Ας ξεκινήσουμε από το τέλος: διάβαζα πόσο πολύ παιδευτήκατε για να βρείτε χρηματοδότηση για αυτή την ταινία, η οποία κατέληξε να είναι η πιο επιτυχημένη ισπανική ταινία φέτος. Πόσο δικαιωμένος αισθάνεσθε – ειδικά μετά τον θρίαμβο στα βραβεία Goya;
Ξυπνάω το πρωί και πηγαίνω για ύπνο το βράδυ με ένα μόνιμο χαμόγελο στα χείλη μου. Η γυναίκα μου ανησυχεί, οι φίλοι μου ανησυχούν. Είναι αλήθεια: τα όνειρα βγαίνουν πραγματικότητα. Ηταν ένα μακρύ ταξίδι, αλλά είχε χάπι εντ. Ισως ισχύει αυτό που λέει μία αρχαία Ιαπωνική παροιμία: «Αν βιάζεσαι, πάρε τον μακρύ δρόμο». Ολα τελικά συμβαίνουν με έναν απώτερο σκοπό. Η ταινία μου θα ήταν πολύ διαφορετική αν είχαν δεχτεί να τη στηρίξουν 8 χρόνια πριν, όταν την κατέθεσα. Στο μεσοδιάστημα γεννήθηκε η κόρη μου, κάτι που με επηρέασε: το φιλμ είναι για εκείνη, έχει την ίδια ηλικία με την ηρωίδα. Ολα ταίριαξαν απόλυτα. Πραγματικά πιστεύω στην μοίρα.
Πήρατε τον κλασικό μύθο της «Χιονάτης» και τον μετατρέψατε σε κάτι πολύ πιο σύνθετο, σκοτεινό αλλά και σε στιγμές χιουμοριστικό. Γιατί επιλέξατε το παραμύθι των αδελφών Γκριμ και ποια ήταν η δική σας αναγκαιότητα για να αφηγηθείτε αυτή την ιστορία;
Πιστεύω ότι τα παραμύθια είναι μία καταπληκτική πρώτη ύλη για να βασίσεις μία ταινία. Μεστές παραβολές μίας προφορικής κυρίως παράδοσεις που έχει περάσει το απόλυτο τεστ: το πέρασμα του χρόνου. Οι χαρακτήρες των κλασικών παραμυθιών έχουν αντέξει του μοντερνισμού και συνεχίζουν να αποκαλύπτουν στα παιδιά έναν σκοτεινό κόσμο και τα μυστικά του. Για μένα η «Χιονάτη» ήταν μία εξαιρετική αρχή. Ομως όταν αποφάσισα να κάνω μία ταινία για αυτή την αρχέγονη ιστορία, την αντιμετώπισα όπως ένας μουσικός της τζαζ: πήρα το βασικό σκορ και άρχισα να αυτοσχεδιάζω. Αφησα τη φαντασία μου ελεύθερη δημιούργησα νέους χαρακτήρες, νέες ιστορίες, νέα μηνύματα μέσα από ένα παραμύθι που είναι γνωστό σε όλους. Ομως είχα στο μυαλό μου έναν απαράβατο κανόνα: να κρατήσω ατόφιο το πνεύμα των αδελφών Γκριμ. Τον γοτθικό, σκοτεινό, πολυεπίπεδο χαρακτήρα του παραμυθιού της. Από εκεί και πέρα φρόντισα να το κάνω δικό μου. Βρήκα μία διέξοδο να εκφράσω τις δικές μου προσωπικές εμμονές με την ισπανική κουλτούρα: οι ταυρομαχίες, το φλαμένγκο, ο μύθος της Κάρμεν – στερεότυπα μίας χώρας που ήθελα να αποδομήσω. Αυτή λοιπόν είναι μία τζαζ, αυτοσχεδιαστική «Χιονάτη»!
Η ταινία είναι γεμάτη από κινηματογραφικές αναφορές. Φαίνεται ξεκάθαρα η αγάπη σας για τη φόρμα του ασπρόμαυρου βωβού σινεμά, για κλασικές ταινίες τρόμου ή ακόμα και τα μελό της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ. Μιλήστε μας λίγο για τις επιρροές σας.
