Τον συναντήσαμε τον Φεβρουάριο, στο 63ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, όπου ο Κινέζος σκηνοθέτης βρισκόταν με διπλή ιδιότητα: πρώτον ως Πρόεδρος της Κριτικής επιτροπής και, δεύτερον, για να παρουσιάσει το πολυαναμενόμενο «The Grandmaster» στην πρεμιέρα του φεστιβάλ. «Είσαι από την Ελλάδα; Ξέρεις την Αθηνά (Τσαγγάρη) λοιπόν από την κριτική επιτροπή. Είστε όλες οι Ελληνίδες τόσο... πεισματάρες;» σχολίασε χαμογελώντας, καθισμένος στο παράθυρο του φωτογωγού όπου βγήκαμε για να απολαύσει μερικές τζούρες από το τσιγάρο του. Το πρόγραμμά του ως Πρόεδρος ήταν καταιγιστικό, ήταν εμφανώς κουρασμένος, αλλά ικανοποιημένος. «Δεν υπάρχει πιο ωραίο συναίσθημα όταν χτυπάει το ξυπνητήρι κάθε πρωί και θυμάσαι ότι η δουλειά και η "ευθύνη" σου είναι να βλέπεις ταινίες. Αν έλειπαν και τα ενδιάμεσα γεύματα και οι επίσημες υποχρεώσεις του φεστιβάλ, θα ήμουν ένας ευτυχισμένος άνθρωπος...»
Το πεντάλεπτο του τσιγάρου αναλώνεται με αβίαστη συζήτηση για αγαπημένες ταινίες, ρωτάει για τον Αγγελόπουλο, αν στην Ελλάδα έγινε μεγάλη αναστάτωση με τον θάνατό του. Κόσμος προσπερνάει στο διάδρομο του ξενοδοχείου, αλλά δεν τον αναγνωρίζει. Εχει νυχτώσει, το παράθυρο βάζει οξύ βερολινέζικο κρύο, οι βραδινές υποχρεώσεις τον περιμένουν.
Εχει καθυστερήσει να μας μιλήσει για το «Grandmaster» 5 λεπτά. Πέντε λεπτά και πέντε χρόνια. Οσα μεσολάβησαν από το «Blueberry Nights», την τελευταία ταινία του, καθώς το «Yut doi jung si» («The Grandmasters» αρχικά και, μετέπειτα, σε μονό αριθμό «The Grandmaster») ήταν όνειρο χρόνων, μία παραγωγή που σκόνταψε σε χρηματοδοτήσεις, προγράμματα των ηθοποιών, στην απαίτηση του διαβόητα λεπτολόγου σκηνοθέτη να παραδώσει κάτι τέλειο, αλλά και στην απογοητευτική αντίδραση αιθουσαρχών και ξένων διανομέων που ήθελαν μικρότερη διάρκεια στο final cut.
Με τον Διευθυντή Προγράμματος της Μπερλινάλε, Ντίτερ Κόσλικ στην επίσημη πρεμιέρα του «Grandmaster»
Αρκετές ταινίες έχουν γυριστεί για το θρύλο του Κουνγκ-Φου, Ιπ Μαν, από σκηνοθέτες όπως οι Ντόνι Γιεν και Γουίλσον Γιπ. Εσείς για ποιο λόγο θέλατε να πείτε αυτή την ιστορία; Είναι φανερό ότι δεν σας ενδιαφέρουν τόσο οι πολεμικές τέχνες από μόνες τους, όσο η κινεζική παράδοση, το ήθος και το σύστημα αξιών των μαχητών...
Γουόνγκ Καρ Γουάι: Κι όμως όταν ξεκινήσαμε, το μόνο που ήθελα να κάνω ήταν μία Κουνγκ-Φου ταινία. Γιατί από μόνο του το είδος είναι συναρπαστικό και δεν είχα ποτέ επιχειρήσει να αναμετρηθώ μαζί του στο παρελθόν. Στην πορεία όμως, συνειδητοποίησα ότι αυτή η ιστορία έχει πολύ μεγαλύτερο βάθος από ό,τι θα επέτρεπε μία τυπική Κουνγκ-Φου ταινία. Οπως είπα και στην πρεμιέρα του «Grandmaster» στο βερολινέζικο κοινό «αν είστε hard-core fan των Κουνγκ-Φου ταινιών, αυτή η ταινία είναι για εσάς. Αν βλέπετε για πρώτη φορά ταινία Κουνγκ-Φου, ακόμα καλύτερα. Κι αν οι Κουνγκ-Φου ταινίες δεν είναι του γούστου σας, θα αλλάξετε γνώμη απόψε». Η αλήθεια είναι ότι η ταινία μου δεν περιορίζεται μόνο σε χτυπήματα και κλωτσιές. Περιγράφει δύο γενιές πολεμιστών, οι οποίοι διανύουν τις πιο δύσκολες ιστορικά εποχές της Κίνας. Τους παρακολουθούμε να προπονούν με πειθαρχία το ταλέντο τους, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούν να επιβιώσουν στους δύσκολους αυτούς καιρούς. Και είναι ο τρόπος που τα δύο συνδέονται: πώς αντιμετωπίζεις την πρόκληση μέσα στο ρινγκ και πώς στη ζωή, αν έχεις την ίδια δύναμη και, το κυριότερο, τα ίδια ιδανικά και την ίδια αξιοπρέπεια, που σε κάνει πραγματικό μαχητή. Αυτή η ποιότητα των χαρακτήρων, η ψυχή και η φιλοσοφία που διέπει τις πολεμικές τέχνες είναι μέρος της Κινεζικής παράδοσης.
