Στην πρώτη συναυλία του κύκλου «Πόλεμος και Ειρήνη» της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, με αφορμή τον ένα αιώνα από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο αγαπητός στο ελληνικό κοινό, αρχιμουσικός και λάτρης της κινηματογραφικής μουσικής Φρανκ Στρόμπελ θα διανύσει μια διαδρομή που ξεκινά από τον «Αρη» του Γκούσταβ Χολστ και με ενδιάμεσες στάσεις τον «Λόρενς της Αραβίας» του Μορίς Ζαρ, το «Βαλς» του Μορίς Ραβέλ και τη μουσική του Τζέρι Γκόλντσμιθ από το «The Blue Max» θα καταλήξει στην προβολή του θρυλικού, αντιπολεμικού «Shoulder Arms» του Τσάρλι Τσάπλιν με ταυτόχρονη απόδοση της μουσικής του ίδιου του δημιουργού του από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών.
«Είναι εξαιρετικά σημαντικό να πάντα καλά την ιστορία ώστε να μην επαναλάβουμε τα ίδια λάθη», επισημαίνει ο Φρανκ Στρόμπελ, στην επέτειο του πιο αιματηρού από τους Παγκοσμίους Πολέμου. Διαβάστε παρακάτω και το δικό του αντίδοτο στη φρίκη: τη μουσική.
Η πρώτη συναυλία του κύκλου «Πόλεμος και Ειρήνη» θα δοθεί την Κυριακή 14 Οκτωβρίου στις 19:30 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών - Αίθουσα Χ. Λαμπράκης. Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες για τη συναυλία και τον Φρανκ Στρόμπελ στην επίσημη σελίδα της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών και στο επίσημο site του Μεγάρου Μουσικής.
Ο ίδιος ο Τσάρλι Τσάπλιν, και οι ταινίες του, εννοώ το μήνυμά τους, έχουν συγκινησιακά φορτισμένο περιεχόμενο. Διαχρονικό και παγκόσμιο. Μεγαλώνοντας στο Μόναχο της δεκαετίας του ’70, ήταν για μένα συναρπαστικός, μαγευτικός θα τολμούσα να πω, ο ανθρωπισμός, η διακωμώδηση, το εύθραυστο και δυνατό συγχρόνως αυτής της περσόνας.
Πιστεύω ότι οι ιστορίες που διηγείται ο Τσάπλιν είναι επί της ουσίας αρχετυπικές. Αυτό είναι που λατρεύω σε αυτόν. Ολοι – σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου - μπορούν να συγκινηθούν ή να γελάσουν με τις ιστορίες του. Το «Shoulder Arms» είναι θεμελιώδες και έχει τη δική του ξεχωριστή θέση στο 2018 καθώς συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ενα βαθύ σχόλιο για τον πόλεμο, που γυρίστηκε σε καιρό πολέμου. Και ναι, με συγκινεί η διεύθυνση της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, με παράλληλη προβολή της ταινίας. Αλλά και όλη μας η συναυλία έχει αυτή την αναφορά στον πόλεμο καθώς θα παίξουμε π.χ. «Το Βαλς» του Μορίς Ραβέλ, που συνδέεται με τη θεματική αυτή και τον «Αρη» του Γκούσταβ Χολστ, που είναι η γέννηση του πολέμου. Το υπόβαθρο του «Shoulder Arms» είναι μεν πολύ σοβαρό αλλά ο Τσάπλιν βρίσκει τον δικό του, μοναδικό τρόπο να αντιμετωπίσει αυτή την καταστροφή και αυτό είναι που πιστεύω ότι κάνει την ταινία παράλληλα τόσο έντονη αλλά και τόσο ανθρώπινη και αστεία.
