Η συνάντηση με τον Γρηγόρη Καραντινάκη είναι χαρούμενη στιγμή. Η τελευταία μας επαφή μαζί του ήταν πριν έξι χρόνια, όταν με χείριστες συνθήκες, πικραμένος κι οργισμένος, έφευγε από τη θέση του Γενικού Διευθυντή του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Τώρα, τόσο καιρό μετά, ο Καραντινάκης μοιάζει να έχει βρει τον εαυτό και το στόχο του: εκτός από μια σειρά επιτυχιών στην τηλεόραση, σκηνοθετεί το «Σμύρνη μου Αγαπημένη», μια από τις πιο hot ελεύσεις της χρονιάς στα σινεμά, μια από τις μεγαλύτερες παραγωγές των τελευταίων χρόνων και, τελικά, μια ταινία που μίλησε και μέσα του, γιατί αλλιώς δεν θα την είχε αναλάβει.
Διαβάστε ακόμη: [«Σμύρνη μου Αγαπημένη»
Το Φάληρο φλέγεται](https://flix.gr/articles/smyrni-moy-agapimeni-shooting.html)** _Επτά χρόνια μετά τη θεατρική του πρεμιέρα, το μεγάλο θεατρικό σουξέ της Μιμής Ντενίση γίνεται η πρώτη ελληνική κινηματογραφική υπερπαραγωγή της νέας δεκαετίας. Και σηματοδοτεί το παρθενικό πρωταγωνιστικό πέρασμα της σταρ του θεάτρου στη μεγάλη οθόνη. Το Flix είχε βρεθεί στα γυρίσματα το θερμό καλοκαίρι του 2021.
Ο Γρηγόρης Καραντινάκης μίλησε στο Flix, για τις επιθυμίες της ζωής, την ιστορία του παππού του, τη συνεργασία με τη Μιμή Ντενίση, τη σκοτεινή περίοδο που ακολούθησε την εμπλοκή του με τα κοινά, αλλά κι αυτή τη μαγεία του timing, το γιατί ένας ορθολογιστής σαν κι αυτόν, μπορεί να δεχτεί την ύπαρξη ενός κάποιου ιδεαλισμού. Διαβάστε όσα μας είπε παρακάτω.
Από τη «Χορωδία του Χαρίτωνα» έχουν περάσει δεκαπέντε χρόνια, πολύς καιρός όπου έκανες, μεν, με επιτυχία τηλεόραση, αλλά όχι σινεμά. Γιατί έκρινες ότι τώρα το timing ήταν σωστό να επιστρέψεις στην κινηματογραφική σκηνοθεσία;
Ηταν να κάνω μια άλλη ταινία, δική μου, μ’ ένα σενάριο που το είχα γράψει εγώ μ’ ένα φίλο μου Γεωργιανό. Θα γινόταν στην Ουκρανία, ήταν μια συμπαραγωγή Ουκρανών και της Faliro House, ένα άλλο σενάριο τελείως διαφορετικό - που θα το κάνω κάποια στιγμή. Ααυτό για διάφορους λόγους αναβλήθηκε, είχε εγκριθεί από το ουκρανικό κέντρο κινηματογράφου, δεν εγκρίθηκε από το ΕΚΚ. Πάγωσε εκείνο το πρότζεκτ, έχουν περάσει πια δυο χρόνια και με πήρε ένα τηλέφωνο η (παραγωγός) Φένια Κοσοβίτσα κι ο (παραγωγός) Διονύσης Σαμιώτης και μου λένε, υπάρχει αυτό και σκεφτήκαμε εσένα. Λέω, πού με σκεφτήκατε παιδιά; Μου είπε ο Σαμιώτης ότι είδε πρόσφατα τον «Χαρίτωνα» στην τηλεόραση κι είπε, μήπως ο Γρηγόρης το κάνει; Μου είπαν για όλο το πακέτο, για τη Μιμή και λέω, εγώ πρέπει να διαβάσω το σενάριο κι αν δω κάτι μέσα εκεί που μπορεί να μου κάνει κάτι, γιατί δεν αρκεί το ότι είναι μια μεγάλη παραγωγή, πρέπει και να σε ιντριγκάρει όλο αυτό.. Διάβασα το σενάριο – και διαπίστωσα ότι ήταν ένα κομμάτι ενός σύμπαντος όπου θα ήθελα να μπω, να κάνω κάτι δυναμικό και να δω ποια είναι τα όρια μου, καθαρά ως κινηματογραφιστής.