Τι σας συναρπάζει περισσότερο από την προσωπικότητα του Ιπ Μαν, μετά την έρευνα και την τριβή σας με τον χαρακτήρα; Πώς θα τον συστήνατε στο ελληνικό κοινό ή το οποιοδήποτε δυτικό κοινό που δεν τον γνωρίζει;
Γουόνγκ Καρ Γουάι: Μπορεί η Δύση να μην γνωρίζει τον Ιπ Μαν, αλλά όλος ο κόσμος ξέρει τον Μπρους Λι, τον μαθητή του. Ο Λι υπήρξε πρεσβευτής του Κουνγκ Φου στον κόσμο και έμεινε στην Ιστορία ως μία χαρισματική, εμβληματική φιγούρα. Για να καταλάβει όμως κανείς την προσωπικότητα του Λι σε βάθος, θα πρέπει να ψάξει πίσω από αυτόν και να ανακαλύψει τη σκιά του Δασκάλου του. Ο ίδιος ο Λι έχει γράψει ολόκληρα κεφάλαια στα βιβλία του για τον Ιπ Μαν - από εκείνον έχει πάρει, όχι μόνο την τεχνική, αλλά τις αρχές και τη φιλοσοφία του. Ο Ιπ Μαν γεννήθηκε την περιόδο της Δυναστείας Τσινγκ, σε μοναρχικό καθεστώς δηλαδή, και μετάπειτα έζησε όλες τις αλλαγές που επήλθαν στην Κίνα: την επανάσταση, το αστικό δημοκρατικό καθεστώς του Σουν Γιατ Σεν, τον πόλεμο με τους Ιάπωνες, τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Εμφύλιο. Η ζωή του ήταν περιπετειώδης. Δεν ήταν τυπικός πολεμιστής, καθώς δεν αγωνιζόταν επαγγελματικά. Είχε γεννηθεί σε μία πολύ πλούσια οικογένεια μεγαλοαστών και πέρασε τα πρώτα 40 χρόνια του ως πλέιμπόι. Το Κουνγκ Φου για αυτόν ήταν χόμπι. Μετέπειτα όμως αποφάσισε ότι πρέπει να συνεισφέρει κάπως στον Κινεζικό λαό. Να ανταποδώσει την καλή του τύχη. Ετσι ξεκίνησε να διδάσκει πολεμικές τέχνες σε μαθητές από κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Ανοιξε την τέχνη του Κουνγκ Φου σε όλο τον κόσμο - μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα οι Grandmasters δίδασκαν μόνο στους πλούσιους τα μυστικά τους, στην γενιά του υπήρχαν μόνο 16 πολεμιστές. Αυτή η μεγαλειώδης του απόφαση κι η συνέπεια με την οποία την υπηρέτησε μέχρι και που πέθανε, τον έκανε λαϊκό ήρωα στα μάτια του Κινεζικού λαού.
Είχατε εξ αρχής τους δύο πρωταγωνιστές στο μυαλό σας όταν γράφατε την ταινία; Ο Τόνι Λιουνγκ είναι πιστός σας συνεργάτης όλα αυτά τα χρόνια. Αλλά λίγο μεγάλος πια για να εκπαιδευτεί στις πολεμικές τέχνες. Η Ζανγκ Ζιγί από την άλλη είχε την πείρα προηγούμενων ταινιών...
Γουόνγκ Καρ Γουάι: Αν κανείς μελετήσει τον Ιπ Μαν, θα καταλάβει πολύ γρήγορα ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρει κάποιον σύγχρονο αγωνιστή των πολεμικών τεχνών που θα μπορούσε να τον ερμηνεύσει. Κι αυτό γιατί ο χαρακτήρας του είναι τόσο πολυεπίπεδος. Είναι ένας σοφός άνθρωπος, προέρχεται από τον περασμένο αιώνα. Ο Τόνι Λιουνγκ είναι αδελφός μου. Συνεργαζόμαστε 16 χρόνια πλέον. Τον θεωρώ τον πιο χαρισματικό ηθοποιό του κόσμου. Είχε παίξει τα πάντα - εκτός από έναν σταρ του Κουνγκ Φου. Οπότε θεώρησα ότι θα τον ενδιέφερε η πρόκληση σ' αυτή την ηλικία. Πράγματι, αφιερώθηκε για χρόνια σ' αυτή την προσωπική αναμέτρηση και νομίζω ότι τα κατάφερε εξαιρετικά. Η Ζανγκ Ζιγί από την άλλη είχε το παρελθόν της χορεύτριας - κάτι που εξυπηρετούσε πάρα πολύ. Οι χορογραφίες των Κουνγκ Φου χτυπημάτων έχουν μία παρόμοια λογική με το χόρο - στα βήματα, στην ενέργεια, στον όγκο, στο πώς χρησιμοποιείς το σώμα σου. Ομως κι εκείνη δυσκολεύτηκε αρκετά. Γιατί στο τέλος, κάποια πράγματα στις πολεμικές τέχνες είναι, ξεκάθαρα, κλωτσιές και γροθιές.