O Tσάρλι Τσάπλιν στο «Shoulder Arms»
Το σημείο τομής μεταξύ σιωπής, μουσικής και ήχων, η σύνδεση των τριών είναι οι συνθέτες. Γιατί οι συνθέτες που ξεκίνησαν να γράφουν κινηματογραφική μουσική ήρθαν από το πόντιουμ της ορχήστρας, προέρχονταν από την όπερα. Συνθέτες όπως ο Εριχ Βόλφγκανγ Κόρνγκολντ, ο Μαξ Στάινερ, Max Steiner ή ο Gottfried Huppertz, ο οποίος έγραψε το soundtrack της ταινίας «Metropolis», προέρχονταν από την όπερα και έφεραν τις τεχνικές και τους ήχους στις παρτιτούρες των ταινιών του βωβού κινηματογράφου αρχικά, και αργότερα και στις ταινίες του ομιλούντος κινηματογράφου. Η πρώτη γενιά συνθετών του Χόλιγουντ, έχοντας μεγάλες επιρροές από αυτούς τους συνθέτες, πήγε στην Αμερική τη δεκαετία του 1920-1930 και έφερε αυτόν τον ήχο. Οπότε θα έλεγα ότι, όσον αφορά την τεχνική και τον ήχο, δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ βωβού και πρώιμου ομιλούντος κινηματογράφου αλλά η ίδια η μουσική παίζει έναν πολύ πιο σημαντικό ρόλο στις ταινίες του βωβού κινηματογράφου.
Οπωσδήποτε ένας σκηνοθέτης πρέπει να επιλέξει τη μουσική για την ταινία πριν αρχίσουν τα γυρίσματα. Είναι ο μοναδικός τρόπος να διατηρηθεί ο πολυπόθητος ρυθμός που επιθυμεί κάποιος για την ταινία του. Σκεφθείτε τους σπουδαίους σκηνοθέτες, για παράδειγμα τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Ασχολούνται με τη μουσική από την πρώτη κιόλας στιγμή, όπως ασχολούνται με το σενάριο και τη σκηνογραφία γιατί η μουσική είναι τεράστιο κομμάτι της ταινίας. Ώστε να μπορέσουν να βρουν τον ρόλο της μουσικής στη συγκεκριμένη ταινία. Έπειτα, ο συνθέτης πρέπει να παρακολουθεί τη διαδικασία κινηματογράφησης, πρέπει να είναι μέλος της ομάδας. Και όταν πια το γύρισμα ολοκληρωθεί και αρχίσει το μοντάζ της ταινίας, είναι πολύ σημαντικό για τον σκηνοθέτη να δουλέψει με τον συνθέτη ώστε να βρουν τη στρατηγική του ρυθμού, τη στρατηγική της πλοκής γιατί όταν συμπεριλάβεις τη μουσική σε αυτή τη διαδικασία θα έχεις αυτή την υπέροχη τέχνη, η οποία είναι συνδυασμός πολλών τεχνών. Του φωτός και της σκιάς, των σχεδίων, της ηθοποιίας. Και όλα αυτά γίνονται ένα. Δυστυχώς, αν κανείς κοιτάξει την παραγωγή είναι συχνό το φαινόμενο η μουσική και ο συνθέτης να επιλέγονται την τελευταία στιγμή και ο συνθέτης να πρέπει να γράψει μια παρτιτούρα σε 4-5 εβδομάδες. Και μετά πρέπει να ηχογραφηθεί, να γίνει η ψηφιακή παραγωγή της μουσικής και τότε την προσθέτουν στην ταινία. Αυτό βασικά θα έλεγα ότι είναι κρίμα. Αλήθεια, είναι κρίμα γιατί θα μπορούσαν να το έχουν δουλέψει διαφορετικά. Αν σκεφτεί κανείς τους θρυλικούς σκηνοθέτες, όπως τον Φελίνι, τον Χίτσκοκ, τον Σπίλμπεργκ κ.ά. θα δει ότι, λίγο ως πολύ, είχαν μόνιμους συνθέτες με τους οποίους διαμόρφωναν από κοινού ένα στυλ και μια «γλώσσα».