Το είδα σαν μια άσκηση ύφους, το «Σμύρνη μου Αγαπημένη» είναι σχεδόν δυο ταινίες σε μία. Ηταν άποψη αυτό, ότι θέλω να είναι δυο διαφορετικά σύμπαντα μέσα στην ταινία. Ενα το σύμπαν του «τραπεζιού» κι ένα το σύμπαν του δρόμου, της φυγής. Είμαι χαρούμενος που έκανα την ταινία και χαρούμενος που αυτά τα δύο σύμπαντα απέδωσαν όσο απέδωσαν, στο βαθμό και με τη συνθήκη. Γιατί ήταν μια συνθήκη πολύ δύσκολη, μέσα στον covid να κάνεις γύρισμα με τόσο κόσμο. Μόνο τα rapid ξεκινάγαμε, είχαμε να κάνουμε 200, 300 τεστ και μέχρι να πάμε μοτέρ, περνούσαν ώρες. Ηταν περιπέτεια. Αλλά έγινε. Για μένα η άσκηση ύφους ήταν το πρώτο κίνητρο για να πω, ναι, θα την κάνω αυτή την ταινία, το δεύτερο ήταν το περιεχόμενο. Εχω κι εγώ ρίζες από εκεί, έχω γεννηθεί και μεγαλώσει στην Καισαριανή, ο παππούς μου ήταν από Αϊβαλί κι έχω όλες αυτές τις μνήμες. Κάποια στιγμή ήθελα να κάνω μια ταινία, όχι για τη Σμύρνη, αλλά να έχει αυτό το θέμα κι έτσι ήταν μια ευκαιρία ν’ ασχοληθώ και να μου ξαναξυπνήσει αυτό που ήθελα να κάνω.
Για εμάς όλους, η ταινία αυτή ήταν γνωστή ως «το πρότζεκτ της Μιμής Ντενίση», πώς συνεργαστήκατε και τι βρήκες εκεί για να κάνεις την ταινία δική σου;
Για να είμαστε ειλικρινείς, είναι ένα πρότζεκτ της Ντενίση το οποίο το κουβαλάει χρόνια, είναι ένα δικό της δημιουργικό τραύμα με την καλή έννοια, που συνεχώς έρχεται, επανέρχεται, κάνει τον κύκλο του. Εγώ ξέρω τουλάχιστον έξι χρόνια που το τρέχει μαζί με τη Φένια. Μετά μπήκε η Tanweer, στο τέλος μπήκα κι εγώ. Πέρασαν διάφοροι σκηνοθέτες απ’ αυτό το πρότζεκτ και τέλος πάντων κατέληξε να το κάνω εγώ.
Πρώτα απ’ όλα η συνεργασία με τη Μιμή ήταν πάρα πολύ δημιουργική. Υπάρχουν δύο περίοδοι συνεραγσίας. Η πρώτη ήταν αυτή όπου δουλέψαμε και της εξήγησα τι θέλω, τι σκέφτομαι μέσα απ’ αυτό το σενάριο που είχε φτιάξει και με τη συνεργασία του Μάρτιν Σέρμαν. Είπα διάφορα πράγματα που μπήκαν μέσα στο σενάριο και δεν ήταν στις σκηνές τις διαλογικές αλλά στην περιφέρεια όλου αυτού του πράγματος. Είχαμε ένα δημιουργικό διάλογο επάνω στο τι θέλουμε να μείνει σ’ αυτή την ταινία, με τι θέλουμε να φύγει ο θεατής από την αίθουσα, πάνω στις ιστορικές αλήθειες και με τι τρόπο πρέπει να αποδοθούν, πάνω στο κομμάτι της βίας που υπάρχει στην ταινία και μέχρι πού μπορούμε να φτάσουμε.
Για να είμαστε ειλικρινείς, είναι ένα πρότζεκτ της Ντενίση το οποίο το κουβαλάει χρόνια, είναι ένα δικό της δημιουργικό τραύμα με την καλή έννοια, που συνεχώς έρχεται, επανέρχεται, κάνει τον κύκλο του.»
Η ταινία ήταν να γίνει πέρσι, δηλαδή ουσιαστικά έπρεπε να βγει τέτοια εποχή το ’21. Τα πρώτα δοκιμαστικά τα κάναμε τον Μάρτιο του ’20 για να βγει τον Δεκέμβριο του ’21. Ηρθε ο κονοροϊός, η μεγάλη καραντίνα και κλειστήκαμε κι αυτός ο εγκλεισμός μας έκανε καλό γιατί προλάβαμε να δουλέψουμε επάνω στην ταινία και η συνεργασία ήταν καλή. Στα γυρίσματα επίσης πήγαμε καλά, ήταν δύσκολα γιατί ήταν πολύς κόσμος αλλά θεωρώ ότι εν κατακλείδι πήγαμε καλά. Η Μιμή είναι ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος, μορφωμένος άνθρωπος, δίνει χώρο και παίρνει χώρο. Εγώ βέβαια για τους ηθοποιούς έχω και μια αγάπη, θεωρώ ότι η δουλειά του σκηνοθέτη είναι να δημιουργήσει ένα κέλυφος προστασίας για τους ηθοποιούς. Ηταν κι ένα καστ τελείως διαφορετικό, από άλλα ράφια ο καθένας, άλλες δομές, άλλες σχολές, Τούρκοι, Αγγλοι, πολυπληθές όχι μόνο ως προς τα άτομα αλλά κι ως προς τη διαστρωμάτωση της υφολογίας των ηθοποιών.
