
Η Νοεμί Μερλάν είναι μια από τις πιο συναρπαστικές, δυναμικές και ταλαντούχες ηθοποιούς και δημιουργούς του σύγχρονου γαλλικού σινεμά. Εγινε περισσότερο γνωστή ως η στωική και μαζί ανατρεπτική ζωγράφος στο «Πορτρέτο μιας Γυναίκας που Φλέγεται» της Σελίν Σιαμά, αλλά στην πορεία της, που τώρα γίνεται και διεθνής (όπως με το «Tár» του Τοντ Φιλντ), έχει αποδείξει ότι μπορεί να τολμήσει τα πάντα, στην υποκριτική τουλάχιστον.
Ομως η δράση της τα τελευταία χρόνια έχει επεκταθεί και πίσω από την κάμερα: τη δεύτερη μεγάλου μήκους σκηνοθετική δουλειά της, τις «Μπαλκονάτες», παρουσίασε στο περσινό φεστιβάλ Καννών, μια ολοζώντανη κωμωδία, παρότι περιλαμβάνει κι ένα φάντασμα, μια ταινία που αντλεί κι από το «Rear Window» κι από τον Αλμοδόβαρ κι από τα προσωπικά βιώματα της δημιουργού της, για να μιλήσει για το γυναικείο τραύμα και πώς αυτό μπορεί να επουλωθεί.
Στο φιλμ (στις αίθουσες την Πέμπτη, 12 Ιουλίου, από το Cinobo), στο οποίο η Μερλάν σκηνοθετεί και παίζει, έχοντας γράψει το σενάριο μαζί με τη Σελίν Σιαμά, βρισκόμαστε σ' ένα μπαλκόνι, στη Μασσαλία, στη διάρκεια ενός άνευ προηγουμένου καύσωνα. Εκεί τρεις φίλες - η Νικόλ (η Σαντά Κοντρεανού, σταθερή πρωταγωνίστρια της Μερλάν, ως μία επίδοξη συγγραφέας που δουλεύει μία ιστορία για μια ντροπαλή γυναίκα που έχει σχέση με τον γείτονά της), η Ρούμπι (η Σουεϊλά Γιακούμπ που πώς να ξεχαστεί μετά το «Climax» του Γκασπάρ Νοέ), που εργάζεται ως webcam girl και η απρόσεκτη Ελίζ (η Μερλάν ως μία ηθοποιός που παίζει σταθερά τον ρόλο της Μέριλιν Μονρόε) - λιμοκτονούν μέσα σε ένα διαμέρισμα, παρακολουθώντας από το μπαλκόνι τον μυστηριώδη γείτονά τους που μένει απέναντι.
Από κοντά, η Νοεμί Μερλάν μας μίλησε για την ανάγκη να δημιουργεί, και μάλιστα κωμωδίες, για την επανάσταση που έρχεται από μέσα, για τις συζητήσεις με τους άντρες που την κάνουν αισιόδοξη και για τη χυδαιότητα που, τελικά, ίσως είναι η ειλικρινέστερη μορφή έκφρασης. Διαβάστε παρακάτω όσα μας είπε.
(c) Kit Harington
Είδαμε τις «Μπαλκονάτες» μια μέρα μετά το «Substance», γιατί πιστεύετε ότι έχουν αρχίσει να γίνονται τόσες ταινίες γυναικείας εκδίκησης;
Νομίζω πως είναι γιατί για τόσο πολύ καιρό κρατούσαμε τόσα πράγματα μέσα μας οι γυναίκες, που τώρα ξεχείλισαν και εκρήγνυνται – στις ταινίες, όχι στη ζωή! Με πολύ αίμα. Και πολλή εξπερμάτωση, κυρίως γυναικεία στη δική μου ταινία. Σαν τα σώματα να ουρλιάζουν, όπως ουρλιάζει και η Γη στην εποχή μας.
