Ενημέρωση

Κάρλοβι Βάρι: Οι πρώτες μέρες

στα 10

Ακόμη κι αν ανήκει στα καλοκαιρινά φεστιβάλ, ο καιρός στο Κάρλοβι Βάρι τις πρώτες μέρες, θα μπορούσε να σε ξεγελάσει. Δεν πειράζει, ένας ακόμη λόγος να μένεις στις αίθουσες βλέποντας ταινίες.

Κάρλοβι Βάρι: Οι πρώτες μέρες
Η Τζούντι Ντεντς, ευχαριστεί το φεστιβάλ...

Από τα απολαυστικά σποτάκια του, που περιλαμβάνουν βραβευμένους σταρ όπως ο Τζουντ Λο ή ο Τζον Μάλκοβιτς και σκηνοθέτες σαν τον Μίλος Φόρμαν, να χρησιμοποιούν το βραβείο τους με απρόβλεπτους, σχεδόν προσβλητικούς τρόπους, καταλαβαίνεις ότι το Καρλοβι Βάρι είναι ένα φεστιβάλ με χιούμορ, αλλά κι ένα φεστιβάλ που αγαπά τους σταρ. Και που δείχνουν να το αγαπούν κι εκείνοι. Η πόλη, που μοιάζει με παραμυθένιο σκηνικό, είναι από μόνη της άλλωστε, ικανό κίνητρο για κάποιον να την επισκεφτεί, ακόμη κι αν το φεστιβάλ δεν είχε να παρουσιάσει ένα τόσο πλούσιο πρόγραμμα

Την βραδιά της πρεμιέρας βεβαίως, οι δυο πρωταγωνιστές του «Jane Eyre», που άνοιξε το φεστιβάλ, δεν κατόρθωσαν να παρευρεθούν. Δεν πειράζει, η Τζούντι Ντεντς και ο σκηνοθέτης Κάρι Τζότζι Φουκουνάγκα, αναπλήρωσαν την απουσία της Μία Βασικόφσκα και του Μάικλ Φασμπέντερ, έστω κι αν είναι οι δυο τους που δίνουν στην καινούρια εκδοχή της «Τζέιν Ειρ», σχεδόν όλο το ενδιαφέρον της. Αυτή η μεταφορά του πολυκινηματογραφημένου έργου της Εμιλι Μπροντέ, δεν έχει τίποτα στα αλήθεια νεωτερικό, δίχως όμως, αυτό να καταμετράται στα ελαττώματά της. Εν τούτοις αν εξαιρέσεις την συχνά μεγαλοπρεπή φύση και τον τρόπο που η κάμερα την κινηματογραφεί, όχι σαν απλό τοπίο, αλλά σαν παράγοντα που διαμορφώνει τους ήρωες και τις εξαιρετικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών, δεν έχεις πολλά να θαυμάσεις σε αυτό το ικανοποιητικό, αλλά όχι συναρπαστικό φιλμ. Δεν ξέρω τι μπορεί να περιμένει κανείς από μια τόσο γνώριμη ιστορία, αλλά όποιες κι αν ήταν οι προθέσεις του δημιουργού της, το αποτέλεσμα δείχνει σαν ένα καλοφτιαγμένο κλασσικίζον ρομάντζο, που όμως είναι περισσότερο στεγνό από πάθος απ όσο θα ήθελες.

Στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ, από τις ταινίες που έχουν μέχρι τώρα προβληθεί (και καταφέραμε να δούμε) δεν υπήρξε προς το παρόν κάτι που να μας ενθουσίασε.

Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Μάρτιν Ντόνοβαν, πάλαι ποτέ αγαπημένου ηθοποιού του Χαλ Χάρτλεϊ, «Collaborator», κερδίζει μάλλον τις εντυπώσεις, κυρίως λόγω των ερμηνειών τόσο του ίδιου του Ντόνοβαν όσο και του Ντέιβιντ Μορς, που στέκεται μεθυσμένα απειλητικός απέναντί του. Ο Ντόνοβαν υποδύεται τον Ρόμπερτ, έναν θεατρικό συγγραφέα, κάποτε πετυχημένο, αλλά πλέον σε κρίση τόσο καλλιτεχνική όσο και γαμήλια, που επιστρέφει στο Λος Αντζελες για να εξερευνήσει την πιθανότητα μιας καριέρας σαν σεναριογράφος, να δει τη μητέρα του και να επισκεφθεί μια ηθοποιό, τώρα πια μεγάλη σταρ με την οποία δείχνει να είναι ακόμη ερωτευμένος. Οταν όμως ο loser, με κάμποσες επισκέψεις στη φυλακή γείτονάς του, τον κρατήσει όμηρο μέσα στο ίδιο του το σπίτι, ο Ρομπερτ θα αναγκαστεί να σκεφτεί πιο ουσιαστικά τη δουλειά και την ζωή του. Η δομή του φιλμ είναι ίσως υπερβολικά θεατρική, η σκηνοθεσία στατική και το σενάριο δεν πάει πολύ μακριά, όμως ακόμη κι έτσι, το φιλμ δεν μοιάζει με καπρίτσιο, κατορθώνοντας, κυρίως χάρη στο ερμηνευτικό εκτόπισμα του Ντέιβιντ Μορς να κρατά το ενδιαφέρον ως το τέλος.