Γενικά με τη Μιμή είχαμε μια πολύ καλή συνεργασία, χάρηκα που τη γνώρισα και για μένα ήταν και πρόκληση να δουλέψω μαζί της, αλήθεια το λέω αυτό. Ομως το σημαντικότερο ήταν το σενάριο για μένα, κι εκεί βρήκα ιστορίες που μου είχε αφηγηθεί ο παππούς μου, αγωνιακά σημεία, ότι κανείς δεν πίστευε ότι θα γίνει αυτό το πράγμα, δεν το πίστευαν και γι’ αυτό την πάτησαν οι περισσότεροι έτσι. Γιατί από την ώρα που ξεκίνησε όλο αυτό προλάβαιναν να φύγουν, αλλά κανένας δεν το πίστεψε, ζούσαν σ’ ένα ενυδρείο, ένα γυάλινο τοίχο διαφανή, όπου θα σκάσουν μύτη όλα τα θέματα αλλά αυτοί θα μείνουν απ’ έξω. Γιατί όντως η Σμύρνη ήταν ένα πολυπολιτισμικό σύμπαν. Ηταν τόσοι πολλοί οι ξένοι που ποιος θα τους πείραζε, σκέφτονταν. Τόσοι ξένοι ζούσαν στη Σμύρνη κι όχι απλώς ζούσαν, αλλά ήταν εγκατεστημένοι χρόνια, οι Λεβαντίνοι έχουν μια ιστορική παρουσία 150 χρόνων, κάποιοι φτάνουν τα 200. Οπότε, λες, τώρα ποιος θα μπει; Θα περάσουν απ’ έξω, θα κάνουν ό,τι είναι να κάνουν, θα τελειώσει το πράγμα. Δεν ήταν έτσι όμως.
Κάτι που ξεχωρίζει στο σενάριο είναι αφ' ενός η συμπερίληψη της πλευράς και της ιδεολογίας των Νεότουρκων κι από την άλλη η έκθεση της σύγκρουσης της Σμύρνης με την Ελλάδα. Σ' αυτά τα στοιχεία συνέβαλες εσύ;
Αυτά υπήρχαν, σαν σπάραγμα αλλά δουλέψαμε τις αιχμές τους. Η Μιμή, προς τιμήν της, έχει μία ψύχωση με την ιστορική αλήθεια. Μπορείς να της πεις ό,τι θέλεις, αλλά ως προς αυτό, το τεκμηριώνει, γιατί έχει και πανεπιστημιακές σπουδές σ’ αυτό το κομμάτι. Στο τι τονίσαμε, εκεί έπαιξα κι εγώ το ρόλο μου, στο πώς στήθηκαν τα πράγματα κι απέκτησαν την ένταση που απέκτησαν μέσα στην ταινία. Αλλά το σπάραγμα της ιστορικής πραγματικότητας υπήρχε από την αρχή. Και όντως έτσι ήταν τα πράγματα. Οι Τούρκοι ήταν αυτοί που ήταν, ήταν όντως πολύ αγαπημένοι με τους Ελληνες αλλά είχαν ένα συγκεκριμένο στάτους. Υπήρχαν και αστοί Τούρκοι και πλούσιοι, αλλά ο μέσος όρος ήταν αυτός, αυτό που λέει ο ήρωας της ταινίας, ο Χαλίλ, ότι ναι, μας σπουδάσανε, αλλά μέχρι εκεί, με θέλουν για οδηγό τους. Παρόλ’ αυτά και οι Τούρκοι δεν το πίστευαν ότι θα συμβεί αυτό. Είχαμε και πολλά θύματα Τούρκους που κανείς δεν έχει μιλήσει γι’ αυτούς, που θεωρήθηκαν προδότες. Είναι παρόμοια συμβάντα, όπως κι εδώ στον εμφύλιο. Οπως υπήρχε και το κομμάτι για το ότι οι Ελληνες δεν ήθελαν τους Μικρασιάτες, γι’ αυτό τον Ιούλιο – οι Τούρκοι μπήκαν το Αύγουστο – ψήφισαν εδώ στη Βουλή στις 14 κι υπεγράφη από τον βασιλιά στις 16 Ιουλίου, διάταγμα, που απαγόρευε σε όσους δεν έχουν ελληνικά διαβατήρια να μπουν στην Ελλάδα. Θεωρώντας βέβαια ελληνικό έδαφος κι οποιοδήποτε ελληνικό πλοίο ήταν αγκυροβολημένο εκεί, στα παράλια της Σμύρνης. Αυτό από μόνο του ήταν μία πολιτική πράξη, για διάφορους λόγους και κυρίως για να μην αλλάξει εδώ ο συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων.