Πριν από σκηνοθέτης είμαι θεατής. Αγαπώ το σινεμά παθιασμένα, με αυτό μεγάλωσα σε αυτό καταφεύγω για τις αναφορές μου. Να σας πω την αλήθεια, πιστεύω ότι βαθιά μέσα μου προτιμώ να είμαι θεατής παρά σκηνοθέτης: το να κάνεις μία ταινία είναι μία απαιτητική, εξαντλητική διαδικασία. Να βλέπεις μία ταινία είναι απλά μαγικό. Οπότε ναι, είμαι σινεφίλ κι έχω αναφορές. Η αγαπημένη μου εποχή στην ιστορία του κινηματογράφου είναι η περίοδος του βωβού σινεμά και ειδικά του ευρωπαϊκού βωβού σινεμά. Αγαπώ πολύ τον γαλλικό βωβό κινηματογράφο – το «Ναπολέον» του Αμπέλ Γκανς, τις ταινίες του Μαρσέλ Λ' Ερμπιέ. Τον αντίστοιχο γερμανικό – τον Φρίντριχ Βίλχελμ Μουρνάου, τον Φριτς Λανγκ. Σκηνοθέτες από την σκανδιναβία – όπως οι Βίκτορ Σιόστρομ και Μόριτζ Στίλερ. Αυτοί οι άνθρωποι συνέθεσαν την αρχή των πάντων. Την αλφαβήτα του σινεμά. Ολα όσα χρησιμοποιούμε σήμερα ξεκίνησαν από αυτούς: τα close ups, η αφηγηματική συνέχεια, η κίνηση της κάμερας, η σύνθεση του μοντάζ. Οταν ήρθε ο ήχος κάτι χάθηκε: το σινεμά έγινε περισσότερο σαν το θέατρο – ηθοποιοί που μιλούν, διάλογοι, θόρυβος. Οι σκηνοθέτες ξέχασαν πώς να πουν μία ιστορία με εικόνες.
Το σινεμά για μένα είναι μία ευκαιρία κι ένα μέσο για να μπει κανείς στην μηχανή του χρόνου. Μου αρέσει να μεταφέρω το κοινό μου σε μία άλλη εποχή. Σε όλες τις ταινίες μου, μικρού και μεγάλου μήκους, μετέφερα τους θεατές στο παρελθόν ή το μέλλον. Στη «Χιονάτη» ήθελα να τους πάω πίσω στη δεκαετία του 20. Να κάνω την ταινία ασπρόμαυρη, βωβή, ένα στιλιζαρισμένο μελόδραμα όπως αυτά τα υπέροχα των 20ς. Βέβαια θέλω να πιστεύω ότι και πάλι πρόσθεσα τη δική μου ματιά: επίπεδα χιούμορ, φαντασίας, τρόμου, ερωτισμού. Ηθελα να καταλήξω με κάτι που θα ανακάτευε πολλά διαφορετικά είδη.
Θα πρέπει να συναντήσατε όμως και μεγάλες δυσκολίες. Ακόμα και σήμερα, μετά την επιτυχία του «The Artist», για παράδειγμα, το κοινό είναι εξαιρετικά διστακτικό να μπει στην αίθουσα για να παρακολουθήσει μία βωβή ασπρόμαυρη ταινία. Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίσατε;
Εκτός από το ότι όλοι με θεωρούσαν τρελό; (γελάει). Θυμηθείτε ότι εγώ πρότεινα αυτή την ταινία 6-7 χρόνια πριν αρχίσει να γυρίζεται το «The Artist», οπότε καταλαβαίνετε. Κοιτάξτε, εγώ ήμουν εξαιρετικά ασφαλής στην απόφασή μου. Καλλιτεχνικά και δημιουργικά γνώριζα ότι μπορώ να γυρίσω μία πολύ δυνατή ταινία. Αν το σκεφτείτε, ακόμα και σήμερα, όλες οι δυνατές κινηματογραφικές στιγμές είναι βωβές: το πρώτο 20λεπτο του «WALL-E» για παράδειγμα όπου κανείς δεν ψελλίζει λέξη και είναι ένα αριστούργημα. Οχι ήμουν σίγουρος για το τι πάω να κάνω και σίγουρος ότι θα αρέσει στον κόσμο. Γιατί ήθελα να μοιραστώ συναισθήματα, χρησιμοποιώντας μία δυνατή ιστορία κι εξαιρετικούς ηθοποιούς - κι αυτό δεν αποτυγχάνει ποτέ. Είχα μεγάλη αυτοπεποίθηση ότι θα αγγίξει το κοινό και θα αφήσει το στίγμα της. Εγώ ακόμα θυμάμαι την πρώτη βωβή ταινία που είδα, έφηβος, σε κινηματογραφική αίθουσα: την «Απληστία» του Εριχ φον Στρόχαϊμ με ζωντανή κλασική ορχήστρα. Δεν νομίζω ότι από τότε άλλο κινηματογραφικό έργο μου έχει προκαλέσει τέτοια συναισθήματα. Ποτέ.
Οπότε η μόνη πρόκληση ήταν να πείσω τους παραγωγούς και τους χρηματοδότες. Ακόμα και το κοινό, ναι. Μία βωβή ταινία απαιτεί μεγαλύτερη προσπάθεια από μέρους του θεατή το καταλαβαίνω. Αλλά αφήνει και πολύ μεγαλύτερη ικανοποίηση στο τέλος.
Πιστεύετε ότι πολλοί ευρωπαίοι συνάδελφοί σας ένιωσαν την ίδια ανάγκη για επιστροφή στην αφετηρία του σινεμά και χρησιμοποίησαν τη φόρμα του βωβού; «Τhe Artist», «Χαμένος Παράδεισος» (Tabu) και τώρα η «Χιονάτη». Είναι ένα σημείο των κινηματογραφικών καιρών ή σύμπτωση;
Οχι δεν το θεωρώ σύμπτωση. Δεν μπορώ να μιλήσω εκ μέρους των συναδέλφων μου αλλά τουλάχιστον για μένα η επιστροφή ήταν αναγκαία γιατί είχαν χαθεί, όχι οι τρόποι να κάνει κανείς σινεμά, αλλά σίγουρα οι ιστορίες. Η ιστορία είναι αυτό που τελικά έχει σημασία. Τι θέλεις να πεις – όχι η φόρμα. Ομως ένας συμβολικός τρόπος να πεις ότι χάσαμε το δρόμο ανάμεσα σε ψηφιακούς εφετζίδικους 3D εντυπωσιασμούς, είναι να γυρίσεις στα βασικά και να δοκιμάσεις να πεις δυνατές ιστορίες μέσα από την εικόνα.
Δουλέψατε με μία μίξη επαγγελματιών και ερασιτεχνών ηθοποιών. Πώς τους επιλέξατε;
Δούλεψα με μερικούς πολύ διάσημους Ισπανούς σταρ – όπως η Ανχέλα Μολίνα, η Μαριμπέλ Βερντού, ο Ντανιέλ Χιμένεθ Κάτσο, αλλά και ερασιτέχνες και προωτοεμφανιζόμενους, όπως η Μακαρένα Γκαρσία. Για μένα όλοι οι ηθοποιοί, από τον πρωταγωνιστή σου μέχρι τον τελευταίο έξτρα είναι σημαντικοί. Γιατί συνθέτουν μαζί το σύνολο της ταινίας σου: το βλέπω ως οικογενειακή φωτογραφία, ένας να κλείσει τα μάτια χαλάει το σύνολο. Οποιος εμφανίζεται στην οθόνη είναι σημαντικός. Οπότε δούλεψα έντονα με τον υπεύθυνο κάστινγκ για την επιλογή τους. Ηταν πολύ σημαντικός ο τόνος. Εψαχνα για ερμηνείες που δε θα έπεφταν στην παγίδα του βωβού να είναι καρικατουρίστικες και υπερβολικές. Δεν ήθελα παντομίμες. Οι ηθοποιοί μου έπρεπε να συνυπάρχουν τρισδιάστατοι μέσα στο στιλιζαρισμένο σύμπαν της ταινίας. Κι αυτό ήταν μία απαιτητική διαδικασία και ένα στοίχημα να τους βρω. Και τους βρήκα. Πιστεύω ότι όλοι έκαναν εξαιρετική δουλειά.
Ποιο θα ήταν το μεγαλύτερο κοπλιμέντο που θα θέλατε να ακούσετε από την κόρη σας, όταν μεγαλώσει και δει αυτή την ταινία που γυρίσατε για εκείνη;
Χμμμ οφείλω να σας ομολογήσω ότι της την έδειξα ήδη. Είναι μόνο 9 χρονών, ίσως θα έπρεπε να περιμένω λίγο γιατί είναι πολύ μικρή και δεν είναι ακριβώς κάτι της ηλικίας της, αλλά ήταν αδύνατον. Της άρεσε, την αγάπησε μιλάει για τους χαρακτήρες σαν να είναι αληθινοί. Ομως το πιο συγκλονιστικό πράγμα με τα παιδιά δεν είναι ακριβώς η γνώμη τους για αυτό που δημιουργείς – σε αγαπάνε, θα αγαπήσουν και την ταινία σου. Είναι ότι σε κρατούν ταπεινό, σου θυμίζουν τις πραγματικές σου διαστάσεις. Μετά από τόση απόρριψη θα μπορούσα εύκολα να την έχω ψωνίσει μετά την επιτυχία της ταινίας. Ημασταν σε κάποιο φεστιβάλ και μου κρέμασαν ένα VIP ταμπελάκι. Η μικρή με κοίταξε και με ρώτησε τι σημαίνει αυτό. Της εξήγησα: πολύ σημαντικός άνθρωπος. «Μα μπαμπά, εσύ δεν είσαι πολύ σημαντικός άνθρωπος. Είσαι ο μπαμπάς μου...» Αυτό ήταν. Προσγειώθηκα (γελάει).
Διαβάστε την κριτική του Flix για τη «Χιονάτη»