Από αφιέρωμα στη μουσική των ταινιών του Στίβεν Σπίλμπεργκ
Φυσικά, συμφωνώ με τον Τζον Κέιτζ, ο οποίες είπε ότι «η σιωπή είναι μουσική». Η σιωπή είναι μια πολύ σημαντική στιγμή, ένα πολύ σημαντικό εργαλείο μπορεί να πει κανείς, και σπουδαίοι συνθέτες και σκηνοθέτες γνωρίζω ότι την αξιοποιούν. Υπάρχουν στιγμές που υπάρχει απόλυτη σιωπή και αυτό μπορεί να λέει πολύ παραπάνω πράγματα από τους διαλόγους στον ομιλούντα ή τη μουσική στον βωβό κινηματογράφο.
Από προβολή του «Οκτώβρη» του Σεργκέι Αϊζενστάιν
Ασχολούμαι με την αποκατάσταση έργων αλλά όχι με τη σύνθεση, γιατί πολύ απλά πιστεύω ότι υπάρχουν καλύτεροι συνθέτες από εμένα. Κυρίως όταν αποκαθιστώ έργα από ταινίες του βωβού κινηματογράφου, υπάρχει το ζήτημα του ρυθμού. Γιατί αυτές οι ταινίες δεν έχουν έναν σαφή ρυθμό και πλέον, όταν συζητάς με ιστορικούς και ανθρώπους που ασχολούνται με τα αρχεία βλέπεις ότι πιστεύουν ότι οι ταινίες πρέπει να προβάλλονται σε έναν ρυθμό όπου οι ανθρώπινες κινήσεις να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Αλλά αν κανείς κοιτάξει τις βωβές ταινίες της εποχής, δεν συνέβαινε αυτό. Αυτό σχετίζεται με τον σύγχρονο κινηματογράφο, όπου βλέπουμε τους ανθρώπους να κινούνται σε γρήγορους, κανονικούς ρυθμούς αλλά στην εποχή του βωβού κινούνταν συχνά λίγο πιο γρήγορα. Αυτό, είναι, λοιπόν το πρόβλημά μου όταν προσπαθώ να αποκαταστήσω τη μουσική σε ταινίες του βωβού κινηματογράφου διότι πολλές φορές είναι υπερβολικά αργή. Και τότε έχω πολλές συζητήσεις με ιστορικούς για αυτό το ζήτημα, δηλαδή το να προβάλλουν την ταινία με σωστή ταχύτητα. Και το δεύτερο πρόβλημα είναι το ίδιο το πρωτότυπο υλικό καθώς πολύ εξ αυτού έχει χαθεί. Και ο λόγος είναι πολύ απλός. Μόλις εμφανίστηκε ο ομιλών κινηματογράφος, πέταξαν στα σκουπίδια ό,τι αφορούσε τον βωβό. Και πολλές παρτιτούρες και κομμάτια για ορχήστρα έχουν χαθεί. Εκεί πρέπει να φανταστείς τι λείπει με βάση το εναπομένον υλικό. Κάποιες φορές υπάρχει μόνο το πιάνο, άλλες φορές έχεις μόνο προσχέδια – το οποίο σημαίνει ακόμα περισσότερη δουλειά- και μετά πρέπει να φανταστείς και να προσπαθήσεις να καταλάβεις ποιο ήταν το σκεπτικό του συνθέτη. Και αυτό είναι πρόβλημα.
Πιστεύω ότι το video-clip, στην καλή περίπτωση, είναι μια αλληλεπίδραση μεταξύ μουσικής και ταινίας και πλέον υπάρχουν video-clips, τα οποία είναι έργα τέχνης. Οπότε εξαρτάται από το video-clip. Δεν πιστεύω ότι μπορούμε να κρίνουμε γενικευτικά. Εξαρτάται από την ποιότητα. Μπορεί να συμβεί αυτό, να περιορίζουν τον τρόπο με τον οποίο ακούμε μουσική αλλά και το ακριβώς αντίθετο.
Από προβολή του «Ιβάν του Τρομερού» του Σεργκέι Αϊζενστάιν
Ο σκηνοθέτης, ο μοντέρ, ο καμεραμάν πρέπει να παρακολουθεί την εξέλιξη της ταινίας και να γνωρίζει κάθε πλευρά της. Και η μουσική είναι μια πολύ σημαντική πλευρά της ταινίας.