Πέρασα λίγο άγρια, αλλά μάλλον έτσι πρέπει να γίνεται, να περνάνε οι άνθρωποι κάποιες άγριες φάσεις για ν’ αναστοχάζονται, να κάνουν μια ενδοσκόπηση, να βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά.»
Ερχόμενοι τόσοι πρόσφυγες εδώ, οι οποίοι ως επί το πλείστον ήταν βενιζελικοί, θ’ άλλαζε ο συσχετισμός στο πολιτικό σκηνικό της χώρας. Συν το ότι αυτοί όλοι εκεί ήταν άνθρωποι πολύ μορφωμένοι. Να φανταστείς ότι η Σμύρνη είχε γύρω στους 5 με 6 κινηματογράφους εκείνη την εποχή, η Αθήνα είχε έναν. Σ’ αυτά που διάβαζα, υπάρχουν επιστολές Αμερικανών στρατιωτών που υπηρετούσαν εκεί κατά τη δάρκεια του πολέμου που έγραφαν, επακριβώς, «ποιο Παρίσι; πρέπει να έρθετε να δέιτε τι γίνεται στη Σμύρνη, οι γυναίκες έχουν τις φούστες τουλάχιστον 10 πόντους πάνω από τον αστράγαλο!». Ηταν μια πόλη πολυπολιτισμική, πολυγλωσσική, πολυακουσματική, υπήρχε καφέ σαντάν, όπερα, τζαζ, φοξ τροτ και βαλς τροτ καφέ, ήταν ένα τέοιο σύμπαν. Με τις γυναίκες πολύ ερωτεύσιμες - ο έρωτας ήταν στο προσκήνιο σε καθημερινή βάση - και πολύ ελεύθερες για την εποχή. Αυτό θέλαμε με κάποιον τρόπο να περάσει. Αλλά το ίδιο και με το μέγεθος της καταστροφής - για παράδειγμα ο Γάλλος πρόξενος ανεβαίνει στο καράβι και λέει, συγγνώμη που καθυστέρησα αλλά υπήρχαν τόσα πτώματα που δεν μπορούσε η βάρκα να περάσει για να φτάσω στο καράβι. Εγιναν φρικαλεότητες – κι από τους Ελληνες έγιναν, κατά την επιστροφή, όταν έσπασε το μέτωπο κι επέστρεψαν από τον Σαγγάριο. Αλλά το κυρίαρχο είναι ότι κανείς δεν περίμενε αυτή την καταστροφή και, επίσης, ότι ο Κεμάλ άφησε τους Τσέτες, αυτό το άτακτο σώμα το οποίο ήταν κράμα από παράνομους, όπως συμβαίνει συνήθως όταν το λούμπεν ανεβαίνει στην επιφάνεια.
Το λέει καταπληκτικά ο ο Μπουλγκάκοφ στην «Καρδιά του Σκύλου», για τους μπολσεβίκους, γι' αυτό το λούμπεν στοιχείο που είναι ένα κράμα πάρα πολύ απρόβλεπτο στο πώς θα λειτουργήσει, έλεγε, καλή είναι η επανάσταση, αλλά γιατί πρέπει σώνει και καλά με τις λασπωμένες μπότες να πατάμε πάνω στα περσικά χαλιά; Τι ισοπεδώνουμε εκεί; Αυτό λοιπόν το κράμα που είναι λίγο πειρατικό, ήταν απρόβλεπτο κι αυτοί έκαναν τις αγριότητες, με τον τακτικό στρατό ν’ αποστρέφει το βλέμμα του σφυρίζοντας αλλού.
Σίγουρα ο θεατής, πηγαίνοντας στην ταινία, ανυπομονεί να δει πώς θ' αποδοθεί η καταστροφή της πόλης, αλλά μοιάζει σαν αυτό, αυτές οι σεκάνς, να ήταν και για σένα ένα βασικό κίνητρο για να κάνεις την ταινία, σκηνοθετικά.
