Η ταινία της Νοεμί Μερλάν, δεύτερη μεγάλου μήκους σκηνοθετική δουλειά της ηθοποιού που θαυμάσαμε στο «Πορτρέτο μιας Γυναίκας που Φλέγεται», έχει ένα συναρπαστικό ξεκίνημα, μια εναρκτήρια σεκάνς που λαχταράς να ξαναδείς και να ξαναδείς. Στην πυκνοκατοικημένη, γραφική Μασσαλία, με τους συνειρμούς της βαθιάς, καθηλωτικής ζέστης, του δυνατού ταμπεραμέντου, του παιχνιδιού με το έγκλημα, σε μια γειτονιά παλιών, ζωισμένων πολυκατοικιών, η κάμερα παρατηρεί ανθρώπους στα μπαλκόνια τους, μπαίνει και βγαίνει στα σπίτια τους, αποκαλύπτει ομορφιές κι ασχήμιες, καλλωπισμούς και κακοποιήσεις, μ' έναν αέρα που μοιράζεται με τις ηρωίδες του Αλμοδόβαρ και με τους υπαινιγμούς του «Σιωπηλού Μάρτυρα» του Αλφρεντ Χίτσκοκ. Δύσκολο μια παθιασμένη αλλά και άπειρη δημιουργός να συνεχίσει έτσι.
Διαβάστε τη συνέντευξη: Η Νοεμί Μερλάν μιλά στο Flix για τις «Μπαλκονάτες» της! Με χιούμορ και οργή...
Εκεί, τρεις γυναίκες, καρδιακές φίλες, θα στήσουν την περιπέτειά τους: η Νικόλ, επίδοξη συγγραφέας, η Ρούμπι, ριψοκίνδυνη webcam girl και η Ελίζ, μια ηθοποιός που, με την πλήρη περιβολή της Μέριλιν Μονρόε το έχει σκάσει από τη δουλειά κι από τον άντρα της. Μέσα στο διαμέρισμα θα μοιραστούν τις πιο μύχιες σκέψεις τους και την πιο απολαυστική σαχλαμάρα τους. Ομως από το μπαλκόνι θα χαζέψουν τον απέναντι ένοικο, έναν κούκλο φωτογράφο που, μάλιστα, θα τις καλέσει σπίτι του. Εκεί θα συμβεί μια πράξη βίας που οι φίλες, οι «μπαλκονάτες» της ιστορίας, θα επιδιώξουν να διαγράψουν και, μαζί, να εκδικηθούν.
Με το μοντάζ να χορεύει γαϊτανάκι και με τη φωτογραφία διαρκώς στα πιο κορεσμένα χρώματα (ή στο πιο βαθύ μπλε σκοτάδι τις στιγμές της αποστροφής), η Μερλάν, σε συνεργασία στο σενάριο με τη Σελίν Σιαμά, κάνει μια μαύρη κωμωδία και, ταυτόχρονα, μια ταινία έντονα και δηλωμένα φεμινιστική, τόσο κραυγαλέα όσο μια επίσκεψη στον γυναικολόγο με την κάμερα σε απόσταση αναπνοής από το εξεταζόμενο αιδοίο, και τόσο τρυφερή όσο οι εξομολογήσεις τραυμάτων και οδύνης. Με παντιέρα τη γυναικεία αλληλεγγύη, αξιοποιεί αυτόν τον μαγικό κόσμο των μπαλκονιών, τις αμφίδρομες ματιές «από την κλειδαρότρυπα», όσο η Μασσαλία προσφέρει ένα ντεκόρ ερωτικό και ευπρόσδεκτα παρακμιακό.
Οι γυναίκες παρατηρούν, κουβεντιάζουν, μοιράζονται με την ίδια ζέση καυτά κουτσομπολιά και στρατηγικές εκδίκησης, στολίζονται, γδύνονται, ζεσταίνονται, κλάνουν ή ερωτοτροπούν. Ταυτόχρονα τα κινηματογραφικά είδη μπερδεύονται χαριτωμένα, από την κομεντί στο σπλάτερ, από το χιούμορ του παραλόγου στο δράμα, το ghost story, τον μπελά ενός πτώματος που δεν εξαφανίζεται με τίποτα. Οση αναταραχή βιώνουν οι ηρωίδες, άλλη τόση βιώνει κι η κάμερα της Ρωσίδας Εβγκένια Αλεξάντροβα που δεν κάθεται στιγμή ήσυχη αλλά πηλαλάει από πρόσωπο σε πρόσωπο, σε παράθυρο, σε κινητά, με ταχύτητα μέλισσας.
Οι τρεις πρωταγωνίστριες δεν ξεφεύγουν στιγμή από τους ρόλους τους, η Σαντά Κοντρεανού ως διστακτική συγγραφέας Νικόλ, σταθερή πρωταγωνίστρια της Μερλάν, η Σουεϊλά Γιακούμπ του «Climax» του Γκασπάρ Νοέ, ως webcam girl που ξεχειλίζει σέξινες και η ίδια η Νοεμί Μερλάν ως ηθοποιός Ελίζ, μια στραπατσαρισμένη Μέριλιν με καλά κρυμμένα μυστικά - κι απέναντί τους, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ο γόης φωτογράφος του Λουκάς Μπράβο (του «Emily in Paris»), με το διασκεδαστικό όνομα... Μανιάνι.
Αυτό, όμως, όλο το δημιούργημα της έντονης υπερβολής, καθώς η ταινία προχωρά, ξεφεύγει χαοτικά και εξελίσσεται σ' ένα κουβάρι υπερβάσεων και διδαγμάτων. Στην καρδιά του υπάρχει η αλήθεια, οι γυναίκες (και οι άντρες, άλλωστε), ανεξαρτήτως του τι φορούν (ή τι δεν φορούν) και του πώς πλασάρουν τον εαυτό τους ή πώς φλερτάρουν, έχουν τον πρώτο και τελευταίο λόγο στο αν θέλουν να πουν «ναι» ή «όχι» στο σεξ. Ομως η Μερλάν - παραδόξως και χωρίς τη γνώριμη κι υπέροχη αυτοσυγκράτηση της Σιαμά - χάνει το παιχνίδι που η ίδια έχει στήσει. Από τη μεγάλη της επιθυμία να απελευθερώσει τα γυναικεία «θέλω», καταλήγει ν' απελευθερώνει, συμβολικά και σχηματικά, τα υπέροχα στήθη σε μια περαντζάδα στο δρόμο, σ' ένα φιλμ γραφικό που χάνει την ουσία, σε μια ταινία λες πανικόβλητη, που προσπερνά τα σημαντικά και καλπάζει πάνω στο βουνό του εντυπωσιασμού.