Το «The Master» είναι μόλις η έκτη ταινία του, σε μια καριέρα που μετρά ήδη δεκαέξι χρόνια. Ομως στην περίπτωση του Πολ Τομας Αντερσον κάθε μια από τις έξι ταινίες του (οι άλλες πέντε είναι τα «Hard Eight», «Boogie Nights», «Magnolia», «Punch Drunk Love», «Θα Χυθεί Αίμα»), είναι απλά εξαιρετική. Και η τελευταία, είναι αναμφίβολα η καλύτερη απ΄όλες.
Ενα συναρπαστικό ταξίδι στην μεταπολεμική Αμερική, στην ανασφάλεια και την αβεβαιότητα της ζωής, στην ανδρική υπόσταση, την σαθρή δομή της ανθρώπινης κοινωνίας, στην ίδια την ουσία της φύσης μας. Χτισμένο πάνω σε ιδέες και ερωτηματικά, θωρακισμένο από το όραμα ενός αληθινού δημιουργού με την πιο ουσιαστική σημασία της λέξης και από τις ερμηνείες ενός καστ που το υπηρετούν και μαζί το ανυψώνουν, το «The Master» είναι μια ταινία απαιτητική, αλλά και μεγαλειώδης.
Οχι ένα ποπ πυροτέχνημα αλλά μια λάμψη που μπορεί να τυφλώσει με την ένταση και την δύναμή της. Ή να δείξει το δρόμο για ένα καλύτερο, πιο ουσιαστικό, μα δυστυχώς σπάνιο σινεμά.
Με την ταινία να προβάλλεται ήδη και στις Ελληνικές αίθουσες, έχοντας ξεχωρίσει ως μια από τις καλύτερες της χρονιάς, μιλήσαμε στον Πολ Τόμας Αντερσον για την διαδρομή του φιλμ ως εδώ, θέλοντας να ανακαλύψουμε, πως ακριβώς φτιάχνει κανείς ένα αριστούργημα.
Στα γυρίσματα του φιλμ με τον Χοακίν Φίνιξ
Εχεις δηλώσει πως η αρχική ιδέα πίσω από το «Master» ήταν για μια ταινία πολύ πιο «pulpy», μια b movie, ή κάτι σαν ένα φιλμ νουάρ. Κι αντί για αυτό έχουμε ένα φιλμ αληθινά φιλόδοξο και θεαματικό. Θα ήθελες να μου εξηγήσεις πως έφτασες από το ένα άκρο στο άλλο;
Δεν είμαι σίγουρος ότι μπορώ να περιγράψω την διαδικασία. Αρχίζεις με μια ιδέα και καταλήγεις με κάτι εντελώς διαφορετικό. Είναι σαν να ταξιδεύεις και να κλείνεις τα μάτια σου για μια στιγμή, μόνο και μόνο για να ξυπνήσεις σε μια διαφορετική πόλη. Και δεν είσαι σίγουρος πως ακριβώς συνέβη αυτό. Αλλά η ιδέα του να ξεκινήσω από το φιλμ νουάρ, ή από τις b movies των '50ς είχε να κάνει με το πως πολλές από αυτές τις ταινίες αφορούσαν ήρωες που έχουν γυρίσει μόλις από τον πόλεμο, για άντρες μοναχικούς, που δεν έβρισκαν τη θέση τους πίσω στον κόσμο. Ομως όλες αυτές οι ιστορίες ήταν τις περισσότερες φορές ιστορίες μυστηρίου ή θρίλερ. Αυτό που με ενδιέφερε δεν ήταν τόσο η φόρμα τους όσο η δομή των χαρακτήρων τους. Και η ταινία που ήθελα να κάνω δεν είχε τόση εξάρτηση από την ιστορία όπως εκείνα τα φιλμ κι εφόσον δεν είμαι πολύ καλός στο να το χτίζω τη δομή ενός φιλμ με την παραδοσιακή του έννοια, μάλλον δεν ήταν δύσκολο να καταλήξω να κάνω κάτι άλλο.