Στην ταινία λειάνθηκε η βία, υπήρχε πολύ μεγαλύτερη αγριάδα, η οποία έμεινε εκτός frame. Υπάρχουν σκηνές ωμής βίας που αμβλύνθηκαν και δεν ήταν μόνο από την παραγωγή έγινε αυτό, αλλά κι εγώ δεν ήθελα ο θεατής να βρεθεί στη θέση να αποστρέψει το βλέμμα του. Ολ’ αυτά πρέπει να τα μετρήσεις. Βέβαια, αν έκανα ένα director’s cut μπορεί να ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Συζήτησα με τον Σίμο Σαρκετζή, τον εξαιρετικό διευθυντή φωτογραφίας, κι από την αρχή ήταν οριοθετημένο: του λέω, απ’ αυτήν εδώ τη σκηνή, συγκεκριμένα ήταν η σκηνή 99, αφήνουμε την καλλιέπεια και πάμε στην αγριάδα. Ενώ σ’ όλο το πρώτο κομμάτι η κάμερα παρακολουθεί τη δράση, οι ήρωες κάθονται, πίνουν δυο τσάγια, είναι ένα κάδρο πάρα πολύ ωραίο, από τη σκηνή εκείνη κι ως το τέλος, η κάμερα γίνεται κομμάτι αυτής της δράσης και χώνεται με διάφορους τρόπους μέσα σ’ αυτό το σύμπαν. Γίνεται κομμάτι αυτής της μάζας, αυτού του πολτού. Εγώ προσπάθησα να τους δω σαν πολτό όλους αυτούς τους ανθρώπους. Γιατί από εκεί που είχαν μια συγκεκριμένη προσωπικότητα, σιγά-σιγά την έχαναν και γίνονται κομμάτι μιας γκριζοκαφέ ανθρώπινης μάζας.
Η ταινία ξεκινά με τη Λέσβο στο παρόν, με την άφιξη των προσφύγων, για τον προφανή παραλληλισμό - όμως δεν επιστρέφει η ταινία εκεί, για ποιο λόγο;
Εχει κινηματογραφηθεί η επιστροφή. Σε μια μεγαλύτερη βερσιόν της ταινίας θα έμπαινε. Υπάρχει επιστροφή και σίγουρα κλείνει η ταινία με τη Λέσβο του 2015. Ετσι κι αλλιώς, η ταινία, πέρα από το να δούμε τη Σμύρνη και την καταστροφή κι όλο αυτό, θέλαμε να δείχνει ότι όλοι είμαστε δυνάμει πρόσφυγες, ακόμα και σήμερα, χωρίς να το ξέρουμε. Εν δυνάμει πρόσφυγας είναι ο καθένας κι αυτός ακόμη που δεν το καταλαβαίνει και φέρεται μ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο στους πρόσφυγες. Η Ελλάδα είναι χώρα προσφύγων και μεταναστών. Υπάρχει ένα φινάλε με τη γιαγιά που αρχίζει την αφήγηση. Ομως τελικά, για διάφορους λόγους και αλλά και λόγω διάρκειας - η ταινία είναι 140 λεπτά, είναι οριακά μεγάλη, είπαμε ίσως καλύτερα να ξεκινήσουμε με τον καταυλισμό του 2015 και να τελειώσουμε με τον καταυλισμό του 1923, ενώνοντας αυτά τα δύο πλαίσια διαφορετικής χρονικότητας αλλά με τα ίδια χαρακτηριστικά.