Ναι, πιστεύω ότι απότελεί μια μικρή νίκη το γεγονός πως όλο και περισσότερο, στην παραγωγή ταινιών και τηλεοπτικών σειρών δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στη μουσική επένδυση. Υπάρχουν πλέον φανατικοί θαυμαστές αλλά και ευρύ κοινό, το οποίο μπορεί να προέρχεται ακόμα και από την κλασική μουσική, νέοι οι οποίοι δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον διότι έχουν αντιληφθεί – ειδικά στη δική μου περίπτωση, γιατί είμαι υπεύθυνος για τη συμφωνική κινηματογραφική μουσική κυρίως, ενώ υπάρχουν και άλλα είδη- ότι η συμφωνική κινηματογραφική μουσική αποτελεί κομμάτι της μουσικής του 20ου και 21ου αιώνα και αυτό είναι κάτι που πρέπει να αναγνωρίζεται. Πρέπει, επίσης, να αναγνωρίζεται ότι οι ορχήστρες είναι μέρος όλου αυτού, ότι ανήκει κάτι τέτοιο στο ρεπερτόριό τους και είναι υποχρέωσή τους να το ερμηνεύουν. Όσον αφορά την κινηματογραφική παραγωγή είναι πολύ ενδιαφέρον το ότι υπάρχουν πολλά κομμάτια, τα οποία είναι συγκλονιστικά, σκεφθείτε ας πούμε το “Lord of the Rings”, το οποίο θυμίζει όπερα ή τα “Star Wars”, που είναι σαν «διαστημική» όπερα. Για εμένα, το πιο γοητευτικό είναι ότι το πεδίο μεγαλύτερου πειραματισμού για μια ορχήστρα στον κινηματογράφο είναι συνήθως η επιστημονική φαντασία. [γέλια]
Αυτή είναι η συμβουλή μου σε όποιον επιθυμεί να ασχοληθεί με τη σύνθεση μουσικής για ταινίες. Το πρώτο πράγμα είναι να δει όλες τις ταινίες που υπάρχουν, να διαβάσει για τις ταινίες [γέλια]. Το δεύτερο είναι να κάνει πραγματικές σπουδές. Πιστεύω ότι για να ασχοληθεί κάποιος με τη σύνθεση κινηματογραφικής μουσικής, πρέπει να έχει κάνει πραγματικές σπουδές μουσικού, ως οργανοπαίχτης, ως συνθέτης ή σε κάποιο άλλο πεδίο αλλά είναι απαραίτητο να έχει καλή μόρφωση. Μετά από αυτό, μπορεί να προεκτείνει τη δουλειά του προς την σύνθεση κινηματογραφικής μουσικής. Η κινηματογραφική μουσική δεν είναι τίποτα άλλο παρά μουσική σε συνδυασμό με ταινία οπότε είναι απαραίτητες όλες οι γνώσεις για τη μουσική, τη σύνθεση και τη θεωρία μουσικής.
Αναλυτικό Πρόγραμμα - Από τον κατάλογο του Μεγάρου Μουσικής
Ο φετινός θεματικός κύκλος συναυλιών της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών με τίτλο «Πόλεμος και Ειρήνη» πραγματοποιείται με την αφορμή συμπλήρωσης ενός αιώνα από το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και εγκαινιάζεται με ένα πρόγραμμα συμφωνικής και κινηματογραφικής μουσικής που σχετίζεται με τον αιματηρό αυτό πόλεμο, που σφράγισε την ευρωπαϊκή ιστορία.