Η ταινία σας θυμίζει έντονα τις «Γυναίκες στα Πρόθυρα Νευρικής Κρίσης», πόσο σκόπιμο ήταν αυτό;
Ο Αλμοδόβαρ ήταν έμπνευση για μένα, αλλά ίσως περισσότερο το «Volver». Τα χρώματα, η ποιητικότητα της γυναικείας φύσης. Μ’ αρέσει που οι ταινίες του έχουν πάντα μεγάλη ένταση στα χρώματα, σαν να είναι ένα κόμικ, είναι υπερβολικά. Και για μένα ο Αλμοδόβαρ είναι ο μόνος σκηνοθέτης που αγαπά τις γυναίκες, ίσως και υπερβολικά. Οι γυναίκες στις ταινίες του αποτελούνται από μια πληθώρα στοιχείων, δεν είναι μονοδιάστατες.
Φυσικά, θέλησα να σοκάρω και έτσι να προκαλέσω τη συζήτηση. Αλλά να το κάνω με χιούμορ. Με μια κωμωδία. Είναι ο τρόπος μου να πω, ελάτε, ας ξαναρχίσουμε από την αρχή, μαζί.»
Πολύ νωρίς στην ταινία καταγράφετε μια επίσκεψη στον γυναικολόγο, από... εξαιρετικά κοντά. Θεωρείτε ότι είναι γενναίο αυτό;
Μα είμαστε όλες γενναίες που πηγαίνουμε στον γυναικολόγο, κι αυτό είναι που ήθελα να πω. Ηθελα να μεταφέρω πώς αισθάνεται η γυναίκα σ’ αυτή την τακτική επίσκεψη, πόσο ευάλωτη σε μια στιγμή που δεν έχει καμία ανθρωπιά. Είχα ανάγκη να το δείξω.
Βέβαια στην πρεμιέρα καθόταν η μαμά μου δίπλα μου και φρίκαρα. Αλλά δεν είναι μια χειριστική σκηνή, είναι μια ρεαλιστική σκηνή. Κι εγώ, ως ηθοποιός, χρησιμοποιώ το σώμα μου σαν εργαλείο, όπως συνήθως κάνουμε με το πρόσωπο ή με τη φωνή. Το σώμα έχει τόσα να πει.
Τι θέλετε να μεταδώσετε με την ταινία σας στο ανδρικό κοινό; Υπάρχει, λέτε, ενδεχόμενο συμφιλίωσης;
Αυτό ακριβώς κάνουμε τώρα, που συζητάμε για την ταινία. Κι αυτό με χαροποιεί γιατί ήθελα να μιλήσω για σημαντικά θέματα, όπως είναι η πατριαρχική κοινωνία, αλλά αν αρχίσω να το εκφράζω αυτό θέτοντας εξαιρέσεις – ναι, δεν είναι όλοι οι άντρες κακοποιητικοί – δεν χρειάζεται να δίνουμε πολλές εξηγήσεις, ήθελα μόνο να μιλήσω για τις γυναίκες και για έναν εφιάλτη που βιώνουν. Το θέμα μου ήταν το βίωμα των γυναικών και η καταπιεστική πρόθεση του άντρα που την κακοποιεί. Το θέμα μου δεν ήταν οι άντρες γενικότερα. Φυσικά, θέλησα να σοκάρω και έτσι να προκαλέσω τη συζήτηση. Αλλά να το κάνω με χιούμορ. Με μια κωμωδία. Είναι ο τρόπος μου να πω, ελάτε, ας ξαναρχίσουμε από την αρχή, μαζί.
Αυτό που μ’ εντυπωσίασε ήταν την πρώτη φορά που δείξαμε την ταινία, σε συνεργάτες κι ένα στενό κύκλο, καθίσαμε μετά με δύο άντρες και συζητήσαμε για μία ώρα. Εκείνο που τους είχε ταράξει ήταν το ζήτημα του συζυγικού βιασμού. Και επειδή τα πράγματα δεν είναι μόνο άσπρο-μαύρο, θα ήθελα πολύ βλέποντας την ταινία, κάποιοι άντρες να σκεφτούν, μήπως αυτό είναι που κάνω κι εγώ με τη σύντροφό μου; Το θέμα δεν είναι να κατηγορείς και να κουνάς το δάχτυλο, αλλά να προσπαθείς να καταλάβεις τη δυναμική μιας σχέσης. Κι αυτή η συζήτηση με ευχαρίστησε και με καθησύχασε πολύ για την πορεία μας.