*Τα χρόνια της πανδημίας τα νούμερα των θεατών μοιάζουν τελείως συγκυριακά, αλλά και σε λιγότερο συννεφιασμένες εποχές, το κοινό δύσκολα πείθεται να δοκιμάσει μια ελληνική ταινία. Για σένα τι πρέπει να συμβεί, για να υπάρξει, τελικά, υγειές εμπορικό σινεμά στην Ελλάδα; *
Γι' αυτό το πράγμα έχω μιλήσει και από τη θέση ευθύνης που κατείχα και μιλάω συνεχώς και δεν είναι και μόνο δική μου άποψη, δεν ανακάλυψα τον τροχό, λέγοντας αυτό που λέω συνεχώς, ότι είναι μια υπόθεση που αφορά όλους μας, το δικό σας κρίκο, το δικό μας, του κράτους τον κρίκο, είναι μια αλυσίδα που αφορά όλους το πώς ο θεατής θα αντιμετωπίζει το ελληνικό σινεμά ως ένα εθνικό προϊόν. Μου φαίνεται απίστευτο μια ταινία ελληνική, ό,τι κι αν είναι αυτή, ακόμα και πειραματική, να κάνει 100 εισιτήρια. Μου φαίνεται αδιανόητο. Δεν μπορεί να μην υπάρχουν 5.000 άτομα να δουν αυτό το σινεμά. Υπάρουν. Στο θέατρο υπάρχουν. Γιατί βλέπουμε ακραίες φόρμες στο θέατρο ν’ αγκαλιάζονται από περισσότερο κόσμο. Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, βλέπουμε ν’ αγκαλιάζονται από περισσότερο κόσμο. Πρέπει ν' αποφασίσουμε από κοινού ότι μας ενδιαφέρει το ελληνικό σινεμά να έχει συνέχεια και να αυτοχρηματοδοτείται γιατί αυτός είναι ο σκοπός, ο κινηματογράφος να αυτοχρηματοδοτείται. Μία εμπορική ταινία δεν μπορεί να τροφοδοτεί όλο το φάσμα, πρέπει όλο το φάσμα να έχει ένα μίνιμουμ κοινού για να τροφοδοτείται. Γιατί δικαίωμα και στην επιτυχία και στην αποτυχία έχουν όλοι και σίγουρα δεν θ’ αρέσει μία ταινία σε όλους. Θα βρει κάποιο κοινό της. Τώρα, βέβαια, με το ΕΚΟΜΕ, το οποίο είναι επίσης ένα κομμάτι μιας χρηματοδότητσης που η κινηματογραφική κοινότητα εδώ και πολλές δεκαετίες απαιτούσε, έχει φέρει το αποτέλεσμα, όχι μόνο στο σινεμά, αλλά και στην τηλεόραση, ότι μπορεί να υπάρξει και καλύτερη τηλεόραση, εάν και εφόσον αποφασίσουμε όλοι ότι αυτό θέλουμε να δώσουμε στο θεατή. Γιατί το μυαλό το μόνο που μπορεί να κάνει, είναι να μαθαίνει ό,τι του δώσεις. Ο ταλαίπωρος ο Λάνθιμος που τον λατρεύω, έσπασε πολλή πέτρα μέχρι να γίνει κάπως αποδεκτός, ποιος, αυτός.
Θεωρείς ότι σήμερα, σε σχέση με την εποχή που ήσουν Γενικός Διευθυντής στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, το έδαφος είναι πιο πρόσφορο;
Σίγουρα ναι, έχει γίνει πιο πρόσφορο και λέω και πάλι ότι ένα μεγάλο ρόλο έπαιξε το ΕΚΟΜΕ, είναι καθαρό αυτό, τα νούμερα το λένε. Εχει γίνει πιο πρόσφορο και πιστεύω ότι ήμασταν κι άτυχοι. Εγώ πήγα κι έγινα διευθυντής στο ΕΚΚ το 2011, όταν ξεκίνησε η κρίση. Κι έφυγα το 2015. Από εκεί και πέρα στο ΕΚΚ επικράτησε ένα πράγμα ερεβώδες αλλά τα τελευταία χρόνια έχει βελτιωθεί και πιστεύω ότι εάν δεν υπήρχε η πανδημία θα ήταν πολύ καλύτερα τα στατιστικά δεδομένα που τώρα θα μελετούσαμε.
Γιατί θεωρείς ότι στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου επαναλαμβάνεται διαρκώς αυτός ο κύκλος αλληλοσπαραγμού;
Είναι καθαρό γιατί συμβαίνει, γιατί υπάρχουν κάποιοι συγκεκριμένοι κύκλοι οι οποίοι βλέπουν τον εαυτό τους μόνο μέσα, νομίζουν, από τη διαχείριση εξουσίας. Θεωρούν ότι το να είσαι διευθυντής στο ΕΚΚ είναι μεγάλη εξουσία που πρέπει να την έχεις γιατί διαμορφώνεις πολιτική, αισθητική, τρίχες κατσαρές. Αλλά αυτό είναι απότοκο της παλαιότερης προσέγγισης των πραγμάτων με τις επετηρίδες. Υπήρχε ένας αέναος κύκλος που έκανε βόλτες. Αυτό προσπάθησαν κάποιοι άνθρωποι να το σπάσουν, θεωρώ ότι σήμερα πια τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα κι ελπίζω στο μέλλον, οι νεότεροι από εμάς, να καταφέρουν να φέρουν μια ισορροπία. Αλλά πρέπει η πολιτεία να το δει τελείως διαφορετικά, γιατί το ελληνικό σινεμά και τον σύγχρονο πολιτισμό γενικά το βλέπουν σαν ένα κομμάτι ενός ειδικού βάρους που πρέπει να κουβαλήσουν. Δεν υπάρχει μια διαμορφωμένη σταθερή πολιτική η οποία να λειτουργεί ερήμην προσώπου, θεσμικά. Είτε έρθει ο Καραντινάκης, είτε η Γαλανού, είτε ο Λάνθιμος, να ξέρουν ότι πρέπει να υπηρετήσουν ένα πρόγραμμα το οποίο ξεκινά από εδώ και θα φτάσει κάποτε εκεί κι ο καθένας, με τη δική του προσωπικότητα σαφώς και τις επιλογές του, αλλά αυτό το πρόγραμμα, όχι κάτι άλλο. Γιατί ο καθένας ευκαιριακά θεωρεί ότι μπορεί να διαμορφώσει μια προσωπική πολιτική με τις προσωπικές του επιλογές. Προσωπικές μπορεί να είναι οι επιλογές, αλλά η πολιτική πρέπει να είναι σταθερή και να έχει ένα στόχο, ένα χρονοδιάγραμμα, μια μελέτη για να φτάσει σε κάποιο αποτέλεσμα.
Προσωπικές μπορεί να είναι οι επιλογές, αλλά η πολιτική πρέπει να είναι σταθερή και να έχει ένα στόχο, ένα χρονοδιάγραμμα, μια μελέτη για να φτάσει σε κάποιο αποτέλεσμα.»
Με τη δική σου δίωξη τι συμβαίνει, πού βρίσκεται αυτή η υπόθεση τώρα;
Εγώ, έτσι κι αλλιώς, από τότε - όχι μόνο εγώ - είχα πάρει απαλλακτικό βούλευμα σε σχέση με όλες αυτές τις διώξεις, από το 2015. Είχε βγει απαλλακτικό βούλευμα και τότε ήμουν εγώ, ο Παπαλιός, ο Χολέβας, όλοι είχαμε απαλλαγεί απ' αυτές τις κατηγορίες, που στοίχισαν σε άλλους περισσότερο και σε άλλους λιγότερο, κυρίως ψυχολογικά, γιατί ξέραμε ότι δεν υπήρχε κάτι ουσιαστικό μέσα σ’ αυτό το πράγμα. Επαιξε ρόλο και μια συγκεκριμένη μερίδα του Τύπου και μετά – καλά, θα γράψω βιβλίο γι’ αυτό. Κρατάω σημειώσεις, υλικό πολύ! Ολο αυτό το φαιδρό πράγμα το οποίο έγινε από συγκεκριμένους πυρήνες και με ένα συγκεκριμένο τρόπο όλης αυτής της περίφημης εποχής Μπαλτά, γιατί όλα τα πράγματα έχουν κι ένα ονοματεπώνυμο. Ολοι έχουν συμβάλλει για να διαμορφώσουν ένα ιστορικό γεγονός εκείνης της εποχής, με κάποιες αιχμές και αφήνοντας ομόκεντρους κύκλους που τάραζαν τότε τα νερά. Η δικαιοσύνη καταλήγει σ’ αυτά τα ζητήματα, ο Παπαλιός δικαιώθηκε και για συκοφαντική δυσφήμιση. Συμβαίνουν διάφορα πράγματα που δεν έχει νόημα να τα δημοσιοποιεί ο καθένας γιατί αφορούν μια προσωπική δικαίωση, για μένα τουλάχιστον, δεν θα κάτσω να κάνω πολιτική μ’ αυτό.
Από τη σχέση σου με τα κοινά αισθάνεσαι προδομένος, θα ξαναναλάμβανες ένα πόστο ευθύνης, διοικητικό;
Όχι, ποτέ! Οχι, δεν θα ξαναέμπλεκια γιατί μου στοίχισε τόσο πολύ όλο αυτό, κατ’ αρχάς έκανα επτά-οκτώ μήνες να συνέλθω. Ημουν κλεισμένος σπίτι μου, δεν ήθελα να δω, ν’ ακούσω. Δηλαδή το ότι έκανα κι αυτή την ταινία ήταν ένας από τους λόγους να σπρώξω τον εαυτό μου να ξαναδεί δημιουργικά τη σχέση του με τον κινηματογράφο, είχα πάθει μια άπωση, μου είχε στοιχίσει πάρα πολύ, γιατί ήξερα την πραγματικότητα, αυτό είναι ένα τραύμα που κουβαλάς και δεν σ’ αφήνει, το βλέπεις σαν μια εφιαλτική διαδικασία, ακόμα και τώρα, να σε κρίνουν όλοι, να είσαι δακτυλοδεικτούμενος, να σε λένε κλέφτη και παράνομο, να βλέπεις το όνομά σου με παχιά γράμματα και τη φωτογραφία σου, να σου λέει το παιδί σου, μπαμπά, μου είπαν οι φίλοι μου αυτό, τι είναι; Κι όταν είσαι ένας άνθρωπος που έχει κάποιες, δεν μ’ αρέσει κι η λέξη, αλλά ας πούμε ευαισθησίες, σε σχέση με την αξιοπρέπεια, με την τιμή. Είναι λέξεις μεν αλλά έχουν ένα ειδικό βάρος που σε χαράζουν μέσα σου. Εμένα μου στοίχισε πολύ αυτό το πράγμα κι έτσι είχα απομακρυνθεί κι ακόμα είμαι απομακρυσμένος. Δεν συμμετέχω πολύ σε διάφορες δραστηριότητες από τότε, τώρα ξαναβγαίνω λίγο στο φως. Ολο αυτό που ήταν ένα σκεύασμα που δημιουργήθηκε μέσα από μια διαχείριση λογιστηρίου, να το πω έτσι, το πώς χρηματοδοτείς ένα σενάριο για να γραφτεί και γιατί αν το σενάριο δεν γίνει ταινία, δεν επιστρέφονται αυτά τα χρήματα. Μα για ένα σενάριο πληρώνεις κάποιους ανθρώπους να κάτσουν να γράψουν, όχι με το στόχο, φυσικά να γίνει ταινία, δεν είναι προεξοφλημένο ότι θα γίνει ταινία, ή ότι ένα καλό σενάριο θα μπει στην παραγωγή. Αυτά τα χρήματα θεωρούσαν ότι έπρεπε να επιστραφούν στο ΕΚΚ. Θεέ μου, τι τρέλα. Πέρασα λίγο άγρια, αλλά μάλλον έτσι πρέπει να γίνεται, να περνάνε οι άνθρωποι κάποιες άγριες φάσεις για ν’ αναστοχάζονται, να κάνουν μια ενδοσκόπηση, να βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά.
Σε λίγες μέρες θα βγει στις αίθουσες η «Σμύρνη», μια από τις πιο πολυαναμενόμενες ταινίες της σεζόν κι όσο θα παίζεται, λοιπόν, θα κάνει πρεμιέρα και η «Σκοτεινή Θάλασσα», μια από τις πιο πολυαναμενόμες σειρές της σεζόν. Αισθάνεσαι ότι βρίσκεσαι σε πάρα πολύ καλό timing της ζωής σου;
Αισθάνομαι ότι… αυτό είναι αποτέλεσμα του κορονοϊού, ότι όλ’ αυτά ήρθαν μαζί, ήταν να πάνε τελείως διαφορετικά. Και μια παράσταση έκανα, ήταν έτοιμη ν’ ανέβει πριν τον κορονοϊό, έκλεισαν τα θέατρα, έμεινε παρκαρισμένη, ξαναέγιναν πρόβες. Ξεκίνησε μια σειρά να γίνει πρόπερσι στο Mega, αναβλήθηκε, έγινε κάτι άλλο, έγινε τελικά τώρα. Η ταινία ήταν να γίνει πριν από ένα χρόνο. Ηρθαν όλα μαζί κι η συγκυρία τα έφερε όλα τώρα να γίνουν. Η «Σκοτεινή Θάλασσα» είναι μια καλή δουλειά, μπορεί να είναι κι από τις καλύτερες δουλειές που έχω κάνει εγώ στην τηλεόραση, έχει ένα πάρα πολύ καλό καστ.
Ναι, ήρθαν όλα μαζί. Εγώ έιμαι ένας ορθολογιστής άνθρωπος, αλλά πού και πού η μεταφυσική δεν κάνει κακό, η πλατωνική κι αυτός ο ιδεαλισμός, ότι έτσι κι αλλιώς η ενέργεια είναι ένα φυσικό, μετρίσιμο μέγεθος. Κάπως οι ενέργειες όλες κυκλώνονται, έρχονται κι επανέρχονται, ό,τι δίνεις παίρνεις και με κάποιον τρόπο η ζωή σε φέρνει αντιμέτωπο με σκοτεινές πλευρές του εαυτού σου όπου ανακαλύπτεις πράγματα. Τώρα έφερε η ενέργεια αυτά τα δυο μαζί και να κριθώ έτσι, γιατί έτσι κι αλλιώς η δουλειά αυτή είναι μια έκθεση και θα εκτεθώ με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Σε καποιους θ’ αρέσει η ταινία, σε κάποιους δεν θ’ αρέσει, η σειρά το ίδιο, αλλά μέσα απ’ αυτό, εγώ τουλάχιστον, θεωρώ ότι ξαναβρίσκω τον εαυτό μου και περνάω μία καλλιτεχνική εφηβεία.