Γκούσταβ Χολστ (1874–1934) | «Αρης» από τη σουίτα «Οι Πλανήτες», έργο 32 | Η συναυλία ανοίγει με τον «Αρη» από τους «Πλανήτες» του Άγγλου συνθέτη Γκούσταβ Χολστ. Η σύνθεση των Πλανητών ξεκίνησε το 1914. Εκείνη τη χρονιά γράφτηκαν ο Άρης, η Αφροδίτη και ο Ζευς, ενώ Κρόνος, Ουρανός και Ποσειδών ακολούθησαν την επόμενη. Η πρώτη ολοκληρωμένη δημόσια παρουσίαση των Πλανητών έγινε με τεράστια επιτυχία στις 15 Νοεμβρίου 1920 στο Λονδίνο με τη Συμφωνική Ορχήστρα της πόλης υπό τη διεύθυνση του Άλμπερτ Κόουτς. Αν και πολλοί νομίζουν πως ο Άρης, ο πολεμοχαρής γράφτηκε με την πρόθεση να εκφράσει τη φρίκη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η αλήθεια είναι πως το μέρος αυτό ολοκληρώθηκε ελάχιστα πριν το ξέσπασμα του πολέμου τον Αύγουστο του 1914, αποτελώντας συνεπώς όχι απόηχο αλλά προεικόνισή του. Χρησιμοποιώντας ένα ανηλεές ρυθμικό οστινάτο σε τύμπανα, άρπες και έγχορδα που παίζουν με το ξύλο του δοξαριού, χαρακτηριστική χρωματική κίνηση σε τρομπόνια και τούμπα και πολεμικές φανφάρες στις τρομπέτες ο Χολστ επιτυγχάνει να εκφράσει μοναδικά (και προφητικά) την αδυσώπητη επέλαση μίας πολεμικής μηχανής. Χωρίς κανένα στοιχείο ηρωισμού, δόξας ή τραγικότητας η μουσική του Άρη εκφράζει μία μηχανιστική και απάνθρωπη φρίκη.
Μορίς Ζαρ (1924–2009) | Σουίτα από τη μουσική της ταινίας «Ο Λόρενς της Αραβίας» | Μετά την επιτυχία της «Γέφυρας του ποταμού Κβάι» (1958) ο Αγγλος σκηνοθέτης Ντέιβιντ Λιν και ο παραγωγός Σαμ Σπίγκελ αποφάσισαν να ασχοληθούν με τη ζωή μίας αμφιλεγόμενης μορφής του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Βρετανό συγγραφέα, διπλωμάτη και αξιωματικό του στρατού, Τόμας Έντουαρντ Λόρενς. Το αποτέλεσμα ήταν η ιστορική, επική ταινία «Ο Λόρενς της Αραβίας» (1962), που τιμήθηκε μεταξύ άλλων με επτά Όσκαρ από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών και που παραμένει μέχρι σήμερα μία από τις σπουδαιότερες και πιο αγαπημένες ταινίες στην ιστορία της Έβδομης Τέχνης. Ο Γάλλος συνθέτης Μωρίς Ζαρ, μαθητής του Αρτύρ Χονεγκέρ, υπέγραψε τη μουσική της ταινίας που απέσπασε ένα από τα Όσκαρ καθιερώνοντας έτσι τον Ζαρ ως συνθέτη κινηματογραφικής μουσικής διεθνώς. Η αρχική σκέψη των δημιουργών της ταινίας ήταν να γράψουν μουσική ο Μπέντζαμιν Μπρίττεν (για την «βρετανική» πτυχή του έργου) και ο Αράμ Χατσατουριάν (για την «αραβική». Αφού όμως αυτό το εγχείρημα απεδείχθη ανέφικτο, εκλήθη ο Ζαρ να συνθέσει τη μουσική σε τέσσερις μόλις εβδομάδες. Η Σουίτα που θα ακούσουμε περιλαμβάνει μερικά από τα πιο αξιομνημόνευτα σημεία της παρτιτούρας για την ταινία: ξεκινά με απειλητικές συγχορδίες που συνοδεύουν τον θάνατο του Λόρενς σε δυστύχημα με μοτοσυκλέτα στην αρχή της ταινίας. Κατόπιν ακούγεται η χαρούμενη μελωδία που συνοδεύει τον κεντρικό ήρωα, καθώς και ένα τμήμα του θέματος της ερήμου, που θυμίζει ένα θέμα από το πρώτο μέρος της Έκτης Συμφωνίας του Μπρούκνερ. Η Σουίτα συμπληρώνεται με θέματα σχετιζόμενα με σκηνές που εκτυλίσσονται στην έρημο.