Πώς εμπνευστήκατε το σενάριο, πού βασίστηκε;
Βασίστηκε στη δική μου ιστορία και στις ιστορίες των φιλενάδων μου. Στο γεγονός ότι εγώ, με αφορμή το κίνημα #metoo, ξαφνιάστηκα, συνειδητοποίησα πράγματα που είχα βιώσει ή που ζούσα ακόμα, το ρόλο που είχα εγώ μέσα σ’ αυτά κι ένιωσα ν’ ασφυκτιώ. Ημουν στο διαμέρισμα μιας φίλης μου κι εκεί ήταν που ξεπήδησε η ιδέα για την ταινία. Ενιωσα ελεύθερη, μοιραστήκαμε με πολύ χιούμορ τα τραύματα και τα όνειρά μας, πράγματα για τα σώματά μας που μας εγκλώβιζαν, ήταν ανακουφιστικό. Η ιστορία με τον φωτογράφο βασίζεται σε μια δική μου εμπειρία μ’ έναν φωτογράφο όταν ήμουν 17 χρόνων και δούλευα ως μοντέλο κι ήξερα ότι μια μέρα θα κάνω την άσκηση να τη βάλω σε μια ταινία. Με χιούμορ και οργή.
Μ’ αρέσει να κοροϊδεύω και τους άλλους και τον εαυτό μου, να ξεπερνάω τα όρια: στη χυδαιότητα βρίσκω κάτι απελευθερωτικό και πολύ ειλικρινές.»
Γιατί επιλέξατε τα μπαλκόνια μιας γειτονιάς ως φόντο εξέλιξης της ταινίας;
Διάλεξα τα μπαλκόνια ως κύριο τόπο της ιστορίας μου, γιατί για μένα το μπαλκόνι είναι ένα ασφαλές μέρος. Μπορείς να κάνει ό,τι θέλεις, να φαντάζεσαι ότι όλα είναι καλά, να παρατηρείς και να παρατηρείσαι από απόσταση, να ονειρεύεσαι, να χαζολογάς με τις φίλες σου. Οφείλουμε να ξέρουμε ότι έχουμε ένα safe space, όποιο κι αν είναι αυτό, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να σου συμβεί εκεί έξω.
Ποιο είναι το κωμικό στιλ που προτιμάτε εσείς;
Μου αρέσει το χιούμορ του παραλόγου. Μού άλλαξε τη ζωή. Ο παραλογισμός μπορεί να σε βοηθήσει ν’ αποστασιοποιηθείς απ’ οποιοδήποτε τραύμα και να προχωρήσεις. Μ’ αρέσει να κοροϊδεύω και τους άλλους και τον εαυτό μου, να ξεπερνάω τα όρια: στη χυδαιότητα βρίσκω κάτι απελευθερωτικό και πολύ ειλικρινές.
Θα μας πείτε δυο κουβέντες για την «Εμμανουέλα» της Οντρέ Ντιγουάν όπου πρωταταγωνιστείτε;
Είναι πάρα πολύ διαφορετική δουλειά από τη δική μου ταινία, αλλά μου άρεσε πάρα πολύ. Μ’ αρέσει να υπάρχει η αίσθηση του ρίσκου, του φόβου στη δουλειά μου, κάνει τα πράγματα ενδιαφέροντα. Ηταν μια εντατική εμπειρία, εξερεύνησα τον γυναικείο πόθο, μια διαφορετική σεξουαλικότητα και νέες φαντασιώσεις.
Θα λέγατε ότι η Σελίν Σιαμά είναι μεγάλο κομμάτι της καλλιτεχνικής σας ζωής;
Είναι μεγάλο κομμάτι και της καλλιτεχνικής μου ζωής και της ζωής μου γενικότερα. Είμαστε στενές φίλες εδώ και πολλά χρόνια κι ερχόμαστε όλο και πιο κοντά και υποστηρίζουμε η μία την άλλη. Είναι και πολύ αστεία, παρότι οι ταινίες της δεν είναι. Γνωριστήκαμε στο «Πορτρέτο» αλλά ποτέ δεν σταματήσαμε να συζητάμε, για τη ζωή και για το σινεμά. Η συνεργασία μας και αυτή τη φορά ήταν σαν όνειρο, να γράφεις με την καλύτερή σου φίλη, να ψάχνετε μαζί για καινούριες ιδέες, να μην περιορίζεστε από τίποτα, ήταν απολαυστικό.