Οπότε η αφετηρία του φιλμ ήταν οι χαρακτήρες του;
Απολύτως. Συνήθως έτσι ξεκινούν όλες οι ταινίες μου. Από χαρακτήρες που βρίσκονται σε αναζήτηση μιας ιστορίας. Σε αυτή εδώ ξεκίνησα με κάποιες συγκεκριμένες ιδέες, κάποια πράγματα που πήρα διαβάζοντας την ζωή του Τζον Στάινμπεκ όπως για παράδειγμα τα χρόνια που πέρασε δουλεύοντας σε μια φάρμα, ή σε ένα πολυκατάστημα, τις μέρες που πέρασε αναζητώντας έναν σκοπό, αλλά και μια σειρά από άλλες ιδέες και χαρακτηριστικά άπό ανθρώπους της ίδιας εποχής κι κάπως έτσι έχτισα το σχήμα του Φρέντι Κουέλ. Κι όταν εμφανίστηκε ο χαρακτήρας του Λάνκατσερ Ντοντ, η ιστορία της ταινίας άρχισε να γίνεται πιο ενδιαφέρουσα.
Και η επιλογή των ηθοποιών πόσο βοήθησε αυτούς του χαρακτήρες να αποκτήσουν ταυτότητα, να γίνουν αυτό που είναι;
Ηξερα ότι ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν θα είναι ο Λάνκαστερ Ντοντ από την αρχή, όταν έγραφα τον χαρακτήρα του. Εχουμε συνεργαστεί αρκετές φορές ώστε να ξέρω τι να περιμένω. Ομως παρ' ότι ήξερα επίσης τον Χοακίν Φίνιξ, παρ΄ότι είχαμε προσπαθήσει να δουλέψουμε ξανά μαζί στο παρελθόν, όταν έγραφα το «The Master», εκείνος ήταν στη φάση του «I'm Still Here», είχε θεωρητικά παραιτηθεί από την ηθοποιία, είχε αφήσει εκείνο το μούσι. Ηταν ο ηθοποιός που ήθελα για τον ρόλο, αλλά δεν ήξερα αν εκείνος ήθελε ακόμη να είναι ηθοποιός. Τελικά μπορέσαμε να δουλέψουμε μαζί και χαίρομαι πολύ για αυτό. Ο Χοακίν άλλαξε εντελώς την εικόνα μου για τον χαρακτήρα του. Του έδωσε μια εντελώς διαφορετική υφή, κάτι που δεν περίμενα να δω και λειτούργησε εξαιρετικά μαζί με τον Φιλ, τόσο που δεν μπορώ να φανταστώ καν πως θα ήταν το φιλμ χωρίς τους δυο τους.
Αναφέρθηκες στον Τζον Στάινμπεκ, έχεις επίσης αναφέρει πως ντοκιμαντέρ της εποχής όπως το «Let ther Be Light» του Τον Χιούστον και φυσικά ή η ζωή του Ρ. Λον Χάμπαρντ ιδρυτή της Σαϊεντολογίας, υπήρξαν στοιχεία πάνω στα οποία έχτισες την ιστορία. Ομως βλέποντας το φιλμ μοιάζει σαν να αποτελούν περιφερειακά κομμάτια του, κι όχι την ουσία του.
Ο Στάινμπεκ και ο Χιούστον ήταν άνθρωποι που η ζωή τους και δουλειά τους με ενέπνευσε, ο Χάμπαρντ υπήρξε ασφαλώς επίδραση πάνω στον χαρακτήρα του Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, όσο όμως υπήρξαν και άνθρωποι ή καλύτερα μύθοι όπως αυτός του Ορσον Γουέλς. Ολες αυτές οι αναφορές με βοήθησαν να βρω τον τόνο, αλλά η αλήθεια είναι πως το θέμα του φιλμ προέκυψε στην πορεία. Αυτό το ρομάντζο ανάμεσα στους δύο άντρες του φιλμ δεν ήταν κάτι που ξεκίνησα να γράφω συνειδητά. Αλλά όσο περισσότερο έγραφα, τόσο περισσότερο έβλεπα ότι στην πραγματικότητα η ιστορία τους ήταν αυτή δυο καταραμένων εραστών, δυο ανθρώπων που ένοιωθαν αυτή τη βαθιά έλξη ο ένας για τον άλλο, αλλά που αδυνατούσαν να την διαχειριστούν. Δεν μπορούσαν να χωρέσουν ο ένας στην ζωή του άλλου. Καθώς το σενάριο προχωρούσε, αυτή η θεματική ανέβηκε στον αφρό, έγινε αυτό η ιστορία μας περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.
Η ιδέα της ανδρικής ταυτότητας, των ανδρικών σχέσεων, είναι κάτι που διατρέχει όλη τη δουλειά σου. Ομως στο «The Master» η ιστορία διαδραματίζεται σε μια πολύ συγκεκριμένη εποχή, όταν οι άντρες όφειλαν να έχουν μια απόλυτα συγκεκριμένη ταυτότητα. Πως περιμένεις να τη διαβάσει ένας σύγχρονος θεατής;
Να μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ερώτηση, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι μπορώ να δώσω μια συγκεκριμένη απάντηση. Είναι εύκολο, σχεδόν αναμενόμενο από τους άντρες της γενιάς μου να κοιτάζουν πίσω τους άντρες εκείνης της εποχής και να τους βρίσκουν πιο αρρενωπούς, πιο δυνατούς, να τους βλέπουν σαν μια γενιά πιο σκληρή. Και ίσως να ήταν, μάλλον ήταν. Αλλά σίγουρα ήταν πολύ λιγότερο συναισθηματικοί από εμάς... ή μάλλον όχι. Αυτό το τελευταίο το παίρνω πίσω. Ισως ήταν πολύ πιο συναισθηματικοί από εμάς, απλά με έναν διαφορετικό τρόπο. Σήμερα δυστυχώς, δεν είναι της μόδας να είμαστε συναισθηματικοί.... Ομως κάθε γενιά έχει τις δικές της δοκιμασίες, πάντα παλεύουμε με διαφορετικά πράγματα. Αλλά οι άντρες του σήμερα με τους άντρες του τότε είναι εντελώς διαφορετικοί. Και η αλήθεια είναι ότι μεγαλώνουμε ακόμη. Για παράδειγμα ο πατέρας μου δεν άλλαξε ποτέ πάνες στα παιδιά του. Κάτι τέτοιο θα ήταν απλά αδιανόητο. Θα έμοιαζε τελείως παράξενο. Οπότε ίσως στα μάτια εκείνων των ανδρών κι εμείς σήμερα να μοιάζαμε εξίσου παράξενοι...
Μίλησες για το πως εξελίχθηκε η ταινία από έναν χαρακτήρα σε μια πλήρη ιστορία. Θα ήθελες να μας μιλήσεις για το εύρος της; Για το μέγεθός της; Για τις φιλοδοξίες της; Προσπαθείς πάντα να κάνεις κάτι μεγαλύτερο απ΄ότι έκανες στην προηγούμενη ταινία σου;
Κάθε άλλο. Συνήθως συμβαίνει το αντίθετο. Πάντα θέλω να κάνω κάτι πιο μικρό, αλλά τα πράγματα δεν παίρνουν πάντα την τροπή που θέλεις. Το «Θα Χυθεί Αίμα» ήταν ένα τόσο επικό φιλμ και όπως είπες, ήθελα στ΄ αλήθεια να κάνω κάτι μικρότερο και pulpy αλλά στην πορεία ανακάλυψα ότι η ιστορία έχει μια πολύ μεγαλύτερη εμβέλεια. Ομως το γεγονός ότι το φιλμ δείχνει τόσο φιλόδοξο, έχει να κάνει με το πόσο γεμάτο ταξίδια, διαφορετικά locations, πόσο γεμάτο κίνηση είναι. Νομίζω ότι αυτό κάνει την ιστορία να δείχνει μεγαλύτερη, πιο φιλόδοξη , γιατί στην πραγματικότητα, αν εξετάσεις την ουσία της είναι μάλλον μια μικρή, προσωπική ιστορία.