Τζέρι Γκόλντσμιθ (1929–2004) | Σουίτα από τη μουσική της ταινίας «The Blue Max» | Η βρετανική, πολεμική ταινία του 1966 The Blue Max (στην Ελλάδα γνωστή ως «Η Πτώση των αετών») πραγματεύεται τις προσπάθεια ενός Γερμανού πιλότου στον Α’ Παγκόσμιο να κερδίσει την ύψιστο παράσημο Μπλου Μαξ, αποδιδόμενο σε όποιον πιλότο καταρρίψει είκοσι εχθρικά αεροσκάφη. Ο Αμερικανός συνθέτης Τζέρυ Γκόλντσμιθ συνέθεσε μερικές από τις καλύτερες μουσικές σελίδες της καριέρας του για την ταινία αυτή, αν και πολλά τμήματα της μουσικής του υπήρξαν εν τέλει θύματα του μοντάζ και αντικαταστάθηκαν από ηχητικά εφέ. Ο ίδιος είχε στην αρχή την αίσθηση πως ο Βρετανός σκηνοθέτης της ταινίας, Τζον Γκίλερμιν, δεν έμεινε ικανοποιημένος από τη μουσική του, πράγμα που απεδείχθη στην πορεία ανακριβές. Η μουσική του Γκόλντσμιθ αποτέλεσε πρότυπο μουσικής για μία πολεμική ταινία και εύλογα επηρέασε μεταγενέστερους συνθέτες. Ένα μοτίβο τεσσάρων νοτών ανοίγει τη μουσική· συχνά δύο μελωδικές γραμμές κινούνται παράλληλα αλλά με αντίθετη φορά αποδίδοντας την κίνηση των αεροπλάνων της εποχής. Η βαναυσότητα του πολέμου εκφράζεται με αριστοτεχνικό τρόπο, καθώς η πολύπλοκη μουσική αξιοποιεί διάφωνα μοτίβα στα έγχορδα, αιχμηρές τρίλιες στα ξύλινα πνευστά, έντονες «κραυγές» στα χάλκινα, glissandi στην άρπα και στιβαρά ρυθμικά σχήματα στα κρουστά.
Μορίς Ραβέλ (1875–1937) | «Το Βαλς», χορογραφικό ποίημα για ορχήστρα | Το 1906 ο Μωρίς Ραβέλ ξεκίνησε να σχεδιάζει ένα έργο με τίτλο «Βιέννη» ως φόρο τιμής στον Γιόχαν Στράους (υιό). Ο ίδιος το οραματιζόταν ως «ένα είδος αποθέωσης του βιεννέζικου βαλς, που στο μυαλό μου συνδέεται με τον φανταστικό τροχό της μοίρας». Η ιδέα εγκαταλείφθηκε για χρόνια και μόλις το 1919 ο συνθέτης επέστρεψε σε αυτή γράφοντας ως τον Απρίλιο του 1920 το χορογραφικό ποίημα «Το Βαλς». Ωστόσο, ο Σεργκέι Ντιάγκιλεφ, ιμπρεσάριος των Ρωσικών Μπαλέτων, για τα οποία και προοριζόταν το έργο, δεν το θεώρησε μπαλέτο αλλά ως «το πορτρέτο ενός μπαλέτου». Έτσι η πρώτη χορογραφημένη παρουσίασή του έγινε το 1926, ενώ είχε προηγηθεί η πρεμιέρα του ως συμφωνικού έργου στις 12 Δεκεμβρίου 1920 στο Παρίσι υπό την διεύθυνση του Καμίγ Σεβιγιάρ. Το Βαλς διαθέτει τυπικές αρετές της γραφής του Ραβέλ: ευφάνταστη και πληθωρική ενορχήστρωση, ερεθιστικές αρμονίες, αμείωτη ρυθμική ενέργεια (που διοχετεύεται ενίοτε με αρκετά περίπλοκο τρόπο) και σφικτή δομή ανάμεσα στα εναλλασσόμενα επεισόδια. Ο συνθέτης