Η Αλίς μισεί τον Λουί. Το ίδιο κι αυτός. Είναι εδώ και χρόνια αδύνατον να βρίσκονται στο ίδιο μέρος. Ακόμη κι όταν αυτό είναι το νοσοκομείο στο οποίο βρίσκονται οι ετοιμοθάνατοι γονείς τους.
Αυτή είναι διάσημη ηθοποιός του θεάτρου, πρωτότοκη κόρη μιας αστικής οικογένειας στη Λιλ, το κακομαθημένο κορίτσι που πήρε πάνω του όλη τη λάμψη, «πνίγοντας» τα δύο αδέλφια της, τον Λουί και τον μικρότερο Φιντέλ που θα πάσχιζαν, ειδικά ο πρώτος, να βρει το δικό του δρόμο ως συγγραφέας. Αυτός είναι ο Λουί, διάσημος πλέον συγγραφέας, που ζει απομονωμένος με τη συζυγό του στην ορεινή Τουλούζ, παραιτημένος από τη ζωή μετά το θάνατο του εξάχρονου γιού τους, γεμάτος από μίσος για την αδελφή του.
Μια ιστορία από το παρελθόν κρατά τα δύο αδέλφια σε εμπόλεμη κατάσταση. Ο θυμός δεν μοιάζει να έχει κοπάσει, δυναμώνει κάθε φορά που ο ένας βρίσκεται ακόμη και σαν σκέψη στο μυαλό του άλλου. Το μοιραίο δυστύχημα που θα αφήσει τους γονείς τους στο νοσοκομείο, θα είναι ίσως η τελευταία ευκαιρία που θα έχουν για να συγχωρέσουν ο ένας τον άλλον.
Ο Αρνό Ντεπλεσάν δεν φοβάται τις δύσκολες οικογενειακές ιστορίες. Μια από αυτές υπήρξε το υλικό για την καλύτερη ίσως ταινία της άνισης φιλμογραφίας του, το «Μια Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» του 2008. Η ματιά του είναι πάντα στο όριο ανάμεσα στο ρεαλισμό και τον υπερρεαλισμό, σε μια ζώνη όπου όλα, από τα συναισθήματα μέχρι και οι καθημερινές απλές πράξεις, βρίσκονται ένα τόνο παραπάνω από το κανονικό ή από αυτό που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «κανονικό».
Το «Αγάπη και Μίσος» ξεκινάει με δύο σκηνές από αυτές που κανονικά βλέπεις στην κορύφωση μιας ταινίας - κατευθείαν μέσα στο σύμπαν ενός παροξυσμικού οικογενειακού ιστού που σε συνδυασμό με μια αριστοτεχνική σκηνή ενός αυτοκινητιστικού δυστυχήματος σε πιάνει απροετοίμαστο και σε ρίχνει μέσα στις δαιδαλώδεις διαδρομές της μνήμης, της ενοχής, της πάντα (και σε κάθε ηλικία) σκληρής ενηλικίωσης, του θανάτου.
Στο κέντρο μιας ταινίας που καθώς προχωράει ανοίγεται και σε παράλληλες ιστορίες αλλά και σε ακόμη δυσκολότερες θεματικές, συν όσα υποννοούνται και τελικά δεν αποκαλύπτονται ποτέ (όπως και η βασική αφετηρία του μίσους ανάμεσα στα δύο αδέλφια) βρίσκονται η Αλίς και ο Λουί, σαν δύο άνθρωποι από τελείως διαφορετικά σύμπαντα που όμως τους ενώνει κάτι περισσότερο από το κοινό DNA. Αυτός είναι γήινος, χρησιμοποιεί τα χέρια του, δεν έχει κινητό, παίρνει μόνο το τραμ και βρίσκει ανακούφιση στο όπιο που ψωνίζει από τις κακόφημες συνοικίες της πόλης. Αυτή είναι αέρινη, προστατευμένη από το περιβάλλον της, μια γυναίκα της πόλης που οδηγεί και ψωνίζει αντικαταθλιπτικά από το φαρμακείο. Ο,τι χωρίζει την Αλίς και τον Λουί είναι και αυτό που τους ενώνει: θαυμάζουν ο ένας τον άλλον, αλλά αν το παραδεχτούν θα χάσουν για πάντα το λόγο της ύπαρξής τους.
Ο Ντεπλεσάν, έχοντας ανεβάσει τον τόνο από την πρώτη σκηνή, δεν θα τον κατεβάσει ακόμη κι όταν οι φωνές και οι μεγάλες σκηνές έκρηξης των ηρώων του αρχίζουν να διαβρώνουν την ίδια τους την ιστορία, να τους αφαιρούν θλίψη και να τους προσθέτουν υστερία, να τους μεταμορφώνουν από ήρωες ενός σπαρακτικού μελοδράματος σε λογοτεχνικές φιγούρες μιας αφήγησης που συνεχώς δοκιμάζει και δοκιμάζεται (άνθρωποι που πετάνε, voice over που εμφανίζονται από το πουθενά, μουσικές που μοιάζουν να συνοδεύουν με διαφορετικά θέματα κάθε σκηνή), αποτυγχάνοντας αυτή τη φορά σχεδόν παταγωδώς να μεταφέρουν την όποια αλήθεια τους.
Ο Μελβίλ Πουπό, ανέκαθεν καλύτερος στις ρομερικές του στιγμές, δεν έχει τη στόφα του δραματικού ηθοποιού που μπορεί να σηκώσει μια σκηνή (τεκτονικής για τα δεδομένα της διαμάχης των δύο ηρώων) έκρηξης. Προδίδεται από τα ντεσιμπέλ της φωνής του, την ίδια στιγμή που δίπλα του, η Μαριόν Κοτιγιάρ παίζει σχεδόν με όλο τον όγκο της κινηματογραφικής οθόνης, εκτελώντας αποτελεσματικά σκηνές υψηλού ρίσκου (όπως αυτή του φαρμακείου), υποβοηθούμενη από το γεγονός ότι στην ταινία υποδύεται μια ηθοποιό, αλλά προδομένη κι αυτή από την υπερβολή που την οδηγεί ο Ντεπλεσάν.
Με ένα σενάριο που ξοδεύεται γρήγορα, ακολουθώντας το ίδιο σπασμωδικά με τις αντιδράσεις των ηρώων του ένα δρόμο που ο Ντεπλεσάν δεν μοιάζει να γνωρίζει μέχρι και το φινάλε, το «Αγάπη και Μίσος», κατακερματισμένο πλέον σε ασύνδετες μεταξύ τους σκηνές και ήρωες που περιστρέφονται γύρω από τους «πρωταγωνιστές» χωρίς να λένε κάτι γι' αυτούς (με αποκορύφωμα την Ρουμάνα φανατική θαυμάστρια της Αλίς που εξαφανίζεται χωρίς η ιστορία της να έχει ολοκληρωθεί), παύει να ενδιαφέρει ακόμη και για τα ακροβατικά της αφήγησής του, ακόμή και για τις ελάχιστες πλέον σκηνές που λέει κάτι συγκινητικό για το πόσο εύκολο διογκώνεται το μίσος (και η αγάπη) και πόσο ακόμη πιο εύκολα μπορούν και τα δύο να τελειώσουν σε μια και μόνο στιγμή.