«Ενα ποτήρι κρύο νερό». Αυτά περίπου είναι τα ελληνικά που ξέρει να μιλάει ο Πάολο Βιρτζί, στα ιταλικά όμως μπορεί να μιλήσει για τα πάντα και το κάνει! Ο σκηνοθέτης που έγινε διάσημος στην Ιταλία από τις εμπορικές κωμωδίες του, άλλαξε ύφος με το «Ανθρώπινο Κεφάλαιο», βασισμένο σε μυθιστόρημα του Αμερικανού Στίβεν Αμιντον, ένα κυνικό νουάρ με αναφορές στην πτώση της αξίας της ανθρώπινης ζωής, μπροστά στο όνειρο του νεο-καπιταλισμού. Η ταινία, με πρωταγωνιστές τους Φαμπρίτσιο Μπεντιβόλιο, Βαλέρια Γκολίνο, Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι και Φαμπρίτσιο Τζιφούνι, βραβεύτηκε με 7 Ντονατέλο και είναι η φετινή πρόταση της Ιταλίας για το Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Ο Βιρτζί μίλησε στο Flix για τη δική του Ιταλία και των συγχρόνων του, που μοιάζει… επικίνδυνα με τη σημερινή Ελλάδα και για το πόσο τα Οσκαρ χρειάζονται ένα κοστούμι Αρμάνι.
Διαβάστε ακόμη:
- «Το Ανθρώπινο Κεφάλαιο» - η γνώμη του Flix
- Βαλέρια Γκολίνο: Αφού δε με φωνάζει κανείς να παίξω στην Ελλάδα, θα βρω αφορμή να κάνω δική μου ταινία εκεί
- Oscars 2015: Αυτές είναι οι 83 χώρες που διεκδικούν το Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας
Απ’ το αμερικανικό νουάρ στα προάστια της Βόρειας Ιταλίας
Το βιβλίο του Στίβεν Αμιντον μου το πρότεινε ένας Ιταλός συγγραφέας, ο Νικολό Αμανίτι γιατί γνωρίζει ότι μου αρέσουν αυτά τα αμερικανικά νουάρ που χρησιμοποιούν το είδος τους για να παρουσιάσουν το πορτρέτο της σύγχρονης κοινωνίας. Ταυτόχρονα, μου αρέσει πολύ το αμερικανικό σινεμά που κάνουν οι αδελφοί Κοέν, οι κάποιες φορές ο Αλτμαν, που προσπαθούν να κάνουν μια ιστορία από πολλούς ήρωες και πολλαπλές οπτικές γωνίες. Οταν διάβασα το βιβλίο μου φάνηκε πολύ οικείο, είχε μια αγωνία στις ανθρώπινες σχέσεις που συνδεόταν με την παγκόσμια οικονομική κρίση, όπου το συναίσθημα παίρνει όλο και μικρότερη θέση στα πράγματα. Το προάστιο του Κονέκτικατ, όπου εκτυλίσσεται το βιβλίο, θα μπορούσε να μοιάζει με μια πλούσια περιοχή στην Ιταλία, ως προς τους ανθρώπους ή ακόμα και τα τοπία. Ηταν μια ευκαιρία να δείξω ένα διαφορετικό ιταλικό πρόσωπο, συνήθως στις ταινίες βάζουμε περισσότερο ιταλικό φολκλόρ, την ομορφιά των ιστορικών τοποθεσιών κι εδώ ήθελα να μιλήσω για μια νέα Ιταλία που μοιάζει με τον υπόλοιπο κόσμο, θα μπορούσε να τοποθετηθεί γύρω από τη Ζυρίχη, ή το Παρίσι, ή το Λονδίνο, ή τη Βαρκελώνη, ή ακόμα και την Αθήνα πιστεύω. Αυτό με ώθησε στο να κάνω αυτήν την τρελή μεταφορά. Φυσικά κάναμε αλλαγές στην υπόθεση, την περιγραφή των χαρακτήρων, τη δομή, αλλά η ψυχή και τα κεντρικά ζητήματα της ιστορίας παραμένουν.
La Comédie Humaine
Ηθελα να κάνω μια comédie humaine στο ύφος του Μπαλζάκ, αυτής εδώ της χρονικής στιγμής. Χρησιμοποιήσαμε το whodunit για να κρατήσουμε το ενδιαφέρον του κοινού, αλλά αυτό που ήθελα ήταν να κάνω ανθρώπινα πορτρέτα, παίζοντας με τη δομή του σεναρίου, την αφήγηση από την πλευρά των τεσσάρων ηρώων της ιστορίας, για να περιγράψω τις διαφορετικές ψυχολογίες των ηρώων, τη φιλοδοξία, την πλεονεξία, την επιθυμία, τους φόβους, τη σύγκρουση των γενεών, των κοινωνικών τάξεων, της υψηλής μπουρζουαζίας και των μεσοαστών που θέλουν ν’ ανέλθουν. Και, στη μέση, τα θύματα που είναι η νέα γενιά που πιέζεται να έχει αποτελέσματα, να είναι ανταγωνιστική. Δεν ήθελα να πλάσω ήρωες, δε μου αρέσει το μαύρο και το άσπρο, θέλω να μοιράζω εξίσου το θετικό και το αρνητικό, αλλά νιώθουμε μια συμπάθεια για την κατάστασή τους, αυτών των νέων που παλεύουν για μια κάποια ηθική ενάντια στους γονείς τους.