Το «Cracks in the Shell» του Γερμανού Κρίστιαν Σβόκοου, έχει κι αυτό να κάνει με το θέατρο. Ηρωίδα του μια σπουδάστρια δραματικής σχολής που ζει με την μητέρα της και με την με νοητική στέρηση αδελφή της και που παίρνει τον πρώτο ρόλο στην καινούρια παράσταση ενός σπουδαίου σκηνοθέτη. Σύντομα θα αντιληφθεί ότι ο λόγος που την διάλεξε είχε να κάνει κυρίως με το πόσο «ραγισμένο» είναι το ψυχολογικό της περίβλημα και, η σχέση της με τον σκηνοθέτη που σύντομα θα γίνει και ερωτική, θα αποτελέσει τον επώδυνο δρόμο για να αντιμετωπίσει πολλά από τα προβλήματά της. Δυστυχώς οι υπερβολές, τα κλισέ και οι κοινοτοπίες έχουν τον πρώτο λόγο σε αυτό το φιλμ που δεν έχει τίποτα ενδιαφέρον να πει, ούτε για την εμπειρία του να υποδύεσαι έναν ρόλο στη σκηνή ή την κανονική ζωή, ούτε για την ψυχολογία της ηρωίδας της και κυρίως τίποτα ενδιαφέρον να εξομολογηθεί ή να δείξει στον θεατή.

Τα ίδια πάνω κάτω ισχύουν και για το «Heritage» του Πολωνού Αντρέι Μπαράνσκι, το πορτρέτο ενός νεαρού που έχοντας αποτύχει να πάρει το πτυχίο του σαν δικηγόρος, έχει ξεχάσει μια ποδοσφαιρική καριέρα λόγω ενός τραυματισμού και δοκιμάσει δίχως επιτυχία την παρανομία, επιστρέφει στο χωριό του και στο σπίτι της μητέρας του. Δυστυχώς ενώ το φιλμ του Μπαράνσκι έχει αρκετές δόσεις πικρού χιούμορ και μια καθαρή ματιά στην μιζέρια και την μικρόνοια της επαρχίας, στις άσχημες συνθήκες και τα άσχημα μυαλά, παγιδεύεται σε μια αφήγηση που είναι εντελώς αποσπασματική και παραδίνεται σε μια μάλλον εύκολη σάτιρα και συχνά σε μια γκροτέσκα υπερβολή, εκεί που λίγη λεπτότητα θα αναδεικνύε χαρακτήρες και καταστάσεις πολύ πιο πετυχημένα.

Στο τμήμα Forum of Independntes, το «Stranger Things» των Ελενορ Μπερκ και Ρον Ειγιάλ είναι ένα χαμηλότονο mood poem για τη συνάντηση δυο ανθρώπων με φόντο την χειμωνιάτικη μελαγχολία της βρετανικής ακτής. Η Ούνα επιστρέφει στο εξοχικό της μητέρας της που μόλις έχει πεθάνει, προκειμένου να το πουλήσει, αγνοώντας ότι το προηγούμενο βράδυ ένας άστεγος, ο Μάνι έχει βρει καταφύγιο εκεί. Δίχως να ξέρει τι ακριβώς να κάνει τους χαρακτήρες του, αλλά ξέροντας ότι είναι ενδιαφέροντες, το φιλμ τους ακολουθεί διακριτικά και σε κερδίζει τελικά,με την απόλυτη απλότητα και την συναισθηματική ειλικρίνειά του.