Και ίσως έχει να κάνει με το ότι, αντίθετα με τις περισσότερες ταινίες σήμερα είναι και οι εικόνες του μεγάλες. Με κάθε έννοια της λέξης.
Η αλήθεια είναι πως τα 70mm στα οποία γυρίσαμε το φιλμ, δίνουν στην εικόνα μια πιο πλούσια υφή, μια διαφορετική ποιότητα. Ομως κάναμε το κάδρο μικρότερο, δεν χρησιμοποιήσαμε όλο το πεδίο του κάδρου που σου επιτρέπουν τα 70mm, γιατί θέλαμε η ιστορία να έχει μια οικειότητα. Ομως έχεις δίκιο, δίνει στο φιλμ την εικόνα κάτι πολύ πιο μεγάλου. Ομως μαζί και κάτι πιο αληθινού, γιατί κατά τη γνώμη μου, τα 70mm πετυχαίνουν να αναπαραστήσουν καλύτερα την αίσθηση αυτού που βλέπουν τα μάτια σου στην πραγματικότητα. Ομως η επιλογή και μόνο αυτού του φορμά, κατά κάποιο τρόπο κάνει τα πράγματα να δείχνουν πιο μεγαλοπρεπή.
Και θα έλεγα ότι στην περίπτωση του «Master» όλα είναι μεγαλοπρεπή σε κάθε επίπεδο. Αφού λοιπόν κατόρθωσες να κάνεις κάτι που να διεκδικεί την θέση ενός αληθινού american classic νομίζεις ότι κάποια στιγμή θα κάνεις κι εκείνη την pulpy ταινία είδους που το «Master» ξεκίνησε να γίνει;
Το μόνο που μπορώ να υποσχεθώ είναι ότι θα προσπαθήσω. Αλλά προσπαθώ συχνά και πάντα αποτυγχάνω. Θα προσπαθήσω ξανά όμως. Είναι παράξενο, δεν είμαι σίγουρος πως μου συμβαίνει πάντα, αλλά είναι ενδιαφέρον να νομίζεις ότι θα κάνεις ένα ταξίδι στη Νέα Υόρκη και να παίρνεις διαφορετικούς δρόμους, για να ανακαλύψεις ξαφνικά ότι βρέθηκες στο Τέξας. Νομίζω ότι είναι χρήσιμο να χάνεσαι, να μην ξέρεις τι θα συμβεί μετά. Είναι ένας ωραίος τρόπος να δουλεύεις.
Πάντως όταν για την επόμενη ταινία σου αποφασίζεις να μεταφέρεις το «Inherent Vice» του Τόμας Πίντσον στο σινεμά, μοιάζει σαν ένας σίγουρος χάρτης προς μια άγνωστη κατεύθυνση.
Το ξέρω είναι μάλλον μια αποστολή αυτοκτονίας. Μερικές φορές νιώθω ότι είμαι τρελός που το τολμάω...
Θα μπορούσες να μου πεις σε πια φάση βρίσκεται το φιλμ;
Προσπαθώ να ολοκληρώσω το σενάριο, αλλά με το «Master» να διατρέχει ακόμη την πορεία του είναι δύσκολο να βρω τον χρόνο που απαιτείται για να συγκεντρωθώ αληθινά. Αλλά δεν είναι κάτι που ξεκίνησε πρόσφατα. Δουλεύω το σενάριο τρία, σχεδόν τέσσερα χρόνια. Είναι κάτι που προχωρά πιο αργά από άλλα σενάριά μου, αλλά με έναν απολαυστικό τρόπο. Δεν είναι κάτι που με κουράζει.
Και είναι κάτι που ο Τόμας Πίντσον έχει δει; Η δουλειά που έχεις κάνει μέχρι σήμερα;
Οχι, όχι ακόμη.
Πράγμα που σημαίνει ότι βρίσκεστε σε επαφή; Οτι τον έχεις συναντήσει;
(Γελώντας) Δεν μου επιτρέπεται να μιλήσω γι αυτό. Δεν μπορώ να σου πω. Πρέπει να παραμείνει μυστικό...
Διαβάστε ακόμη: