσεις του υπαρκτού κόσμου, απλά οργανώνοντάς τις με διαφορετικό τρόπο. Στη μια περίπτωση έχουμε ερμηνεία, στην άλλη μεταφορά.

Τα «Δάκρυα του Βουνού» είναι μια ελεύθερη μεταγραφή της Οδύσσειας, όπως είπαμε, που αρδεύεται από τις καταγραμμένες και σε ντοκιμαντέρ εμπειρίες μου με τους μαστόρους πέτρας, τις οικονομικές σπουδές, τα ενδιαφέροντά μου για την Ιστορία. Με άλλα λόγια, μια μεταφορά από τον υπαρκτό κόσμο σ’ αυτόν της φαντασίας. Η ταινία, μορφικά, δανείζεται από την ποίηση του έπους και συνθέτει εικαστικά σαν πίνακες τις αντίστοιχες ραψωδίες. Και όλα αυτά σε φυσικούς χώρους και με τους κατοίκους των περιοχών για ηθοποιούς.

Τα Δάκρυα του Βουνού

Τι σας εμπνέει ακόμη να συνεχίζετε να κάνετε σινεμά στην Ελλάδα; Τι αλλαγές βλέπετε (προς το καλύτερο, προς το χειρότερο;) στην υπόθεση σινεμά στην Ελλάδα σήμερα;

Η ίδια η πραγματικότητα είναι μια διαρκής πηγή έμπνευσης, όχι μόνο για τον κινηματογράφο αλλά για όλες τις μορφές τέχνης και λόγου. Γύρω μας υπάρχουν θέματα που απασχόλησαν, απασχολούν και θα απασχολούν στο διηνεκές γενιές ανθρώπων. Προβλήματα, ερωτήματα, αγωνίες και απορίες που έρχονται από το μακρινό παρελθόν και θα συνεχίσουν να ταξιδεύουν και στο μέλλον και που ορίζουν μια σταθερή θεματική και παράλληλα νέα ζητήματα, καινούργια δεδομένα, εξελίξεις που συμβάλλουν στη διαμόρφωση και μιας ρευστής και διαρκώς ανανεούμενης θεματολογίας. Αυτή λίγο πολύ η θεματολογία διατρέχει και τα τεκταινόμενα και σ’ αυτήν τη μικρή γωνιά της γης, την πατρίδα μας, με τις ιδιαιτερότητες της βέβαια.

Ας έχουμε, όμως, κατά νου και την καβαφική προτροπή πως όταν ένα συναίσθημα είναι αρκετά έντονο καλό είναι να περιμένουμε το αίμα να κατεβεί από την καρδιά στα χέρια και τότε να γράψουμε. Ετσι, λοιπόν, η έμπνευση άλλοτε μπορεί να ανταποκρίνεται ακαριαία στις προσλαμβάνουσες παραστάσεις και άλλοτε να έρχεται μεταχρονολογημένη. Εγκειται στον ίδιο το δημιουργό το κατά πόσο θα είναι τελέσφορη και επιδραστική στον καιρό της. Βέβαια, στο χώρο του κινηματογράφου, στην Ελλάδα, η έμπνευση μέχρι να καταλήξει σε δημιουργία είναι υποχρεωμένη να περάσει από πολλά γρανάζια -οικονομικά, γραφειοκρατικά κ.α.- που σαφώς αλλοιώνουν το αρχικό όραμα και τραβούν σε μάκρος χρόνου με κίνδυνο να «αφυδατωθούν» τα όποια όνειρα. Πάντως, οι ραγδαίες τεχνολογικές αλλαγές έχουν κάνει λιγότερο κοστοβόρα και πιο εύκολη την παραγωγή μιας ταινίας. Αυτό διευρύνει το «δημοκρατικό» δικαίωμα πρόσβασης στην έκφραση σε μια φτωχή κινηματογραφία όπως και η δική μας. Αλλά στην έκφραση, και όχι βέβαια για να παραχθούν προϊόντα ανταγωνιστικά στους όρους μιας κοινωνίας του θεάματος. Πάντως, ας μην ξεχνάμε πως η τεχνολογία είναι ένα εργαλείο που σου επιτρέπει να φτάσεις κάπου. Η αφετηρία, η διαδρομή και το τέρμα ενός έργου προϋπάρχουν εν σπέρματι στον ίδιο τον δημιουργό και πάντα θα βρίσκουν τρόπο να αυτονομηθούν.

Τα «Δάκρυα του Βουνού» προβάλλονται καθημερινά από την Πέμπτη 11 Απριλίου στις 18.10 στο κινηματογράφο Διάνα στο Μαρούσι.

Τα Δάκρυα του Βουνού

Τα Δάκρυα του Βουνού | Σενάριο, Σκηνοθεσία: Στέλιος Χαραλαμπόπουλος | Φωτογραφία: Δημήτρης Κορδελάς | Μουσική: Πλάτων Ανδριτσάκης | Μοντάζ: Πιέτρο Ραντίν | Σκηνικά-Κοστούμια: Δανάη Ελευσινιώτη | Ηχος-Μιξάζ: Γιάννης Γιαννακόπουλος | Βοηθός σκηνοθέτη: Αντώνης Τολάκης | Casting: Λουκία Κατωπόδη | Διεύθυνση παραγωγής: Σταύρος Τσιαούσης, Νίκος Κονδυλάτος (Λευκάδα), Κατερίνα Ντεκουμέ (Τζουμέρκα) | Σχεδιασμός-Εκτέλεση παραγωγής: Γιάννης Καραντάνης | Εκτέλεση παραγωγής: ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ (Αλεξ. Αλεξανδρόπουλος Νίκος Κονδυλάτος) | Συμπαραγωγοί: Βασίλης Κωνσταντιλιέρης, Δημήτρης Κορδελάς, Αντώνης Τολάκης, Νίκος Μούτσελος | Παραγωγός: Πάνος Χαραλαμπόπουλος | Παραγωγή: ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ-ΕΡΤ-Αρκτος-ΕΚΚ-2/35 | Πρωταγωνιστούν: Νίκος Γεωργόπουλος, Σπύρος Ζαμπέλης, Αργύρης Κόγκας, Σπύρος Φωτίου, Γιάννης Ζαφειρόπουλος, Πάνος Κοψίδας, Μιχάλης Γκριγκόρε, Λουκία Κατωπόδη, Λυγερή Ταμπακοπούλου, Αγγελική Φίλη, Στέφανος Γκριγκόρε, Χάρης Γιούλης


Τα Δάκρυα του Βουνού