Στο ίδιο τμήμα, το «Weekend» του επίσης Βρετανού Αντριου Χέιγκ, είναι μια από τις καλύτερες ταινίες του φεστιβάλ και μία που κατορθώνει να ανανεώσει όχι ένα, αλλά δυο ταλαιπωρημένα στις μέρες μας κινηματογραφικά «είδη»: Αυτό του queer cinema κι αυτό του «boy meets gir» ή έστω «boy meets boy». Στο Λονδίνο, Παρασκευή βράδυ, δυο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι συναντιούνται σε ένα μπαρ και καταλήγουν στο σπίτι του ενός, για κάτι που προορίζεται για one night stand. Την επόμενη μέρα όμως, βρίσκουν δύσκολο το να χωρίσουν και περνούν το σαββατοκύριακο μαζί, ακόμη κι αν ανακαλύπτουν ότι η σχέση τους έχει έναν πολύ συγκεκριμένο ορίζοντα. Μακριά από τα κλισέ των gay ταινιών, αλλά χωρίς να αρνείται την πραγματικότητα του κόσμου των ηρώων του, το φιλμ του Χέιγκ δεν φοβάται να γίνει τρυφερό, δίχως στιγμή να ξεπέφτει στο γλυκανάλατο και προτιμά την ειλικρίνεια, την απλότητα και την ευθύτητα της ματιάς στην κινηματογραφική του γλώσσα. Δίχως υψηλούς στόχους, αλλά με ένα άψογο σενάριο και δυο εξαιρετικούς πρωταγωνιστές, που κάνουν τους ήρωες τους... reletionship material, το «Weekend» μιλά για πράγματα που κατανοούμε όλοι, ασχέτως με τον σεξουαλικό προσανατολισμό μας και κατορθώνει να αποστάξει από την ιστορία του, κάτι που μοιάζει μικρό κι εύθραυστο, αλλά μαζί απόλυτα αληθινό και σπουδαίο.

Το «Mad Bastards» του Αυστραλού Μπρένταν Φλέτσερ, τοποθετημένο σε μια κοινότητα Αβορίγινων, ακολουθεί την ιστορία ενός δεκατριάχρονου, που μεγαλώνει δίχως πατέρα ως την στιγμή που ο γεννήτορας του αποφασίζει να επιστρέψει στην μικρή πόλη του και να δοκιμάσει να διορθώσει τους οικογενειακούς δεσμούς του. Συμπαθές, σκηνοθετημένο με σιγουριά και με ένα ικανό καστ από, ως επί το πλείστον μη επαγγελματίες ηθοποιούς, το φιλμ έχει στιγμές αρκετής δύναμης, αλλά δεν μπορεί να αποφύγει μια αντιμετώπιση που το κάνει να δείχνει ελαφρά συγκαταβατικό. Ακόμη κι αν προσπαθεί να αντιμετωπίσει τους ήρωες του δίχως στερεότυπα, δεν μπορεί να σβήσει όλα τα ίχνη της ενοχής που κουβαλούν οι λευκοί Αυστραλοί για την κατάσταση των Αμπορίτζιναλς σήμερα.

Στο τμήμα Horizons που περιλαμβάνει ταινίες που ξεχώρισαν σε άλλα φεστιβάλ όπως οι Κάννες, το Βερολίνο ή το Sundance, το «Tyranosaurus», το σκηνοθετικό ντεμπούτο του ηθοποιού Πάντι Κονσιντάιν, έμοιαζε με κάτι που δεν έπρεπε να χάσουμε. Δικαίως, καθώς το φιλμ που κουβαλά την φήμη μιας πολύ βίαιης και σκληρής ταινίας, έχει πολλές ακόμη αρετές που το κάνουν αξιοπρόσεκτο. Δυο εξαιρετικές ερμηνείες από τον Πίτερ Μούλαν και την Ολίβια Κόλμαν, την ματιά ενός σίγουρου, απόλυτα ικανού σκηνοθέτη, την ικανότητα να μην κάνει την βία να μοιάζει δωρεάν, ένα φτηνό κόλπο για εντυπωσιασμό. Ναι το φιλμ του Κονσιντάιν είναι σκληρό, μαύρο, επώδυνο, σε προκαλεί κατά στιγμές, να κλείσεις τα μάτια, αλλά είναι μαζί ειλικρινές, ανυποχώρητο, συναρπαστικό και τελικά ελπιδοφόρο. Απλά ένα εξαιρετικό ντεμπούτο.

Ταινίες που κοιτάζουν με διαφορετική ματιά το σινεμά και τον κόσμο, συνθέτουν το τμήμα Another View, όπου χωράνε φιλμ από την «εμπρηστική» κραυγή πολέμου του Ρομέν Γαβρά «Notre Jour Viendra» ως το ενδοσκοπικό «Arirang» του Κιμ Κι Ντουκ, ο οποίος ήταν εδώ για να το παρουσιάσει. Μεταξύ τους, χωρούν φιλμ όπως το «Atmen» του αυστριακού Καρλ Μάρκοβιτς, ένα coming of age φιλμ, για έναν νεαρό, που περνά τις μέρες του μεταξύ αναμορφωτηρίου και του νεκροτομείου που δουλεύει και ο οποίος κάπου ανάμεσα στον εγκλεισμό και το θάνατο ανακαλύπτει τον δρόμο προς μια καινούρια ζωή, αλλά και το «Volcano» του Ρούναρ Ρούναρσον, την απλή, συγκινητική ιστορία ενός άντρα που πρέπει να αντιμετωπίσει σχεδόν ταυτόχρονα την συνταξιοδότησή του και το εγκεφαλικό, που αφήνει την γυναίκα του εξ ολοκλήρου στη δική του φροντίδα.

Το «Corpo Celeste» της Αλις Ροχρβάχερ, είναι επίσης ένα coming of age φιλμ υπό την σκιά της επαρχιακής Ιταλίας, της καθολικής θρησκείας, της οικογένειας, της καινούριας «ηθικής» που διατρέχει τη χώρα, των καταπιεσμένων επιθυμιών. Με ύφος που δανείζεται αισθητικές και αφηγηματικές επιλογές από το ντοκιμαντέρ και με μια ένταση που ανεβαίνει αργά αλλά σταθερά, το φιλμ σε βυθίζει στον κόσμο του και σε κάνει να κατανοείς τους ήρωες και της αδυναμίες τους, κατορθώνοντας να χτίσει το πορτρέτο μιας ηρωίδας και των ανθρώπων γύρω της, με τρόπο που είναι την ίδια στιγμή απόλυτα αληθινός και μαζί ιδιαίτερα κινηματογραφικός.

Το «Blue Bird» του Φλαμανδού Χουστ Βαν ντεν Μπέργκε δεύτερο μέρος μια άτυπης τριλογίας μετά το περσινό «Little Baby Jesus of Flandres», είναι γυρισμένο στην Αφρική σε supercinemascope και με μια μπλε τίντα, αλλά οι ιδιαιτερότητές του δεν σταματούν εκεί. Γεμάτο χιούμορ και σουρεαλιστική διάθεση, εξιστορεί μια θεωρητικά γραμμική ιστορία, αλλά προτιμά να παίζει με τον τόπο και τον χρόνο κάνοντας ένα φιλμ που μιλά κυρίως γι αυτά, αλλά και για την παιδική ηλικία, την αιωνιότητα, την ζωή και το θάνατο, την ελευθερία, δίχως να τονίζει ή να κατευθύνει την σκέψη και τη ματιά σου.

Ο Χιλιανός Σαντιάγκο Σίλβα που πριν δυο χρόνια είχε εντυπωσιάσει με το «The Maid» επιστρέφει με το «Old Cats», μια ταινία που επίσης λαμβάνει χώρα σχεδόν ολόκληρη μέσα σε ένα σπίτι. Μια γυναίκα που δείχνει τα πρώτα σημάδια Αλτσχάιμερ, η απαιτητική κόρη της που έρχεται ζητώντας ξανά κάτι, μια σύγκρουση οικογενειακή, αλλά και δυο εποχών, δυο διαφορετικών τρόπων να βλέπεις τη ζωή. Χαμηλότονο, «μικρό», τρυφερό, το «Old Cats» είναι μια ταινία «κλειστού χώρου». Τόσο μικρού όσο να χωρά την καρδιά σου.

Από την γειτονική Αργεντινή, το «Medianeras» του Γκουστάβο Ταρέτο, είναι μια αφοπλιστικά γλυκιά ρομαντική κομεντί για τις ζωές δυο ανθρώπων και για την πόλη και την σύγχρονη ζωή που τους κρατά μακριά, ακόμη κι αν μοιάζουν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο. Με ένα πανέξυπνο σενάριο, hip πινελιές, μια ενεργητική σκηνοθεσία, το φιλμ του Ταρέτο σε κάνει να αναγνωρίσεις κάτι από τον εαυτό σου, σε συστήνει σε δυο αξιαγάπητους πρωταγωνιστές και σε ξεναγεί στην αρχιτεκτονική του Μπουένος Αϊρες με τρόπο συναρπαστικά απρόβλεπτο. Ναι, δανείζεται πολλά από τον Γούντι Αλεν, ναι δεν αποφεύγει κάποιες ευκολίες ή συναισθηματισμούς, αλλά ποιος νοιάζεται όταν το αποτέλεσμα είναι τόσο αξιαγάπητο και φρέσκο;

Στo gallery: Τζούντι Ντεντς, Κάρι Τζότζι Φουκουνάγκα, ο Ντενίς Βιλνέβ από το master class που έδωσε, ο Ντέιβιντ Μορς και ο σκηνοθέτης και συμπρωταγωνιστής του Μάρτιν Ντόνοβαν.