Επιστροφή στη Σεβίλλη του 1920, στην εποχή του βωβού, ασπρόμαυρου κινηματογράφου και στη χώρα του Φλαμένκο και των ταυρομαχιών. Μια νεαρή ορφανή κοπέλα υποφέρει στα χέρια της μητριάς της και αποφασίζει να δραπετεύεσει με μία ομάδα 7 νάνων ταυρομάχων...

Ποιος είπε ότι το βωβό, ασπρόμαυρο σινεμά ανήκει στο παρελθόν; Το «The Artist» μπορεί να υπήρξε απρόσμενη εισπρακτική και οσκαρική επιτυχία, όμως δεν είπε την τελευταία λέξη στον διάλογο του σύγχρονου σινεμά με το παρελθόν του.

Γιατί αν η ταινία του Μισέλ Χαζαναβίσιους ήταν ένα νοσταλγικό κλείσιμο του ματιού στις «αθώες» μέρες του χολιγουντιανού σινεμά, το φιλμ του Πάμπλο Μπερχέρ, πηγαίνει ακόμη πιο πίσω, ή αν προτιμάτε σε πιο σκοτεινές περιοχές βρίσκοντας τις αναφορές του όχι στην χολιγουντιανή λάμψη, αλλά σε ένα σινεμά που ξεκινά από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό και καταλήγει στο «Freaks» του Τοντ Μπράουνινγκ.

Ο τρόπος που το κάνει, είναι αναμφίβολα εντυπωσιακός: το στιλ κόβει την ανάσα, η φωτογραφία προσφέρει στιγμές ακραίας ομορφιάς, οι ηθοποιοί δίνουν τις ερμηνείες τους πετυχημένα με τα μάτια και το σώμα, η μουσική συμπληρώνει ιδανικά τις εικόνες.

Μόνο που όσο κι αν το φιλμ αναπνέει απόλυτα πειστικά τον αέρα μιας ταινίας της εποχής που προσπαθεί να αναπαραστήσει, όσο και έχει να επιδείξει στιγμές που αξίζουν τον θαυμασμό αποτυγχάνει να συνθέσει την παλέτα των αναφορών του, την τεχνική του αρτιότητα την αναμφίβολη σινεφιλία του σε κάτι αληθινά καινούριο.

Ομως ακόμη κι αν κρατά το ενδιαφέρον από την αρχή ως το τέλος, δεν κατορθώνει στ΄ αλήθεια να κάνει την μάλλον υπερβολική ιστορία του έστω και οριακά πειστική ούτε να δώσει στους ήρωές του την επίφαση έστω χαρακτήρων που σε αφορούν.

Ακόμη κι αν το χιούμορ δεν του λείπει, συχνά το «Blancanieves» παίρνει την ιστορία και το δράμα της ηρωίδας του απολύτως στα σοβαρά, παρ' όλα αυτά όμως δεν σου επιτρέπει να κάνεις το ίδιο. Οσο κι αν δεν σου αφήνει άλλη επιλογή από το να θαυμάσεις της κατασκευή του, το κέντρο του μοιάζει κούφιο: ένα φιλμ που δεν μπορεί να ανυψωθεί πέρα από τα όρια ενός εξαιρετικά φτιαγμένου inside joke, ενός έξυπνου homage που μοιάζει να ενδιαφέρεται περισσότερο για την φόρμα παρά για οτιδήποτε άλλο.