Είπατε ότι δεν είχατε ποτέ προσωπικά αναμετρηθεί με το είδος των Κουνγκ Φου ταινιών. Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση για εσάς σκηνοθετικά; Τι θέλατε να αποφύγετε; Ποιο ήταν για εσάς το ζητούμενο;
Γουόνγκ Καρ Γουάι: Νομίζω ότι σήμερα το κοινό είναι αντιμέτωπο με μία μεγάλη παρεξήγηση όσο αφορά το είδος των Κουνγκ Φου ταινιών. Τα τελευταία χρόνια βλέπει ταινίες... φαντασίας. Οι πολεμιστές... πετάνε, ισορροπούν πάνω σε σταγόνες βροχής, μεταφυσικά πράγματα συμβαίνουν στις σκηνές των αναμετρήσεών τους. Ομως αν θα θέλαμε να είμαστε σοβαροί, οι πολεμικές τέχνες είναι εξαιρετικά επιστημονική υπόθεση. Βασίζονται σε νόμους της φυσικής, της γεωμετρίας. Κάθε κίνηση, κάθε χτύπημα είναι υπολογισμένο με μία θεωρία δύναμης και όγκου. Μία θεωρία που δεν υπερνικά τη βαρύτητα. Αυτό που ήθελα λοιπόν πάνω από όλα ήταν να κινηματογραφήσω τις πολεμικές τέχνες με το σεβασμό που τους αξίζουν. Να είμαι ειλικρινής. Να μελετήσω. Να μη δημιουργήσω εύκολες εικόνες εντυπωσιασμού και φαντασίας. Εστησα και γύρισα τις action σεκάνς με σεβασμό στη σχολή του Ιπ Μαν. Κι αυτό ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Εξαιρετικά δύσκολο! Είχα να κάνω με πολεμιστές που τα χτυπήματά τους ήταν τόσο γρήγορα που η κάμερα δεν μπορούσε να τα πιάσει. Επρεπε να τους εξηγήσω ότι πρέπει να συνεργαστούμε. Θα σεβαστώ την αλήθεια της τέχνης τους, αλλά πρέπει κι εκείνοι να σεβαστούν τις συμβάσεις της δικής μου. Η μεγαλύτερή μου πρόκληση ήταν να παντρέψω αυτούς τους δύο κόσμους.
Ο ένας δηλώνει θαυμαστής του άλλου: Γουόνγκ Καρ Γουάι - Μάρτιν Σκορσέζε
Είστε ένας σκηνοθέτης που επιμένει να κοιτά τον κόσμο με ρομαντισμό. Δεν εννοώ τον ερωτικό ρομαντισμό. Αλλά το βάρος των αξιών που τοποθετείτε στους ώμους των ηρώων σας και τους οδηγείτε να θυσιαστούν για αυτές. Δεν σας έχει απογοητεύσει ο κόσμος; Γιατί επιμένετε να μας διηγείστε ταινίες για ανθρώπους με ασυμβίβαστη προσωπική ηθική;
Γουόνγκ Καρ Γουάι: Δεν το είχα σκεφτεί έτσι (γελάει). Μου αρέσει ο ορισμός σας για τον ρομαντισμό. Αν κάποιος ο οποίος προσπαθεί να ζήσει τη ζωή του όρθιος, είναι ρομαντικός - παρακαλώ, υπολογίστε με κι εμένα.
Υπάρχει κινηματογραφικός Grandmaster στα μάτια σας;
Γουόνγκ Καρ Γουάι: Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον γιατί συνήθως στο σινεμά μιλάμε για πολλούς masters. Ο Φελίνι ήταν master, ο Αντονιόνι ήταν master, ο Αγγελόπουλος ήταν master. Αλλά ποιος ήταν ο Grandmaster; Κατά τη γνώμη μου ο Αϊζενστάιν.
Δείτε το υπέροχο βίντεο που ετοίμασε το Flix, υποκλινόμενο στον Master Γουόνγκ Καρ Βάι.
Διαβάστε την κριτική του Flix για το «The Grandmaster» που κυκλοφορεί από σήμερα Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου στις ελληνικές αίθουσες.