Οχι πια κωμωδία
Προσπάθησα να αναμείξω την ατμόσφαιρα ενός πραγματικού νουάρ με αυτήν μιας μαύρης κωμωδίας. Είναι αλήθεια ότι ο δικός μου τρόπος αφήγησης στις προηγούμενες ταινίες μου ήταν πιο τρυφερός, οι κωμωδίες μου είναι πιο θερμές, συνήθως, αυτή είναι μια ψυχρή κωμωδία.
Η νέα κινηματογραφική Ιταλία
Βρισκόμαστε στη στιγμή της μεγάλης κρίσης, εσείς από την Ελλάδα καταλαβαίνετε καλά τι σημαίνει αυτό, την περίοδο που εκτυλίσσεται η ιστορία, το 2010, βρισκόμασταν στο κατώφλι αυτού που περνάτε τώρα, όταν Μπερλουσκόνι εξαναγκάστηκε σε παραίτηση. Η δημιουργία των ταινιών στην Ιταλία γίνεται όλο και πιο δύσκολη, αλλά για κάποιο μυστήριο λόγο που δεν μπορώ να εξηγήσω, παρά την πολύ δύσκολη κατάσταση της χρηματοδότησης, της διανομής – πολλά σινεμά κλείνουν – της διανομής των ταινιών, κάθε χρόνο γίνονται μια χούφτα πολύ ενδιαφέρουσες ταινίες στην Ιταλία, οπότε είμαι πολύ περήφανος που είμαι μέρος μιας κινηματογραφικής κοινότητας που προσπαθεί, με γυμνά χέρια, σε μια πολύ δύσκολη χρονική στιγμή, να δείξει πώς έχουμε εξελιχθεί, ότι δεν είμαστε πια η χώρα του νεορεαλισμού, του «Κλέφτη των Ποδηλάτων», των πιτσαδόρων και των μουσικών με το μαντολίνο. Είμαστε μια χώρα που μοιάζει με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μάλλον με κάτι πιο εύθραυστο, κι είναι ενδιαφέρον για μας να συνεχίσουμε να λέμε τις δικές μας ιστορίες.
Ο διευθυντής φωτογραφίας Ζερόμ Αλμερά
Η ταινία είναι γαλλοϊταλική συμπαραγωγή κι έπρεπε να μοιραστώ μέλη του συνεργείου με τους Γάλλους. Η μια μου απόφαση ήταν να χρησιμοποιήσω ως διευθυντή φωτογραφίας τον , το έκανα με χαρά γιατί αγαπώ πολύ τις γαλλικές ταινίες κι έχουν πολλούς καλούς φωτογράφους, ένας από αυτούς ήταν ο Ζερόμ Αλμερά που δουλειά του είχα δει κι εκτιμήσει σε ταινίες του Φρανσουά Οζόν. Επίσης είναι πολύ εξοικειωμένος με το ψηφιακό γύρισμα, ενώ για μένα ήταν η πρώτη φορά, ως τώρα γύριζα σε φιλμ. Οι οπτικές αναφορές ήταν ταινίες σαν την «Παγοθύελλα» του Ανγκ Λι, στην εικόνα και στην ατμόσφαιρα της ταινίας, είδαμε επίσης μαζί το «Φάργκο» κι άλλες ταινίες των Κοέν, δε σκεφτόμουν το κλασικό ιταλικό σινεμά ως προς την εικόνα, αλλά κάτι πιο βορειοευρωπαϊκό ή βορειοαμερικανικό, έναν νέο τρόπο να κοιτάζουμε τους ανθρώπους μας και τα τοπία μας, μια ψυχρή εικόνα, πολλά νυχτερινά, αλλά και με γαλλικές αναφορές όπως τον Κλοντ Σαμπρόλ που είναι ειδήμων στα νουάρ θρίλερ μικρών πόλεων.
Ετοιμος για τα Οσκαρ;
Οι παραγωγοί μου είναι ενθουσιασμένοι, το ίδιο και οι διεθνείς πωλήσεις. Εγώ τι να πω, είμαι περήφανος που εκπροσωπώ τη χώρα μου μ’ αυτήν την ευκαιρία, μου μοιάζει με παιχνίδι, την άλλη βδομάδα πάω Νέα Υόρκη, Σικάγο, Λος Αντζελες… Νιώθω μια αμηχανία γιατί δε μου αρέσει να ταξιδεύω πολύ κι επίσης τώρα δουλεύω την επόμενή μου ταινία, αλλά δεν μπορώ ν’ απογοητεύσω τους συνεργάτες και τους συμπατριώτες μου. Είμαστε οι νικητές του τελευταίου Οσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, με την «Τέλεια Ομορφιά» κι οι προσδοκίες είναι υψηλές. Υπήρχαν φέτος τόσο καλές ιταλικές ταινίες, όπως το «Le Meraviglie» της Αλίτσε Ρορβάκερ ή το «Anime Nere» του Φραντσέσκο Μούντζι που παίχτηκε στη Βενετία και, μυστικά, ευχόμουν να μη διαλέξουν εμένα, να, μια εξομολόγηση! Είναι πολύ σκληρός ανταγωνισμός, πολλές καλές ταινίες απ’ όλο τον κόσμο απέναντί μας, οι Νταρντέν, ο Ξαβιέ Ντολάν, είμαι ολομόναχος ενάντια σ’ όλες τις ταινίες από τις Κάννες, φέτος είναι Βιρτζί Vs. Κάννες! Αλλά θα θα σφίξω το χέρι των μελών της Ακαδημίας, θα επιδείξω το ιταλικό μου χαμόγελο, θα φορέσω το ωραιότερο Armani κοστούμι μου και θα κάνω το καλύτερο που μπορώ!
Διαβάστε ακόμη: