Μια δεκαπενταετία μετά τη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία», ο Μελβίλ Πουπό ξανασυναντά τον έμπειρο δραματουργό Αρνό Ντεπλεσάν σε άλλο ένα χρονικό «Αγάπης και Μίσους» στους κόλπους μιας δυσλειτουργικής μεγαλοαστικής φαμίλιας.
Αυτή τη φορά ως Λουί, 50άρης χαροκαμένος συγγραφέας που φθονεί την αδελφή του, διάσημη ηθοποιό που υποδύεται η Μαριόν Κοτιγιάρ, για λόγους που θα αποκαλυφθούν σταδιακά. Τα αδέλφια έχουν κόψει επικοινωνία εδώ και 20 χρόνια, μια απόσταση που κινδυνεύει να μείνει ακάλυπτη ακόμα και τώρα που οι γονείς τους κείτονται ετοιμοθάνατοι στο νοσοκομείο μετά από ένα τροχαίο δυστύχημα.
Το Flix συνάντησε τον βετεράνο ηθοποιό της γαλλικής οθόνης -κι όμως, έχει πάνω από 80 ταινίες στο ενεργητικό του- και… μανιώδη μουσικό της γαλλικής ροκ, για να διαπιστώσει πόσο πιο… γαλήνιος είναι στην πραγματικότητα.
Με τον Αρνό Ντεπλεσάν στο Vanity Fair (φωτό: Καμίλ Μκουάτ)
Βρήκατε κάποιο δικό σας, βιωματικό κομμάτι μέσα στο τρικυμισμένο αυτό οικογενειακό δράμα;
Ευτυχώς όχι. Eχω έναν αδελφό με τον οποίο είμαστε πολύ κοντά, κολλητοί. Ξέρω βέβαια ανθρώπους που έχουν ανάλογα προβλήματα στις οικογένειές τους, με αδέλφια, με γονείς, και γνωρίζω πόσο δύσκολο μπορεί να είναι. Αλλά η αναγωγή μου, υποδυόμενος τον Λουί, ήταν κυρίως στις ίδιες τις ταινίες του Αρνό Ντεπλεσάν. Ήμουν ήδη στο «Μια Νύχτα Χριστουγέννων», όπου υπήρχε το μοτίβο της αδελφικής κόντρας και ακόμα του μίσους της μητέρας. Hξερα, λοιπόν, με τί ακριβώς καταπιάνεται ο Αρνό, τις δυναμικές και την περιπλοκή των σχέσεων μέσα σε μια δυσλειτουργική οικογένεια. Τού είχα εμπιστοσύνη, ήξερε για τί πράγμα μιλάει. Προσωπικά έχω καλές σχέσεις με όλους, συγγενείς και φίλους, γιατί μισώ τις αντιπαραθέσεις. Και μόλις αντιλαμβάνομαι πως υπάρχει ένταση, προσπαθώ πάντα να απαλύνω το κλίμα ή απλώς απομακρύνομαι. Δεν είμαι του δράματος, είμαι του συμβιβασμού. Γι’ αυτό και αρχικά μού φάνηκε ακραία αυτή η σχέση δυσανεξίας ανάμεσα στα δύο αδέλφια στο σενάριο. Αλλά τελικά συνειδητοποίησα πως ήταν, βασικά, υπερβολική αγάπη παρά μίσος, η μεγάλη οικειότητα που είχαν αυτά τα δύο αδέλφια ως παιδιά. Για μένα το σενάριο μιλούσε για το πάθος μάλλον παρά για τον φθόνο ή το μίσος.
Παίζετε φέτος και στο επίσης οικογενειακό δράμα «Un Beau Matin» της Μία Χανσεν-Λοβ, που είναι όμως στον αντίποδα, πολύ πιο ψύχραιμο και εσωτερικό…
-Οι προσωπικότητες του Ντεπλεσάν και της Μία Χάνσεν-Λοβ είναι τελείως αντιθετικές. Ο Αρνό είναι άτομο έντονο, πολύ εκφραστικό, μιλάει πολύ στα πλατό, με πολλή ενέργεια, πειραματίζεται συνεχώς. Τού αρέσουν οι εκρήξεις. Από την άλλη, η Μία είναι πολύ πιο ήρεμη. Και η αυτοβιογραφική όψη της δουλειάς τους, γιατί υπάρχει και στους δύο, σκιαγραφείται με διαφορετικούς τρόπους. Ο Αρνό απλώς κρύβει τη δική του σε διαφορετικά κινηματογραφικά είδη και αναφορές. Η Μία είναι πιο λιτή, αλλά πολύ ενδιαφέρουσα κι αυτή έτσι όπως προσπαθεί, νομίζεις, να αναπαραγάγει σε σκηνή μια κατάσταση που έχει ήδη βιώσει στη ζωή της, μια δική της εμπειρία, όσο πιο συγκεκριμένα και κοντά στην πραγματικότητα γίνεται.
Σκηνή από το «Αγάπη και Μίσος»
Eχετε δουλέψει επανειλημμένα με σκηνοθέτες όπως τον Ντεπλεσάν η τον Οζόν. Είναι θέμα επιλογής αυτή η διαρκής επιστροφή;
Νιώθω τυχερός γιατί είναι καλοί σκηνοθέτες. Σε κάνουν να αισθάνεσαι μια αυτοπεποίθηση, οπότε ξέρεις πως η επόμενη ταινία τους θα είναι ακόμα πιο ενδιαφέρουσα και θα πας ακόμα πιο πέρα. Εμπιστεύονται κι αυτοί τη δουλειά σου, σού δίνουν διαφορετικούς κάθε φορά ρόλους. Με τον Οζόν πρωτοσυνεργαστήκαμε κάπου 20 χρόνια πριν, τον Αρνό τον ξέρω εδώ και πάνω από δεκαετία, όποτε ναι, είναι τέλειο να ξαναδουλεύεις με κάποιον που γνωρίζεις και θαυμάζεις. Και σου δίνει σιγουριά να ξέρεις πως σε θέλουν καλοί δημιουργοί.
Eχετε ερμηνεύσει δεκάδες διαφορετικούς ρόλους στην οθόνη, ένας από τους πιο θαρραλέους, πάντως, θα λέγαμε πως είναι εκείνος του transgender Λόρενς στο «Λόρενς Για Πάντα» του Ξαβιέ Ντολάν. Τι κρατάτε από εκείνη την εμπειρία;
Ο Ξαβιέ με πήρε μόλις 10 μέρες πριν το γύρισμα, για να σωθεί το σχέδιο, γιατί κάποιος άλλος ήταν να παίξει τον ρόλο μου και δεν τα βρήκανε. Δεν είχα χρόνο να προετοιμαστώ, και ο ρόλος ήταν μεγάλος, πυκνός. Eξι μήνες γυρισμάτων, εκτενέστατο σενάριο, πολλές σκηνές, ιδιαίτερα έντονες. Αν είχα τον χρόνο να αναρωτηθώ από πριν, θα ένιωθα πιθανότατα φοβισμένος. Αλλά αφού συνέβη έτσι γρήγορα, τού είπα ναι, γιατί μού άρεσε πολύ το σενάριο, πήγα και ξεκινήσαμε αμέσως, καθώς ήξερε ακριβώς τί ήθελε από τους ηθοποιούς του. Hταν 21 όταν γυρίσαμε το φιλμ και ενθουσιώδης. Ήθελε όμως και να πειραματιστεί, να δοκιμάσει διαφορετικά πράγματα σε σκηνές. Και τού είπα απλώς εσύ ξέρεις, εγώ είμαι στη διάθεσή σου, θα κάνω ο, τι θέλεις. Και θα έλεγα πως έπαιξε μαζί μου σαν να ήμουν κούκλα. Ένιωθα σίγουρος γιατί είχε μόνιμα έμπνευση, δε φοβόταν, πίστευε πως όλα είναι δυνατά, χώρια που ήταν ήδη ένας καταξιωμένος σκηνοθέτης. Όταν εμπιστεύομαι κάποιον σκηνοθέτη, απλώς τον ακολουθώ. Είτε εκρήξεις μού ζητήσει είτε μονάχα μια νότα.
Προσωπικά έχω καλές σχέσεις με όλους, συγγενείς και φίλους, γιατί μισώ τις αντιπαραθέσεις. Και μόλις αντιλαμβάνομαι πως υπάρχει ένταση, προσπαθώ πάντα να απαλύνω το κλίμα ή απλώς απομακρύνομαι. Δεν είμαι του δράματος, είμαι του συμβιβασμού.»
(φωτό: Κέιτ Μπάρι για το Crash)
Τί από τα δύο σας ζητούσε ο Γούντι Άλεν στη νέα του κομεντί «Coup de Chance»; Πως ήταν η συνεργασία σας;
Aκουγα πως ο Γούντι Άλεν δε μιλάει ιδιαίτερα με τους ηθοποιούς, αρκείται σε μία λήψη, μένει πάντα πίσω από την κάμερα… Δεν ήταν καθόλου έτσι. Ζήτησε πολλές λήψεις, είχε πολλές ιδέες, και ερχόταν και μού μίλαγε συνεχώς, για το πώς να γυρίσουμε τη σκηνή, να δοκιμάσουμε κι αυτό κι εκείνο. Με τους καλούς σκηνοθέτες, αφήνεσαι και ακολουθείς. Για μένα αυτό είναι καθοδήγηση ηθοποιών, να σε βάζει ο σκηνοθέτης σε μια συνθήκη όπου θα νιώθεις πως μπορείς να κάνεις οτιδήποτε. Με τον Ερίκ Ρομέρ, ας πούμε, ήταν μονάχα μία λήψη, αλλά ήταν πάλι καθοδήγηση ηθοποιού γιατί ήξερες πως αυτή θα είναι και τέλος, άρα θα κοιτάξεις να δώσεις τον καλύτερο εαυτό σου, εκτός φυσικά κι αν προέκυπτε κάποιο πρόβλημα, τεχνικό ή άλλο.
Είναι σκέτα γαλλόφωνος ο ρόλος σας στην ταινία του Aλεν;
Ναι, εξολοκλήρου στα γαλλικά.
Πάντως τα αγγλικά σας είναι πολύ καλά, και το θυμόμαστε κι από κάποιους αγγλόφωνους ρόλους σας παλιότερα. Eχουμε, όμως, καιρό να σας δούμε σε μη γαλλόφωνη ταινία, σε αντίθεση με άλλους «διεθνείς» συναδέλφους σας…
Δεν έχω συχνά προσφορές για αγγλόφωνους ρόλους. Αυτό που κάνουν οι Αμερικανοί παραγωγοί είναι να καλούν τους Γάλλους ατζέντηδες και να λένε πως ψάχνουν κάποιον Ευρωπαίο τάδε ηλικίας, τάδε αναστήματος, να κάνει τον κακό. Κι αυτοί ειδοποιούν ανάλογου προφίλ ηθοποιούς και τους ζητούν να κάνουν ένα δοκιμαστικό μόνοι τους, να το φιλμάρουν με μια κάμερα και να τους το στείλουν. Το απεχθάνομαι αυτό. Το έκανα λίγες φορές, ποτέ δεν είχε αποτέλεσμα. Οπότε αποφάσισα πως δεν θα ασχοληθώ άλλο. Aλλωστε είμαι πια 50 κι έχω μια φιλμογραφία στην οποία μπορεί να ανατρέξει οποιοσδήποτε Αμερικανός δημιουργός αν θέλει να με προσλάβει.
Με τον Μπεντζαμάν Σικσού στα γυρίσματα του «Αγάπη και Μίσος»
Ασχολείστε επίσης φανατικά με τη μουσική, και όχι απλώς ερασιτεχνικά…
Παίζω μουσική, ναι, με τον αδελφό μου και μερικούς φίλους. Με τον αδελφό μου είχαμε διάφορες ροκ εντ ρολ μπάντες κατά καιρούς, έπαιζα ντραμς και μπάσο και κιθάρα, και με έναν φίλο μου, γνωστό τραγουδιστή, τον Μπενζαμέν Μπιολέ, κάναμε μια περιοδεία πριν τρία χρόνια. Ήθελε να τραγουδήσω και να παίξω κιθάρα και ντραμς. Και γυρίσαμε τη Γαλλία οι δυο μας ερμηνεύοντας γαλλικά τραγούδια.
Παρόλα αυτά, ποτέ δεν ερμηνεύσατε κάποιον μουσικό ρόλο επί της οθόνης…
Οχι, ποτέ. Στις «Ιστορίες του Καλοκαιριού» του Ρομέρ μόνο, που έπαιξα λίγη κιθάρα. Δε μου αρέσει τόσο να τραγουδώ, αλλά μουσικό θα μού άρεσε να υποδυθώ. Με τον Αρνό, που έχει βαθιά μουσική καλλιέργεια, συζητάμε συχνά γι’ αυτό, γιατί θέλει να οργανώνει τους φιλμικούς ρυθμούς του μουσικά. Άλλοτε ευθυγραμμίζεται με την τζαζ, άλλοτε με την ελεύθερη τζαζ, άλλοτε την ροκ ή την πιο χαλαρή σόουλ.
Εσείς βλέπετε ταινίες; Είσαστε o ίδιος σινεφίλ;
Υποτίθεται πως είμαι. Γιατί ήταν και η μητέρα μου, που δούλευε στην επικοινωνία σε ταινίες, κυρίως καλλιτεχνικού προφίλ, οπότε μεγάλωσα έτσι, με Μαργκερίτ Ντιράς και Μπενουά Ζακό και διάφορες μορφές του γαλλικού σινεμά της δεκαετίες του ’80. Μας έβαζε, εμένα και τον αδελφό μου, να βλέπουμε ταινίες τη μία μετά την άλλη ως παιδιά, στην τηλεόραση και στις αίθουσες. Έχω δει αμέτρητες, αλλά δεν θεωρώ τον εαυτό μου σινεφίλ. Όχι πως δε βλέπω πλέον ταινίες, αλλά όταν δε δουλεύω προτιμώ να ακούω μουσική ή να κάνω κάτι άλλο. Δεν ασχολούμαι πάντα με το σινεμά, δεν είμαι από εκείνους που παθιάζονται μόνο με το σινεμά και δε μιλάνε παρά για αυτό, και συνήθως δεν ξέρουν ούτε από μουσική, ούτε από λογοτεχνία, ούτε από άλλες τέχνες.