Επιστρέφοντας στο σινεμά μετά από 16 χρόνια απουσίας, ο Τοντ Φιλντ υπογράφει μια ταινία που είναι την ίδια στιγμή μεγαλειώδης και εσωτερική, ηχηρή και υπόκωφη και η οποία στηρίζεται - και μαζί δίνει όσο χώρο απαιτεί - στο ταλέντο της Κέιτ Μπλάνσετ να παραδώσει μια ερμηνεία που κυριολεκτικά σε αφήνει άφωνο.
Ο Φιλντ είχε ξεκινήσει την καριέρα του ως ηθοποιός και μετά από δύο εξαιρετικά φιλμ ως σκηνοθέτης, τα «Μυστικά της Κρεβατοκάμαρας» το 2001 και τις «Κρυφές Επιθυμίες» το 2006, δοκίμασε να ενορχηστρώσει μια σειρά από δύσκολα project, όπως την μεταφορά του «Purity» του Τζόναθαν Φράνζεν στην τηλεόραση, τα οποία μετά από χρόνο και κόπο δεν τελεσφόρησαν.
Κατά κάποιο τρόπο το «Tár» υπήρξε ένα ακόμη από εκείνα τα δύσκολα σχέδιά του κι όχι μόνο γιατί από την αρχή ήταν αποφασισμένος ότι δεν θα το προχωρούσε αν η Κέιτ Μπλάνσετ δεν έλεγε το «ναι». Αν η συγκεκριμένη απόφασή του ανέβαζε τον πήχη της δυσκολίας ένα ακόμη κλικ, είναι η ίδια η φύση του φιλμ που έμοιαζε να περιπλέκει εξ’ αρχής τα πράγματα. Η ταινία είναι τοποθετημένη στο κέντρο του κόσμου της κλασικής μουσικής, τον οποίο δεν ενδιαφέρεται να εξηγήσει σε όποιον δεν ενδιαφέρεται να δώσει την απαιτούμενη προσοχή στο πυκνό της σενάριο και στους ακόμη πιο πυκνούς της διαλόγους και έχει σαν οδηγό μας σε αυτόν έναν χαρακτήρα που δεν χαρίζεται σε κανέναν και δεν ενδιαφέρεται να γίνει συμπαθής.
Η Λίντια Ταρ της Κέιτ Μπλάνσετ είναι η μαέστρος της συμφωνικής ορχήστρας του Βερολίνου, μια γυναίκα στο απόγειο της καριέρας της. Εχοντας κατακτήσει κάθε έπαινο βραβείο ή αξίωμα που θα μπορούσε, ετοιμάζεται να διευθύνει την 5η Συμφωνία του Μάλερ σε μια παράσταση που θα ηχογραφηθεί ζωντανά ενώ την ίδια στιγμή ετοιμάζεται για την κυκλοφορία της αυτοβιογραφίας της. Δυναμική, απαιτητική, προκλητική, αμετανόητη, ανταγωνιστική, εγωκεντρική, είναι την ίδια στιγμή γοητευτική με τον τρόπο μιας αληθινής ιδιοφυΐας και ενός ταλέντου που ξέρει το μέγεθος και την αξία του.
Εχοντας χτίσει από την αρχή τον εαυτό της και τη ζωή της μέσα από τη μουσική, τις επιτυχίες και τις απόψεις της, η Λίντια ζει μια οχυρωμένη ζωή με τη σύντροφό της και τη μικρή τους κόρη στο επικά μινιμαλιστικό διαμέρισμά τους στο Βερολίνο και στο υπέροχο γραφείο της στη φιλαρμονική, όταν τουλάχιστον δεν ταξιδεύει ανά τον κόσμο με την αφοσιωμένη βοηθό της, που έχει κι εκείνη τις δικές της φιλοδοξίες.
Οπως όμως μπορείτε να φανταστείτε, όταν κάποιος έχει φτάσει τόσο ψηλά, κυριολεκτικά στην κορυφή, κι έχει μείνει εκεί για τόσο καιρό, η μόνη πορεία που μπορεί να ακολουθήσει είναι προς τα κάτω. Και κάπως έτσι, η ατσάλινη, γυαλιστερή εικόνα της Λίντια αρχίζει να εμφανίζει ρωγμές, όταν μια σειρά από φήμες για απρεπή συμπεριφορά αποκτούν πρόσφυση, την ίδια στιγμή που μια νέα τσελίστρια στην συμφωνική, αρχίζει να κεντρίζει έντονα το ενδιαφέρον της.
Το «Tár» ακολουθεί αυτή τη διαδρομή της δίχως να μασά τα λόγια του, αλλά ούτε να κάνει την ζωή του θεατή του εύκολη, παραδίδοντας 158 λεπτά συναρπαστικού, ηλεκτρισμένου σινεμά ακόμη κι όταν το μόνο που συμβαίνει στην οθόνη είναι δύο άνθρωποι να συνομιλούν. Στην πραγματικότητα το φιλμ ανοιγει με μια συνέντευξη της Λίντια στον Ανταμ Γκόπνικ του New Yorker, παρουσία κοινού, η οποία κρατά για ώρα και που με τον τρόπο της σε κάνει να αντιληφθείς όλα όσα χρειάζεται να ξέρεις για την ηρωίδα του, ή για το είδος της ταινίας που θα ακολουθήσει.
Πρόκειται για ένα φιλμ που δεν φοβάται να είναι και να δείχνει έξυπνο, βαθύ, προκλητικό, κριτικό ακόμη και απέναντι στο είδος των ανθρώπων που θα αποτελέσουν το κατεξοχήν κοινό του, υψώνοντας μια σειρά από ιδέες, αντιρρήσεις, πνευματικές και ηθικές δοκιμασίες που δεν σου επιτρέπουν να εφησυχαστείς ή να το πάρεις ούτε στιγμή για δεδομένο. Ανάμεσα σε αυτά για τα οποία το φιλμ μιλά με τρόπο ιδιοφυή και πάντα ενδιαφέροντα, έχοντας πλήρη συναίσθηση του εδώ και του τώρα, είναι φυσικά το συχνά τοξικό μπλέξιμο του υπέρμετρου ταλέντου με την υπέρμετρη φιλοδοξία, η σύνθετη σχέση του φύλου με την επαγγελματική επιτυχία και τις ευκαιρίες, η καταπιεστική ανοησία μιας τυφλής πολιτικής ορθότητας, η ευκολία με την οποία το κοινό και τα social media ακυρώνουν την καριέρα, ακόμη και την ύπαρξη ανθρώπων που κάνουν μικρά ή μεγαλύτερα λάθη.
Τίποτα όμως δεν μοιάζει πρόχειρο, εύκολο ή προφανές σε αυτή την μαγνητική μελέτη μιας προσωπικότητας που είναι τόσο αληθινή και πειστική όσο και ο κόσμος στον οποίο κινείται και την οποία η Μπλάνσετ ενσαρκώνει δίχως κανένα λάθος βήμα, εκτός από όσα είναι απαραίτητο να κάνει. Και με τον ίδιο τρόπο που η ηρωίδα της υπάρχει δίχως να απολογείται ή να επιζητά κανένα ίχνος συμπάθειας, έτσι και το φιλμ του Φιλντ δεν ενδιαφέρεται να την επικρίνει ή να την συγχωρήσει, όπως και δεν ενδιαφέρεται να διαλέξει πλευρά ανάμεσα σε «καλούς» και «κακούς», απλώς γιατί κάθε τέτοιο πρόσημο μπορεί να είναι, συχνά, απόλυτα ρευστό και διαπραγματεύσιμο.
Εκείνο που είναι αδιαπραγμάτευτο, εντούτοις, είναι το γεγονός πως ακόμη κι αν το «Tár» δεν είναι μια αψεγάδιαστη ταινία (αλλά ποιος θα ήθελε κάτι τέτοιο ειδικά με αυτό το θέμα και αυτή την εποχή), είναι αναμφίβολα μια ταινία που σε αρπάζει από τους ώμους και που σε ταρακουνά με την δύναμη της κινηματογραφικής γραφής της, των αιχμηρών ιδεών της και την αληθινά σπουδαίας ερμηνείας της πρωταγωνίστριάς της. Μια ταινία τίποτα λιγότερο από σημαντική, επίκαιρη και μαζί διαχρονική, εντυπωσιακή και απαραίτητη.