περιέγραψε το περιεχόμενο της αισθησιακής αυτής μουσικής ως εξής: «Σύννεφα πλανώνται και δημιουργούν σχισμές, μέσα από τις οποίες κανείς βλέπει φευγαλέα ζευγάρια να χορεύουν βαλς. Τα σύννεφα διαλύονται σταδιακά· διαφαίνεται μία μεγάλη αίθουσα με ένα πλήθος που στροβιλίζεται. Καθώς ο ρυθμός ξεκαθαρίζει η εικόνα φωτίζεται όλο και περισσότερο από τους πολυελαίους. Μία αυτοκρατορική Αυλή, περίπου στα 1855…»
Τσάρλι Τσάπλιν (1889-1977) | «Smile» από την ταινία «Μοντέρνοι Καιροί» | Μουσική για την ταινία «Shoulder Arms», επεξεργασία και ενορχήστρωση από τον Καρλ Ντέιβις (με παράλληλη προβολή της ταινίας) | Το 1918 ο μεγάλος Τσάρλι Τσάπλιν παρουσιάζει την κωμική ταινία του «Shoulder Arms», στην οποία πρωταγωνιστεί. Ο γνωστός μας Σαρλό βρίσκεται στο γαλλικό μέτωπο ως στρατιώτης. Μεταμφιεσμένος σε δέντρο περνά τις γραμμές του γερμανικού στρατού και κατορθώνει να απαγάγει τον Κάιζερ και τον στρατάρχη Χίντενμπουργκ αλλά τελικά συνειδητοποιεί πως όλα αυτά ήταν απλώς και μόνο ένα όνειρο. Η μουσική που ο ίδιος ο Τσάπλιν συνέθεσε για την ταινία φανερώνει το ταλέντο του δημιουργού της στη σύνθεση εμβατηρίων, ενώ τα κωμικά της στοιχεία διακωμωδούν την «άκαμπτη» στρατιωτική ζωή. Ο Τσάπλιν συνέθεσε μουσική και για τις δύο αντίπαλες πλευρές, μεριμνώντας για την εμφανή στιλιστική τους διαφοροποίηση. Η μουσική που συνοδεύει την πλευρά των Δυνάμεων της Αντάντ είναι ανάλαφρη, ενώ αντίθετα η πολεμική μουσική της γερμανικής πλευράς είναι βαριά και μιλιταριστική, αφήνοντας ελάχιστο περιθώριο παραλλαγών. Η μουσική λειτουργεί εν πολλοίς περιγραφικά: καθώς ο ήρωας διεισδύει στις γραμμές του εχθρού μεταμφιεσμένος σε δέντρο, τα πόδια του τρέμουν από το φόβο και η μουσική, με μία ιδιότυπη νευρικότητα, αποτυπώνει τον ήχο των τρεμάμενων ποδιών αλλά και τη μάταιη προσπάθεια του ήρωα να ηρεμήσει. Σε άλλες περιπτώσεις, όταν στη μεγάλη οθόνη προβάλλονται στρατιωτικές επιχειρήσεις, ο Τσάπλιν ευφάνταστα αναθέτει στο τρομπόνι μία «διακεκομμένη» μελωδική γραμμή που μιμείται τον ήχο ενός μηνύματος μεταδιδόμενου από απαρχαιωμένο ακουστικό.
Μουσική Διεύθυνση: Φράνκ Στρόμπελ
Πληροφορίες Εισιτηρίων: Τιμές εισιτηρίων: 30€, 25€, 15€, 10€ και 5€ (εκπτωτικό), Προπώληση από 14 Σεπτεμβρίου 2018
Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες για τη συναυλία και τον Φρανκ Στρόμπελ στην επίσημη σελίδα της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών και στο επίσημο site του Μεγάρου Μουσικής.